Όλοι συμφωνούν ότι στο Χρηματιστήριο Αθηνών πρέπει να αλλάξουν πολλά, προς την κατεύθυνση της αναπτυξιακής πορείας του. Πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα ώστε να καταστεί πόλος έλξης νέων εταιρειών, να δημιουργηθούν προϊόντα που θα προσελκύσουν περισσότερους επενδυτές, να ενισχυθεί η πολλά υποσχόμενη αγορά των ομολογιακών δανείων και ανοιχθεί το Χρηματιστήριο στην κοινωνία. Ο Γιάννης Πολυχρονίου, πρόεδρος του συνδέσμου εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΣΕΠΕΥ) και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών για την Ελληνική Κεφαλαιαγορά, παρουσιάζει ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Χαροκόπο
- Έχουμε διαβάσει αναλύσεις σας για την συνεχιζόμενη συρρίκνωση του αριθμού των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Που βρισκόμαστε σήμερα;
Εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρείται μία έντονη αμφισβήτηση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, ως μηχανισμού άντλησης κεφαλαίων. Αυτό υποδηλώνεται τόσο από την τάση των εισηγμένων εταιρειών να προβαίνουν σε delisting, όσο και από την τάση να προβαίνουν σε ταυτόχρονη διαπραγμάτευση σε μεγαλύτερες κεφαλαιαγορές (dual listing).
Το έτος 2000 ο αριθμός των εισηγμένων εταιρειών ανερχόταν περί τις 380 και σήμερα ο συνολικός αριθμός ανέρχεται στις 166, παρουσιάζοντας μία μείωση της τάξεως του -56,3%. Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Το χρηματιστηριακό σύστημα εγκυμονεί τον κίνδυνο να συνεχιστεί το delisting των εταιρειών και να φτάσει σε επίπεδα τέτοια, όπου θα προκύψει περαιτέρω απαξίωση του θεσμού.
-Πως εκτιμάτε ότι μπορεί να σταματήσει η συρρίκνωση και πως μπορεί να αντιστραφεί πλήρως το κλίμα, ώστε να δούμε νέες εισαγωγές;
Θα πρέπει να μετατρέψουμε το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, προκαλώντας την εισαγωγή καλών εταιρειών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Η πρόταση είναι απλή. Προτείνουμε να δημιουργηθούν κίνητρα τα οποία θα οδηγήσουν τις εταιρείες προς το δρόμο της εισαγωγής. Ο ΣΕΠΕΥ προτείνει να δημιουργηθούν δύο κατηγορίες φορολόγησης μερισμάτων.
Η πρώτη κατηγορία θα αφορά στις μη εισηγμένες οι οποίες θα συνεχίσουν να πληρώνουν φόρο στο μέρισμα 5%. Η δεύτερη κατηγορία θα αφορά στις εισηγμένες, οι οποίες θα πληρώνουν μέρισμα 2,5%. Άρα όποια εταιρεία εισάγεται στην Ελληνική Κεφαλαιαγορά θα πληρώνει φόρο μερίσματος 2,5% και όποια λειτουργεί ως μη εισηγμένη θα συνεχίσει να πληρώνει κανονικά το φόρο 5%.
-Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης δεν θα επιφέρει μια ανατροπή στα δημοσιονομικά μεγέθη;
Όχι, σε καμιά περίπτωση. Με τον τρόπο που προτείνουμε, θα επηρεαστούν μεγαλύτερου μεγέθους εταιρείες, οι οποίες μοιράζουν μέρισμα αρκετά εκατομμύρια ευρώ και θα προβούν στην αξιολόγηση της εξοικονόμησης φόρου επί του μερίσματος, ακολουθώντας προφανώς την επιλογή που οδηγεί στην πόρτα του Χρηματιστηρίου. Η πρόταση αυτή εστιάζει στο επιθυμητό αποτέλεσμα σε συνάρτηση με το δημοσιονομικό κόστος που εμπεριέχει.
Λόγω του γεγονότος, ότι ο φόρος στο μέρισμα αποτελεί μικρό κομμάτι επί της συνολικής φορολόγησης μιας ανώνυμης εταιρείας, αξιολογούμε πως θα έχει μικρή επίπτωση επί των δημοσιονομικών εσόδων, πόσο μάλλον αν συνυπολογίσει κανείς τα έσοδα που θα προκληθούν από την εισαγωγή μιας εταιρείας στο χρηματιστήριο (φόρος πωλήσεων επί των συναλλαγών, ΦΠΑ από τις παρεχόμενες υπηρεσίες τις ΕΧΑΕ προς την εισηγμένη κ.α.)
-Όσον αφορά την αύξηση της γκάμας των διαθέσιμων επενδυτικών προϊόντων, είχατε αναφερθεί παλαιότερα στην δημιουργία των Dividend Kings. Τι περιέχει αυτή η πρόταση σας;
Πράγματι, πριν από 2-3 χρόνια είχαμε υποβάλει πρόταση στην ΕΧΑΕ, να προβεί στη δημιουργία ενός μερισματικού δείκτη, στα πρότυπα του Dividend Kings που υπάρχει και λειτουργεί στο NYSE. Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει μόνο 29 εταιρείες επί συνόλου περίπου 4.500 εισηγμένων εταιρειών στις ΗΠΑ (περί το 0,64%). Γιατί υπάρχουν μόνο τόσες λίγες σε ποσοστό εταιρείες επί του συνόλου της Αμερικανικής κεφαλαιαγοράς; Η απάντηση είναι πως τα κριτήρια εισαγωγής στο δείκτη είναι η πληρωμή συνεχόμενων χρηματικών διανομών από 50 έτη και άνω και μάλιστα αυξανόμενων.
Με απλά λόγια σε αυτόν τον δείκτη εισάγονται εταιρείες, που όχι μόνο διατηρούν την κερδοφορία τους, αλλά ταυτόχρονα την αυξάνουν κιόλας και μάλιστα όχι περιστασιακά, αλλά για περίοδο που ξεπερνά τα 50 έτη και πάνω. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη πως η Ελληνική κεφαλαιαγορά δεν διαθέτει το μέγεθος και την αντίστοιχη ιστορία των αντίστοιχων πολυεθνικών των ΗΠΑ, προτείναμε να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένας μερισματικός δείκτης, όπου το χρονικό μέτρο να είναι τα 10 ή τα 15 έτη συνεχομένων χρηματικών διανομών και μάλιστα όχι αυξανόμενων.
Με αυτό τον τρόπο θα ξεχώριζε η «ήρα από το στάρι», θα δημιουργούνταν νέα αμοιβαία κεφάλαια χρησιμοποιώντας ως benchmark το νέο δείκτη και κυρίως θα είχαμε να παρουσιάσουμε προς το επενδυτικό κοινό, κάτι καινούργιο, το οποίο το κύριο χαρακτηριστικό του θα ήταν η αντοχή στη διάρκεια του χρόνου.
Η ΕΧΑΕ υιοθέτησε την πρότασή μας, αλλά με «παραλλαγές», δημιουργώντας ένα μερισματικό δείκτη με χρονικό μέτρο τα 3(ή 5) έτη, υποστηρίζοντας πως πχ το έτος 2012 επειδή ήταν «δύσκολη χρονιά» δεν ήταν αντιπροσωπευτική για τις εταιρείες. Η δική μας απάντηση είναι πως «στα δύσκολα θέλουμε να εξετάσουμε τις οικονομικές επιδόσεις μιας εταιρείας». Θεωρούμε πως ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η ΕΧΑΕ το θέμα, απαξίωσε τελείως την ουσία και το περιεχόμενο της πρότασης μας. Προτείνουμε λοιπόν την τροποποίηση του εν λόγω δείκτη με μέτρο τη 10ετία ή την 15ετία.
-Η έκδοση ομολόγων και ομολογιακών δανείων, έχει αποκτήσει μια ενδιαφέρουσα δυναμική τον τελευταίο καιρό. Τι προτείνετε για το περαιτέρω άνοιγμα και την εδραίωση αυτής τη αγοράς;
Είναι γνωστό τοις πάσι, πως αν μία εταιρεία επιθυμεί να προβεί στην έκδοση ενός listed εταιρικού ομολόγου, στην απόφασή της αυτή θα συνεκτιμηθούν και τα έξοδα εισαγωγής, τα οποία θα συνυπολογιστούν στο συνολικό κόστος χρήματος. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα.
Αν μια εταιρεία που επιθυμεί να εκδώσει ένα ομόλογο ύψους 5.000.000 ευρώ που να εισαχθεί και διαπραγματεύεται στην αγορά του χρηματιστηρίου, τότε θα πρέπει να καταβάλει: 100.000 ευρώ στον κύριο ανάδοχο, 50.000 ευρώ σε finders fee, 20.000 ευρώ σε νομικούς συμβούλους, 20.000 ευρώ σε ορκωτούς ελεγκτές καθώς και 10.000 ευρώ στην ΕΧΑΕ. Σύνολο 200.000ευρώ, χωρίς να υπολογιστούν τα «περιφερειακά έξοδα» πχ δαπάνες εκπροσώπου ομολογιούχων κλπ.
Αυτό πρακτικά σημαίνει, πως το συνολικό κόστος χρήματος προσαυξάνεται κατά 1% περίπου κατ’ έτος (υποθέτοντας ότι το εν λόγω ομόλογο είναι 5ετούς διάρκειας) χωρίς να συνυπολογιστεί το επιτόκιο (κουπόνι) που θα πληρώνεται στους επενδυτές. Έτσι καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως δεν συμφέρει μία εταιρεία να προβαίνει στην έκδοση εκδόσεων χαμηλότερων των 10.000.000 ευρώ.
Με δεδομένη την δύσκολη κατάσταση που βιώνουν αυτή την περίοδο οι ελληνικές τράπεζες, αναρωτιέται κανείς, ποια θα είναι τελικά η οδός την οποία θα πρέπει ακολουθήσει μία εταιρεία, προκειμένου να αντλήσει χρήματα. Επίσης με δεδομένο ότι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας αποτελείται κυρίως από εταιρείες που δεν είναι μεγάλες, το πρόβλημα χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων καθίσταται ακόμη δυσκολότερο.
Η πρόταση του ΣΕΠΕΥ είναι το Υπουργείο Οικονομικών με απόφασή του και σε συνεργασία με το Υπουργείο Ανάπτυξης, να καταρτίσει νομικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες το 50% των δαπανών έκδοσης ενός listed εταιρικού ομολόγου να χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ ή μέσω άλλων οργανισμών (πχ EBRD κλπ). Με αυτό τον τρόπο θα αναπτυχθεί με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς, η αγορά εταιρικών ομολόγων και ταυτόχρονα θα βρεθεί άμεση λύση στο χρηματοδοτικό πρόβλημα των επιχειρήσεων.
-Όλοι γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των ενεργών χρηματιστηριακών επενδυτών μειώνεται διαρκώς, από το 2000. Σήμερα, κινείται γύρω από τις 20.000 ενεργές χρηματιστηριακές μερίδες. Ίσως και να έχει χαθεί μια γενιά νέων επενδυτών. Μήπως θα πρέπει να υπάρξει προσπάθεια επαναπροσέγγισης των μικροεπενδυτών, παράλληλα με τη προσέγγιση των ξένων θεσμικών επενδυτών;
Το χρηματιστήριο δεν πρέπει να λειτουργεί παθητικά, όπως λειτουργεί εδώ και χρόνια σε επίπεδο εσωτερικής αγοράς. Γνωρίζουμε τις φιλότιμες προσπάθειες που κάνει η διοίκηση της ΕΧΑΕ κυρίως έξω από τα σύνορα και τις επαφές με τους θεσμικούς επενδυτές. Χρηματιστήριο όμως, δεν σημαίνει μόνο θεσμικοί επενδυτές. Σημαίνει ένα χώρο συγκέντρωσης της προσφοράς και της ζήτησης, από κάθε δυνατή πηγή κεφαλαίων.
Η πρότασή μας είναι να δημιουργηθεί στρατηγική εξωστρέφειας η οποία θα αφορά την εσωτερική αγορά με στόχο την περαιτέρω προσέλκυση retail πελατείας, της οποίας να θυμίσουμε πως η υψηλή συμμετοχή το έτος 1999 απέφερε και τεράστια έσοδα από το φόρο συναλλαγών προς το Ελληνικό Δημόσιο. Είναι εφικτό να διοργανωθούν ημερίδες σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, μέσω την τοπικών Επιμελητηρίων ή Επαγγελματικών συλλόγων. Η ΕΧΑΕ θα πρέπει να αντιληφθεί πως θα πρέπει να λειτουργήσει όπως λειτουργεί κάθε άλλη μεγάλη εταιρεία σε επίπεδο πωλήσεων και marketing.
Τέλος θα πρέπει να γίνονται κάθε χρόνο ημερίδες σε πανεπιστήμια με σκοπό αφενός μεν να ενημερώνεται η ακαδημαϊκή κοινότητα και αφετέρου να υπάρχει διαρκής σχέση με τους νέους επιστήμονες οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό οι αυριανοί πελάτες του χρηματιστηριακού συστήματος.
Επίσης στα πλαίσια σύνδεσης της ακαδημαϊκής κοινότητας με το Χρηματιστήριο, θα έπρεπε να υπάρχει μία επιστημονική σύνδεση σε επίπεδο μελετών και έρευνας. Με απλά λόγια αντί η ΕΧΑΕ να δαπανά διάφορα κονδύλια σε ελεγκτικές εταιρείες με σκοπό τη λήψη μελετών για την εξαγωγή συμπερασμάτων, τα κονδύλια αυτά να διοχετεύονται στα πανεπιστήμια της Χώρας, με σκοπό την ανάπτυξη ερευνών και συμπερασμάτων. Γενικά θα έπρεπε η ακαδημαϊκή κοινότητα να αποτελεί τον έτερο πόλο συνεργασίας με την ΕΧΑΕ και να τροφοδοτεί με συνεχόμενες έρευνες και μελέτες το σύστημα. Μόνο έτσι θα υπάρξει ουσιαστική διασύνδεση της ΕΧΑΕ με το ακαδημαϊκό σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτής της εξωστρέφειας έχουμε υποβάλει πρόταση εδώ και καιρό στην ΕΧΑΕ, με την οποία την καλούμε να μειώσει κι άλλο την τιμολογιακή της πολιτική αναφορικά με την υπηρεσία παρακολούθησης τιμών σε πραγματικό χρόνο ή να δημιουργήσει κι άλλα πακέτα παρακολούθησης (πχ 5 μετοχών) με σκοπό τη μεγιστοποίηση των επενδυτών που παρακολουθούν ζωντανά την αγορά. Κι αυτό για ποιο λόγο;
Γιατί έχει αποδειχθεί περίτρανα πως ο επενδυτής που παρακολουθεί την αγορά σε ζωντανό χρόνο επταπλασιάζει τις συναλλαγές του σε ετήσια βάση. Άρα μειώνοντας τις τιμές ή διαμορφώνοντας μία νέα τιμολογιακή πολιτική αναφορικά με το monitoring, θα δημιουργηθεί ένα κόστος ευκαιρίας ή κόστος μετασχηματισμού, το οποίο θα επιφέρει θετικά αποτελέσματα στο συνολικό τζίρο και στη ρευστότητα της χρηματιστηριακής αγοράς.