Του Βασίλη Γεώργα
Τα κόκκινα δάνεια, οι ιδιωτικοποιήσεις υποδομών και η υπερφορολόγηση αποτελούν αυτή τη στιγμή τα κύρια διαθέσιμα εργαλεία που έχει στα χέρια της η κυβέρνηση και οι δανειστές για να επιτευχθεί ο παράλογα υψηλός στόχος παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων 6 - 6,5 δισ. ευρώ από το 2018 και μετά.
Στους τρεις αυτούς τομείς βρίσκονται συσσωρευμένα όλα τα λεφτά μιας οικονομίας που από καιρού έχει πάψει να παράγει, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα οι πρώτοι στις λίστες των πηγών «τροφοδοσίας» για τα μελλοντικά πλεονάσματα. Εξ ου και το γεγονός ότι σε αυτά τα τρία θέματα ασκείται η ισχυρότερη πίεση από τους εκπροσώπους τους δανειστές οι οποίοι όσο αρνούνται να βάλουν στο τραπέζι αναπτυξιακούς στόχους, άλλο τόσο επιμένουν στην συνταγή της εντεινόμενης λιτότητας, των περικοπών και της αύξησης των εσόδων μέσω φόρων για να βγει ο λογαριασμός.
Κι όμως στην Ελλάδα πανηγυρίζουμε επειδή η πορεία της οικονομίας ήταν τέτοια που στα χαρτιά καταγράφηκε πέρυσι πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν, αποτελεί σαφώς ένα σημαντικό δημοσιονομικό επίτευγμα το οποίο εντούτοις δεν λειτούργησε ούτε στο ελάχιστο κατευναστικά για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση της οικονομίας με νέα μέτρα. Αν, όμως, κοιτάξει κανείς τα στοιχεία θα δει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι αποτέλεσμα της μείωσης των δαπανών, ούτε της ανάπτυξης και των νέων επενδύσεων, αλλά της εντεινόμενης λιτότητας και της αφαίμαξης των αποταμιεύσεων επιχειρήσεων και πολιτών. Ένα πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο κανείς εξ όσων βρίσκονται σε θέση κριτή της ελληνικής οικονομίας δεν εξέλαβε ως πραγματικό, εξ ου και το γεγονός πως στο τραπέζι αυτή τη στιγμή βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση ξανά πρόσθετα μέτρα 3,6 δις. ευρώ που ζητείται πλέον προέλθουν ως επί το πλείστον από περικοπές δημοσίων δαπανών σε μισθούς, συντάξεις, λειτουργικά έξοδα κλπ.
Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος της επόμενης ημέρας αν δεν αλλάξει κάτι γρήγορα στη στρατηγική των δανειστών και της κυβέρνησης ώστε να δοθεί ζωτικός χώρος στην ανάπτυξη της οικονομίας. Η χώρα να συμπιέζεται διαρκώς για να παραγάγει πρωτογενή υψηλά πλεονάσματα που θα βασίζονται ως επί το πλείστον στα έσοδα από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων (δημόσιων ή ιδιωτικών), στην υπερβολική φορολόγηση, στην αναγκαστική είσπραξη χρεών και δανείων και στη μείωση των αποταμιεύσεων.
Ακόμη και αν κάποια στιγμή στο μέλλον συμφωνηθεί η καλοδεχούμενη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, όσο δεν δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια διαρκή έκρηξη ανάπτυξης και επενδύσεων στην οικονομία και ιδιαίτερα σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους που θα προσελκύσουν «συνάλλαγμα» στη χώρα και θα μειώσουν σημαντικό το ποσοστό της κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ που παραμένει σταθερά κοντά στο 70%, είναι άτοπο να περιμένει κανείς ότι οι κόποι θα πιάσουν τόπο. Το τελευταίο, είναι ευθύνη πρωτίστως της κυβέρνησης να διαμορφώσει πολιτικές άμεσης απόδοσης (σταθερή φορολογία, κίνητρα, απλοποίηση, δικαιοσύνη, κλίμα κλπ) και αναπτυξιακά πρότυπα, τέτοια που να κινητοποιούν εγχώριες επενδύσεις και να ευνοούν την εισροή κεφαλαίων. Είναι όμως και μεγάλη ευθύνη των δανειστών οι οποίοι αποδεδειγμένα θέτουν προσκόμματα σε αυτή την πορεία, με ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι καθυστερούν, όπως υποστηρίζουν κυβερνητικά στελέχη, εδώ και σχεδόν τρεις μήνες να εγκρίνουν το νομοσχέδιο για τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο.
Οι οικονομολόγοι θεωρούν αδύνατο να επιτευχθεί αλλά και να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα από τη στιγμή που το ΑΕΠ δεν αρχίσει να ανακάμπτει δυναμικά, και πολύ περισσότερο αν δεν ενισχυθεί σημαντικά η εισροή ξένων κεφαλαίων μέσω αύξησης της παραγωγής και των εξαγωγών ώστε να φεύγουν προϊόντα και να έρχεται «συνάλλαγμα». Στην τελευταία του ανάλυσή του ο ΣΕΒ υπογραμμίζει εμφατικά ότι η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να αντέξει την άγρια λιτότητα που φαίνεται να προκρίνεται για τα επόμενα τρία χρόνια. Είναι μια ακόμη παραδοχή πως δεν έχουμε προλάβει να συνειδητοποιήσουμε το επερχόμενο σοκ που θα χτυπήσει την οικονομία όταν μετά από τρία μνημόνια, αίφνης ζητούνται μέτρα και περαιτέρω περικοπές που μπορεί να φτάσουν συνολικά τα 9 δισ. ευρώ στα επόμενα δυόμιση χρόνια, ενώ την ίδια στιγμή η οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε ύφεση.
Μια επταετία ύφεσης, υπερφορολόγησης, και εσωτερικής υποτίμησης δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν μέχρι σήμερα στο ελάχιστο το αναπτυξιακό πρότυπο της οικονομίας. Αυτό εξακολουθεί να έχει ως πυλώνα την ιδιωτική κατανάλωση και τις εισαγωγές. Το ερώτημα είναι αν η οικονομία πλέον προλαβαίνει να «γυρίσει».