Μπορεί κανείς να πιστεύει ό,τι θέλει για τον Ντόναλντ Τραμπ και είναι γνωστό τι πιστεύουμε εμείς για τον πρώην Αμερικανό Πρόεδρο και τους κλώνους του ανά την υφήλιο.
Αποτελεί όμως γεγονός ότι με το smartphone του, έκανε την πλατφόρμα Twitter κεντρικό παίκτη της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής, όταν την επέλεξε για να επικοινωνεί με τους πολίτες της χώρας του αδιαμεσολάβητα, χωρίς το δημοσιογραφικό φίλτρο.
Η συνθήκη που δημιούργησε ήταν σαφώς προβληματική ακριβώς επειδή απουσίαζε το φίλτρο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Από τον λογαριασμό του στο twitter ο Τραμπ συνήθιζε να προβοκάρει τους πάντες και να σχολιάζει τα πάντα προσπερνώντας όλες τις νόρμες που επιβάλλει το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ με αποτέλεσμα να έχει καταφέρει να ορίζει τη ροή των ειδήσεων και να επιβάλλει σε ολόκληρο τον πλανήτη να συζητάει ό,τι ήθελε εκείνος.
Το Twitter από την πλευρά του, χάρις σε εκείνον πολλαπλασίασε τους χρήστες του αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αναβάθμισε το κύρος του ως πομπός παραγωγής ειδήσεων και πληροφοριών.
Πολύ πριν ο Τραμπ αποκτήσει κυρίαρχη θέση στα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ είχε ξεκινήσει η συζήτηση για την ανάγκη ελέγχου και ρύθμισης της λειτουργίας των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, αρχικά του Facebook. Και οι Δημοκρατικοί δέχονταν πολύ μεγάλες πιέσεις από τους οπαδούς τους να προχωρήσουν στις σχετικές ενέργειες αλλά ακριβώς επειδή οι πλατφόρμες αυτές λειτουργούσαν ως πομποί ενημέρωσης, η ρύθμισή τους, σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, με τεράστια παράδοση στην ελευθερία της έκφρασης, δίσταζαν. Πάντως, ενώ η θητεία Τραμπ προχωρούσε προς το τέλος της γινόταν σαφές ότι εφόσον επέστρεφαν στην κυβέρνηση οι Δημοκρατικοί θα ελάμβαναν κάποια μέτρα.
Και έγιναν τα γεγονότα του Καπιτωλίου αφού βέβαια είχε γίνει σαφές ότι ο Τζο Μπάιντεν είχε συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό εκλεκτόρων και θα ήταν εκείνος ο πρόεδρος και οι δύο μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, απαγόρευσαν στον Τραμπ, εκ του ασφαλούς πλέον, να τις χρησιμοποιεί.
Πολλοί είχαν υπερασπιστεί αυτή την απόφαση, κάποιοι φιλελεύθεροι είχαν εκφράσει επιφυλάξεις, αν και είχαν ταχθεί αναφανδόν κατά του Τραμπ ακριβώς γιατί η επιδραστικότητα και το μέγεθος των μέσων αυτών τους έχουν δώσει κυρίαρχη θέση «στην αγορά της επικοινωνίας». Πώς μπορείς να αποκλείεις από αυτή έναν επικεφαλής ενός κόμματος που το ψήφισαν εκατομμύρια πολιτών;
Η απόφαση των δύο τεχνολογικών κολοσσών αποδείχθηκε ιδιαιτέρως βολική και για το νέο Πρόεδρο που μέχρι σήμερα παράγει μηνύματα και επικοινωνεί τις πολιτικές του, ορίζοντας τη ροή των ειδήσεων, χωρίς να έχει να διαχειριστεί και τις προκλητικές παρεμβολές του Τραμπ που είναι βέβαιο ότι αν μπορούσε να τις κάνει μέσω του Twitter, το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ θα ήταν εντελώς διαφορετικό.
Έτσι όλοι είναι κερδισμένοι. Και ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου απολαμβάνει μιας σχετικής ησυχίας και μπορεί να ορίζει εκείνος ανενόχλητος τα μηνύματα και οι πλατφόρμες που απειλούνταν από τους Δημοκρατικούς με ρύθμιση ακόμα και διαμελισμό, για την ώρα αισθάνονται ασφαλείς επειδή καταφέρνουν να κρατούν τον Τραμπ μακριά.
Θύμα μόνο η ελευθερία της έκφρασης που για μια ακόμα φορά, με μια σειρά εκλογικεύσεων και λογικών χασμάτων περιορίζεται στο όνομα της δημοκρατίας και πάνω απ’όλα «για το καλό του λαού».
Προχθές, ο κυβερνήτης της Πολιτείας της Φλόριντα, ο φιλόδοξος, ρεπουμπλικανός Ron de Santis υπέγραψε ένα διάταγμα που προβλέπει ότι στη Φλόριντα οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης θα πληρώνουν πρόστιμο, αν αποκλείουν από χρήστες τους υποψηφίους για αιρετά αξιώματα, χωρίς να αιτιολογούν σαφώς το γιατί προχώρησαν στην απαγόρευση. Η απόφαση αναμένεται να αμφισβητηθεί νομικά και θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πως θα εξελιχθεί αυτή η ιστορία.
Μπορούμε να θυσιάζουμε την ελευθερία της έκφρασης «για το καλό των πολιτών»; Ήρθε η ώρα να απαντήσουμε και σε αυτή την ερώτηση.