Συνέντευξη στους Γιώργο Φιντικάκη, Βασίλη Γεώργα
Η συμφωνία με τους δανειστές είναι μονόδρομος, υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμών, και σε αυτή την φάση δεν υπάρχει η παραμικρή σκέψη για να μπούμε σε μια περίοδο παρατεταμένης αστάθειας ή να αλλάξουμε δρόμο.
Τα λόγια είναι του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργου Σταθάκη που μιλώντας στο Liberal, ξεκαθαρίζει ότι παραμένει "φανατικός υποστηρικτής του Plan A", πως "οτιδήποτε άλλο είναι πολύ μακριά από εμάς", ενώ θεωρεί πως κανείς από την πλευρά των δανειστών δεν σκέφτεται με όρους ρήξης. Εκτιμά ότι υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμού για μια λύση ως τις 15 Ιουνίου, ενώ χαρακτηρίζει την έξοδο στις αγορές το 2018 ένα περισσότερο "συμβολικό χαρτί" για την οικονομία, και λιγότερο ουσιαστικό, καθώς την χρονιά εκείνη οι ανάγκες της χώρας δεν είναι μεγάλες.
Αποδίδει σε "διαφορετικές αντιλήψεις καταστατικού χαρακτήρα" την κριτική του ΣΕΒ στην κυβέρνηση ότι ακολουθεί λάθος μείγμα πολιτικής, ενώ δηλώνει ότι αποτελούν στρατηγικές της επιλογές αφενός η μείωση των φόρων να αφορά τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, αφετέρου το Δημόσιο να παραμείνει στα επίπεδα του 40%-42% του ΑΕΠ. Κάνει ακόμη λόγο για υπαρκτό ενδιαφέρον ξένων και ελληνικών εταιρειών αναφορικά με την πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ενώ εκτιμά ότι μπορεί και να παραπεμφθούν για το μέλλον οι αποφάσεις για τις ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, ανάλογα και με τις μελέτες που θα ετοιμάσουν οι σύμβουλοι του ΤΑΙΠΕΔ, λέγοντας χαρακτηριστικά "έχουμε ακόμη δρόμο".
Σχολιάζοντας την ανακοίνωση της ΓΕΝΟΠ για το κλίμα, απαντά με νόημα ότι τέτοια θέματα δεν μπορεί να τα προσεγγίζει κανείς «υπό το πρίσμα των συμφερόντων συγκεκριμένων οικονομικών κλάδων».
-Πιστεύετε ότι η απόφαση Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, οδηγώντας σε μη τήρηση της συμφωνίας και από άλλες χώρες; Τι σημαίνει για την Ελλάδα;
Εκτιμώ ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Η συμφωνία του Παρισιού θα παραμείνει ο βασικός άξονας αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Οι ΗΠΑ δύσκολα θα βρουν μεγάλες οικονομίες να τις ακολουθήσουν. Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία και θα παραμείνουμε σταθεροί υποστηρικτές της.
- Πως σχολιάζετε την ανακοίνωση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ που συμπλέει με την απόφαση του προέδρου Τράμπ και χαρακτηρίζει την κλιματική αλλαγή ως "συνομωσία" και κατασκεύασμα;
Νομίζω ότι τέτοιου είδους προβλήματα οφείλουμε όλοι να τα αντιμετωπίζουμε με νηφαλιότητα και ευθυκρισία, προσεγγίζοντάς τα όχι υπό το πρίσμα των συμφερόντων συγκεκριμένων οικονομικών κλάδων και δραστηριοτήτων αλλά αντιλαμβανόμενοι την ευρύτερη οικονομική και περιβαλλοντική τους διάσταση.
-Τι είναι περισσότερο κοντά κύριε υπουργέ; Μια "κακή" συμφωνία με τους δανειστές για το χρέος ή η ρήξη μαζί τους;
Θεωρώ ότι η συμφωνία είναι μονόδρομος. Υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμών και σε αυτή την φάση δεν υπάρχει η παραμικρή σκέψη, κατά την γνώμη μου, για να μπούμε σε μια περίοδο παρατεταμένης αστάθειας ή να αλλάξουμε δρόμο. Όπως πάντα παραμένω φανατικός υποστηρικτής του Plan A και οτιδήποτε άλλο είναι πολύ μακριά από εμάς.
-Αυτός ο συμβιβασμός τι μπορεί να προϋποθέτει εκ μέρους μας αλλά και εκ μέρους των δανειστών;
Το μεσοπρόθεσμο πακέτο που αποτελεί και το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης είναι πολύ συγκεκριμένο. Αφορά την επιμήκυνση των δανείων των Ευρωπαίων, την περίοδο χάριτος, και την σταθεροποίηση των επιτοκίων. Επειδή μιλάμε για μια περίοδο 30-40 ετών - με μια μικρή κατηγορία να φτάνει και τα 45 χρόνια – η έκταση αυτών των μέτρων εξαρτάται από τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και το μέγεθος του πλεονάσματος, που διαφοροποιεί και το αποτέλεσμα των παραπάνω τριών μέτρων. Εδώ έχουμε τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων που μεταξύ τους αποκλίνουν αρκετά.
Αν, ωστόσο, υπάρξει μια στοιχειώδης συναίνεση να βρεθεί ένας μέσος δρόμος, πιο ρεαλιστικός και θεμιτός, μπορούμε να βρούμε το σημείο σύγκλισης, το οποίο ακόμη δεν έχουμε. Υπέρτατο για εμάς κριτήριο είναι η οποιαδήποτε ρύθμιση και συμφωνία να επιτρέψει στην ΕΚΤ να θεωρήσει το χρέος βιώσιμο, προκειμένου να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση, το οποίο είναι και το σήμα προκειμένου η χώρα να βγει στις αγορές. Διαφορετικά μας περιμένει παράταση μιας αστάθειας, την οποία ούτε την θέλουμε, ούτε την δικαιούμαστε ως χώρα, αφού έχουμε πλέον καλύψει όλες τις συμβατικές μας υποχρεώσεις.
-Κι αν δεν έχουμε τη λύση που περιγράφετε, τι περιμένετε ότι θα συμβεί μετά την 15η Ιουνίου στην οικονομία;
Το κακό σενάριο είναι ότι παρατείνεται αυτή η ανασφάλεια. Εμείς ισχυριζόμαστε καιρό τώρα ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, μαζί με όλα τα άλλα δεδομένα, υποδεικνύουν μια στροφή της οικονομίας. Αυτό το επιχείρημά μας, ότι αν δημιουργείς ασφαλή χώρο τότε έχεις επιτάχυνση της ανάπτυξης, ενισχύει και η αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, που αντί για ύφεση 0,5% έδειξε άνοδο 0,4% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο.
Με άλλα λόγια, τα καλά αποτελέσματα που φέραμε πέρυσι είναι ενισχυτικά της θέσης μας, ότι τώρα που η οικονομία γυρίζει δεν βλέπουμε κανένα μα κανένα λόγο να δημιουργήσουμε την οποιαδήποτε αστάθεια, που θα μπορούσε να προκαλέσει η έλλειψη μιας θετικής απόφασης στις 15 Ιουνίου. Αν είχαμε αρνητικές επιδόσεις τον προηγούμενο χρόνο, τότε η θέση της Ελλάδας στην διαπραγμάτευση θα ήταν πολύ χειρότερη. Νομίζω ότι όλες οι δυνάμεις βλέπουν ότι είναι εφικτό να ολοκληρωθεί το 2018 το πρόγραμμα και να περάσουμε σε μια κανονικότητα αμέσως μετά.
-Θεωρείτε ότι κανείς από τους εμπλεκόμενους παίκτες δεν επιθυμεί την ρήξη; Μήπως υπάρχουν και κάποιες φωνές που την επιδιώκουν;
Εκτιμώ ότι κανείς από τους θεσμούς δεν επιθυμεί την ρήξη. Έχουμε συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα το 2015 που ολοκληρώνεται το 2018 και δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος από τους δανειστές που σκέφτεται με όρους δημιουργίας, εκ νέου, ενός νέου κύκλου αστάθειας στην ελληνική οικονομία. Παρακολούθησα με προσοχή το συνέδριο του Economist που διεξήχθη στη Φρανκφούρτη και άκουσα εκπροσώπους των θεσμών που δεν εντόπιζαν μεταρρυθμιστικό κενό, το αντίθετο θα έλεγα.
Βέβαια υπήρξαν και δηλώσεις που υποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμη πλαίσιο μεταρρυθμιστικών αλλαγών. Νομίζω ωστόσο ότι η πλειοψηφία των θεσμών κινούνται στην κατεύθυνση ότι η Ελλάδα έχει κλείσει τα προαπαιτούμενα. Επομένως εμμένουμε ότι η απόφαση που ελήφθη στο περυσινό Eurogroup ήταν συγκεκριμένη και σημαίνει ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και μαζί συζήτηση για το χρέος. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει.
-Στην κυβέρνηση ασκείται κριτική ότι ψάχνοντας τον καθαρό διάδρομο έχασε το δρόμο. Σήκωσε πολύ ψηλά τον πήχη για το χρέος ενώ δεν είχε λόγο να το κάνει, υποβάθμισε για μεγάλο χρονικό διάστημα τις πολιτικές που θα μπορούσαν να φέρουν ανάπτυξη, επενδύσεις και εμπιστοσύνη. Τι απαντάτε;
Δεν συμφωνώ, έχουμε προωθήσει πάρα πολλά μέτρα υπέρ της ανάπτυξης. Μερικά παραδείγματα είναι η απλούστευση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων, η ανάρτηση δασικών χαρτών, η επίλυση χωροταξικών προβλημάτων που αποτελούσαν εμπόδια για επενδύσεις. Αν δει κανείς το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που έγιναν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο διαπιστώνει ότι είναι τέτοιες, ώστε επηρεάζουν θετικά τις επενδύσεις και θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε και με επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις, που θα βελτιώσουν περαιτέρω το επενδυτικό πλαίσιο.
-Τότε γιατί ο επιχειρηματικός κόσμος, όπως ο ΣΕΒ, σας ασκεί κριτική ότι ακολουθείτε λάθος μείγμα πολιτικής, και ότι ταυτίζετε τις μεταρρυθμίσεις με την υπερφορολόγηση και την αύξηση των εισφορών;
Υποθέτω ότι πρόκειται για ένα κεντρικό θέμα διαφωνίας με τον ΣΕΒ, η στρατηγική του οποίου είναι υπέρ μιας μεγάλης μείωσης των εισφορών και των φόρων. Εμείς αναγνωρίζουμε ότι η φορολογία πρέπει να μειωθεί σε συγκεκριμένες κατηγορίες και έχουμε προαναγγείλει για την περίοδο 2019-20 την μείωση στην φορολογία των επιχειρήσεων. Υπάρχει ωστόσο μια καταστατική διαφορά που αφορά σε διαφορετικές αντιλήψεις. Αν μειωθεί πολύ η φορολογία και οι εισφορές, αυτό θα έχει αντίκτυπο στην καρδιά του κοινωνικού κράτους, την εκπαίδευση, την υγεία και τις συντάξεις. Αυτές είναι οι μεγάλες κατηγορίες δαπανών του Δημοσίου.
Εμείς έχουμε βάλει ένα όριο εδώ και προφανώς μπορεί να υπάρχει η ιδέα από πλευράς ΣΕΒ ότι πρέπει να περιορίσουμε περισσότερο αυτές τις δαπάνες. Εδώ είμαστε αντίθετοι, νομίζω ότι θα συνεχίσουμε με την στρατηγική μας που είναι πιο ισορροπημένη, καθώς υπερασπίζεται το κοινωνικό κράτος και ταυτόχρονα προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πολύ καλύτερο πλαίσιο για τις επενδύσεις.
-Το ρωτώ γιατί προκειμένου να αυξήσουμε τις επενδύσεις από τα 20 δισ. ευρώ ετησίως π.χ. στα 30 δισ., δεν αρκούν μόνο ξένα κεφάλαια, χρειάζεται να κινητοποιηθούν και τα ελληνικά. Σε μια χώρα όμως που φορολογεί τα πάντα, πως ελπίζετε να συμβεί αυτό;
Είναι στρατηγική τοποθέτησή μας αυτή. Ότι θα κρατήσουμε ένα Δημόσιο ως ποσοστό του ΑΕΠ που δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στα επίπεδα της Βουλγαρίας, δηλαδή στο 33%-34%, αλλά θα είναι γύρω στο 40%-42%, όσο ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν θα φτάσει φυσικά ούτε στα επίπεδα της Γερμανίας ή της Σουηδίας που είναι κοντά στο 50%. Είναι με βάση αυτά τα δεδομένα που οι επενδύσεις πρέπει να αποκατασταθούν κατά μέσον όρο στο 20% του ΑΕΠ. Νομίζω ότι πέρυσι αρχίσαμε να πλησιάζουμε προς αυτό το νούμερο, κάτι που προήλθε κυρίως από μεγαλύτερη κινητικότητα του ιδιωτικού τομέα αλλά και από τις εξαγωγές.
Το τμήμα των επενδύσεων που οφείλεται στο Δημόσιο και το ΕΣΠΑ κινείται στα 7 δισ. ευρώ ετησίως, τα υπόλοιπα 2/3, δηλαδή γύρω στα 12-13 δισ. ευρώ, αφορούν ιδιωτικές επενδύσεις και προφανώς από εκεί θα έρθει η ανάκαμψη της οικονομίας. Αν λοιπόν τα περυσινά ενθαρρυντικά στοιχεία ενταθούν φέτος και τα επόμενα χρόνια, τότε δεν θα αργήσουμε να φτάσουμε στο 20% του ΑΕΠ.
-Το “αισιόδοξο” Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής προβλέπει ότι από φέτος έως και το 2021 τα χρήματα από επενδύσεις στην Ελλάδα θα ανέλθουν στα 140 δισ. ευρώ. Αρκετοί χαρακτηρίζουν το νούμερο υπερβολικά αισιόδοξο, καθώς ιστορικά ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων στην Ελλάδα αφορούσε κατοικίες, που πλέον έχουν φύγει από την εξίσωση. Άρα, πως θα καλυφθεί το κενό αυτό;
Θα μας πάρει πάρα πολλά χρόνια για να επιστρέψουμε ξανά σε επενδύσεις στην κατοικία. Εντούτοις οι περιοχές όπου θα έχουμε δυσανάλογη αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με το παρελθόν, είναι η ενέργεια, οι εξαγωγές, η πραγματική οικονομία στο σύνολό της, φυσικά ο τουρισμός και ταυτόχρονα μια πληθώρα νέων τομέων, που υποδεικνύουν ότι δυναμική υπάρχει. Αρκεί φυσικά να υπάρξει και το κατάλληλο πλαίσιο ενίσχυσης όλων αυτών των επιχειρηματικών κινήσεων. Επομένως, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, νομίζω ότι η προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας με μεγάλη αύξηση των επενδύσεων είναι ρεαλιστική.
- Κε υπουργέ, θα μας βγάλετε εσείς από το μνημόνιο ή θα μας βάλετε στο επόμενο το 2018; Δηλαδή τι είναι αυτό που πρέπει να περιμένουν οι πολίτες μετά την ολοκλήρωση του 3ου προγράμματος σε ένα χρόνο από σήμερα;
Εγώ θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγάλει την χώρα από τα μνημόνια, ότι στα μέσα του 2018 θα τελειώσει και το 3ο πρόγραμμα και δεν θα υπάρξει επόμενο, γιατί η Ελλάδα θα έχει επιστρέψει ως τότε στις αγορές. Το 2018, η Ελλάδα με βάση τα πλεονάσματα που έχουμε συμφωνήσει με τους δανειστές, δεν θα χρειάζεται επιπρόσθετους πόρους για την εξυπηρέτηση του δανείου. Επομένως η έξοδος στις αγορές δεν θα γίνει για να εξυπηρετήσουμε κατ' ανάγκη το χρέος, παρά για περισσότερο συμβολικούς λόγους.
Είναι ένα βαρύ συμβολικό χαρτί που θα επιτρέψει στην πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες να επιστρέψουν στις διεθνείς αγορές. Ο αντίκτυπος αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος για την πραγματική οικονομία απ' ότι ο στενός λόγος της εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών της χώρας.
-Η κυβέρνηση βγαίνει αλώβητη πολιτικά, ακόμη και αν πάρει τα μέτρα για το χρέος και την ποσοτική χαλάρωση; Αρκετοί θεωρούν ότι ο κύκλος της έχει αρχίσει και κλείνει από τη στιγμή που ψήφισε τα μέτρα για το 2019-2020 και δεσμεύτηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για την επόμενη πενταετία…
Θα έλεγα ότι με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και εφόσον θα έχουμε μια καλή συμφωνία για το χρέος, η κυβέρνηση αποκτά πλήρη πολιτικό χρόνο μέχρι το 2019, προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και να επαναφέρει την Ελλάδα στις αγορές. Της δίνουν τα παραπάνω μεγάλο πολιτικό χρόνο και ταυτόχρονα δημιουργούν τις προϋποθέσεις, ώστε μέσα στο 2019, να υπάρξει μια εκλογική αναμέτρηση, με την κυβέρνηση να κάνει τότε τον απολογισμό της, που με βάση τα σημερινά δεδομένα θα είναι πολύ θετικός.
-Είναι πολλοί πάντως όσοι αμφισβητούν ότι θα τα εφαρμόσετε εσείς τα μέτρα από το 2019 και μετά. Η αίσθηση είναι πως μέσα στο 2018 θα πάτε σε πρόωρες εκλογές...
Εφόσον τα μέτρα του 2019 εξισορροπηθούν με τα αντίμετρα που έχουμε ψηφίσει, θα έχουμε μια πιο διαχειρίσιμη πολιτικά κατάσταση, καθώς τα πράγματα στην οικονομία θα είναι πολύ καλύτερα και θα κριθούμε εκ του αποτελέσματος.
-Πως αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την συναίνεση; Μιλάτε για “εθνική γραμμή” για το χρέος σαν τα υπόλοιπα κόμματα της Αντιπολίτευσης να μην επιθυμούν ελάφρυνση. Σας ασκούν κριτική ότι ψάχνετε ευκαιρία για επιμερισμό της ευθύνης σε ένα ενδεχόμενο αποτυχίας αυτής της διαπραγμάτευσης…
Καταλαβαίνω την πολιτική αντιπαράθεση και είναι θεμιτή στις επιλογές που κάνει η κυβέρνηση για την διαπραγμάτευση. Η αντιπολίτευση μπορεί να ασκεί κριτική ως προς το μείγμα πολιτικής μας, στο τι διαπραγματευόμαστε και πως το κάνουμε αυτό. Αλλά το θέμα του χρέους δεν νομίζω ότι είναι το κατεξοχήν πεδίο αντιπαράθεσης. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ ότι άτυπα, υπήρχε ανέκαθεν ένα στοιχειώδες συναινετικό πλαίσιο στο ζήτημα διαπραγμάτευσης του χρέους.
-Η μαζική φουρνιά των αποκρατικοποιήσεων που σχεδιάζονται για το επόμενο διάστημα θα είναι ένα πρώτο σημαντικό crash test για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία;
Αυτή τη στιγμή η βασική ιδιωτικοποίηση είναι ο ΔΕΣΦΑ, για την οποία ο διαγωνισμός θα προκηρυχθεί μέσα στον Ιούνιο. Όλες οι άλλες ιδιωτικοποιήσεις έχουν τον χαρακτήρα ότι βρίσκονται στη φάση των στρατηγικών μελετών. Συνεπώς έχουν δρόμο ακόμη. Οι στρατηγικές μελέτες πρέπει να επαναξιολογήσουν την αξία και την καταλληλότητα των επιχειρήσεων, εάν δηλαδή ενδείκνυται να γίνει αποκρατικοποίηση τώρα ή να μεταφερθεί στο μέλλον. Άρα είναι ένα ανοιχτό πεδίο μελέτης, όπου η κυβέρνηση, με βάση τα πορίσματά της, θα αποφασίσει τι θα κάνει. Συνεπώς, είμαστε σε πρόωρο ακόμη στάδιο για να συζητήσουμε.
- Ωστόσο η πώληση π.χ. των ΔΕΠΑ και ΕΛΠΕ είναι στους στόχους εσόδων του ΤΑΙΠΕΔ για το 2018, που έχουν εγκριθεί από τους δανειστές. Μπορεί να αλλάξει αυτό;
Νομίζω πως είναι ανοιχτά αυτά τα θέματα. Το ίδιο ισχύει και για τα έσοδα, καθώς ναι μεν έχουμε ένα ποσοτικό στόχο, ο οποίος όμως επιτυγχάνεται είτε με συγκεκριμένες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, είτε με αυξημένα τιμήματα. Άρα η δέσμευση είναι να καλύπτουμε ένα ποσοστό εσόδων από μια συγκεκριμένη μορφή αποκρατικοποιήσεων. Επομένως είναι ένα πιο δυναμικό μοντέλο απ' ότι μια στατική αποτίμηση εταιρειών, που κάνουμε σε κάποια δεδομένη στιγμή.
-Το ρωτώ ανοιχτά τότε. Η κυβέρνηση θα ήθελε να κρατήσει υπό τον έλεγχο του Δημοσίου τα ποσοστά της ΔΕΗ, της ΔΕΠΑ των ΕΛΠΕ κλπ;
Οτιδήποτε είναι πολύ κερδοφόρο δεν έχουμε λόγο να το παραχωρήσουμε σε αυτή τη φάση. Με βρίσκει σύμφωνο η άποψη των λελογισμένων ιδιωτικοποιήσεων, που διατηρούν μια ισορροπία με το δημόσιο συμφέρον, με την ταυτόχρονη εξεύρεση λύσεων που να καλύπτουν και τις δεσμεύσεις της χώρας. Άκρατες ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι στη φιλοσοφία μου.
-Έχετε πει ότι το market test για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα πετύχει, πως ενδιαφέρονται πολλοί παίκτες, και άρα δεν θα πάμε σε πώληση υδροηλεκτρικών εργοστασίων. Αυτό το ενδιαφέρον προέρχεται από ευρωπαϊκές εταιρείες ή τρίτους;
Προέρχεται από ευρωπαϊκές εταιρείες, από ελληνικές εταιρείες και από συμπράξεις ελληνικών εταιρειών με τρίτους, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα υπάρχει ένας χώρος για να δούμε πως θα ωριμάσουν κάποια επιχειρηματικά σχήματα, όταν πλέον θα είμαστε έτοιμοι - μετά το τέλος Ιουλίου, οπότε και θα έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές μελέτες του υπουργείου και η συζήτηση με την Κομισιόν - να πούμε σε ποιο μείγμα ορυχείων και μονάδων θα καταλήξουμε, προκειμένου αυτό να βγει στην αγορά.
Εμείς, ως υπουργείο, θέλουμε συντεταγμένες μελέτες, που να αποτυπώνουν τις τεχνικές ιδιαιτερότητες και τα δεδομένα. Όταν έχουμε τα πορίσματα θα λάβουμε τις αποφάσεις μας. Είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση η επιλογή. Πρέπει να γνωρίζουμε πόση ενέργεια θα παράγεται προοπτικά από λιγνίτη, ποιες είναι οι νέες μονάδες, ποιες αποσύρονται, ποια είναι η ποιότητα του λιγνίτη στα διάφορα ορυχεία, τι μείγματα χρειάζονται για να είναι βιώσιμα τα σχήματα κ.ό.κ.
-Την πιστεύετε την υπόθεση των πετρελαίων στην Ελλάδα; Έχουμε ακούσει κατά το πρόσφατο παρελθόν απίστευτα νούμερα για τα μελλοντικά έσοδα της χώρας από την ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου..
Είμαι πολέμιος της θεωρίας του Ελντοράντο, πρέπει να κρατάμε χαμηλούς τόνους, πιστεύω όμως ότι υπάρχουν δυνατότητες στην Ελλάδα για την ανακάλυψη και την αξιοποίηση υδρογονανθράκων. Αλλά αντί να εξαγγέλλουμε ποσότητες και χρήματα, είναι καλύτερο να περιμένουμε βήμα-βήμα να γίνουν όλα όσα πρέπει να γίνουν. Είμαστε χαρούμενοι που υπογράψαμε συμβάσεις και προχωρούν οι έρευνες, γιατί θα έχουμε πλέον απτά αποτελέσματα και από τα χερσαία και από τα θαλάσσια οικόπεδα. Όσο για την εκδήλωση ενδιαφέροντος της ExxonMobile, της Total και των ΕΛΠΕ, είναι πολύ μεγάλης σημασίας γιατί μας μεταφέρει σε άλλη κλίμακα, οικονομικά και γεωπολιτικά.
-Η δραστηριοποίηση μεγάλων ενεργειακών εταιρειών στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη αλλά και τρίτες χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, τι σηματοδοτεί για την γεωπολιτική θέση της χώρας;
Ο ενεργειακός τομέας είναι κατ' εξοχήν γεωπολιτικός τομέας. Εμείς έχουμε εμφανώς πολυδιάστατη πολιτική και καλές σχέσεις με πολλές ισχυρές οικονομίες. Είμαστε ανοιχτοί σε όλους αυτούς τους διαλόγους αλλά έχουμε μια συντεταγμένη πολιτική, η οποία εκπορεύεται από αυτό που θεωρούμε ως ισχυρό εθνικό συμφέρον. Έχουμε ταυτόχρονα πλήρη συναίσθηση, ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες και ένα θεσμικό πλαίσιο στο οποίο εμπλέκονται και τα ενεργειακά και πολλά άλλα θέματα. Κινούμαστε αυστηρά εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου - και το υπογραμμίζω αυτό - γιατί όλα τα περίπλοκα γεωπολιτικά θέματα οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε έτσι.
-Αυτή η οικονομικά επιθετική επεκτατική πολιτική της Κίνας στην Ευρώπη, και δευτερευόντως στην Ελλάδα μέσω της οποίας επιδιώκει να αποκτήσει πρόσβαση στην ευρωζώνη, είναι κάτι που μπορεί να μας βοηθήσει στο μέλλον ή θα προκαλέσει περισσότερες επιπλοκές σε σχέση με τα οφέλη που περιμένουμε να αποδώσει;
Η κινέζικη παρουσία στην Ευρώπη είναι πολύ ισχυρή, προκαλεί αντιδράσεις, αλλά υπάρχει και μια «θεσμικότητα» στον τρόπο που προωθούνται οι κινέζικες επενδύσεις. Άρα εμείς οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ταυτόχρονα όμως θεωρούμε ότι Κίνα μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό στρατηγικό παράγοντα προσέλκυσης επενδύσεων και κυρίως δημιουργίας ιδιαίτερα επωφελών για τη χώρα αποτελεσμάτων, στο εμπόριο και στις υποδομές, όπως στην ενέργεια και ορισμένους άλλους τομείς.