Αν δεν υπάρξει κυβερνητική αυτοδυναμία, το χάσμα μεταξύ υψηλών προσδοκιών και μετεκλογικής πραγματικότητας θα προκαλέσει βίαια απογοήτευση, ανεβάζοντας ξανά τα επιτόκια, παραπέμποντας ξανά στο μέλλον έτοιμες να ξεκινήσουν επενδύσεις και βάζοντας γενικά την οικονομία στη γνωστή περιδίνηση που είδαμε πολλές φορές κατά την διάρκεια της κρίσης, δηλώνει στο liberal.gr, ο Γιώργος Παγουλάτος.
Σχολιάζοντας το καλό σενάριο, αυτό της αυτοδυναμίας, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκτιμά ότι οι αγορές θα αντιδράσουν πολύ θετικά, καθώς πιστεύει ότι μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα θελήσει πολύ γρήγορα να κερδίσει τις εντυπώσεις, λαμβάνοντας αποφάσεις σε σειρά κρίσιμων τομέων, όπως η ΔΕΗ, και το ξεμπλοκάρισμα επενδύσεων σαν το Ελληνικό, δημιουργώντας έτσι, μια έκρηξη αισιοδοξίας και θετικών αυτοεκπληρούμενων προσδοκιών.
Αναφορικά με την στάση των εταίρων, θεωρεί ότι θα ζητήσουν διορθωτικά μέτρα στον προϋπολογισμό του 2020, εάν το εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα υπολείπεται των στόχων, γι' αυτό και εκτιμά ότι η στρατηγική Μητσοτάκη να διεκδικήσει περισσότερο χώρο, μπορεί να υλοποιηθεί, αλλά μετά το 2020, στη βάση πεπραγμένων (και όχι υποσχέσεων) μεταρρυθμίσεων που θα μειώνουν τη γραφειοκρατία, θα βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, θα ξεμπλοκάρουν επενδύσεις.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Στο σενάριο που από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν προκύψει κυβέρνηση και χρειαστεί νέα προσφυγή στις κάλπες, τι θα σήμαινε για την οικονομία, και τις αγορές μια κατάσταση ακυβερνησίας της χώρας;
Οι αγορές, οι επενδυτές, δείχνουν να έχουν προεξοφλήσει μια θετική έκβαση στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, δηλαδή κυβερνητική αλλαγή με αυτοδυναμία. Εάν την επομένη των εκλογών δεν υπάρξει κυβερνητική αυτοδυναμία, το χάσμα μεταξύ υψηλών προσδοκιών και μετεκλογικής πραγματικότητας θα οδηγήσει σε βίαιη απογοήτευση. Στην περίπτωση αυτή τα επιτόκια των ομολόγων (που έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες) θα έπαιρναν ξανά την ανιούσα επιδεινώνοντας το κόστος δανεισμού της οικονομίας, οι δείκτες εμπιστοσύνης στην οικονομία θα επιδεινώνονταν, επενδύσεις που βρίσκονται σε θέση εκκίνησης θα αναβάλλονταν, και η οικονομία θα έμπαινε ξανά σε μια περιδίνηση όπως αυτή που είδαμε στις διάφορες δυσμενείς φάσεις της κρίσης την τελευταία δεκαετία.
- Σήμερα οι αγορές βλέπουν θετικά την αλλαγή πολιτικής σελίδας στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσουν να έχουν την ίδια στάση όταν η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να πάρει τις πρώτες δύσκολες αποφάσεις, για να αντεπεξέλθει στις νάρκες που παραλαμβάνει (ανάκαμψη επενδύσεων, ΔΕΗ, Ασφαλιστικό, κόκκινα δάνεια). Ποια η γνώμη σας;
Νομίζω ότι οι αγορές θα αντιδράσουν πολύ θετικά ακριβώς εάν δουν τη νέα κυβέρνηση να παίρνει άμεσα (μέσα στις πρώτες εβδομάδες) τις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν σε μια σειρά κρίσιμων τομέων (ΔΕΗ, ξεμπλοκάρισμα εμβληματικών επενδύσεων όπως στο Ελληνικό, κόκκινα δάνεια, κλπ). Θα απογοητευθούν στην αντίθετη περίπτωση της αδράνειας ή των περαιτέρω καθυστερήσεων. Πιστεύω ότι μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα θελήσει πολύ γρήγορα να κερδίσει τις εντυπώσεις ώστε να δημιουργήσει μια έκρηξη αισιοδοξίας, εμπιστοσύνης και θετικών αυτεκπληρούμενων προσδοκιών. Γνωρίζω ότι είναι ήδη έτοιμα μια σειρά κρίσιμα νομοσχέδια.
- Πιστεύετε ότι οι δανειστές θα είναι ελαστικοί ή πιεστικοί με την νέα κυβέρνηση; Πόσο δηλαδή στενά είναι τα περιθώρια που αυτή θα έχει προτού ξεκινήσουν οι επόμενες συναντήσεις με τους δανειστές, οι οποίοι εκτιμούν ότι απαιτούνται «διορθωτικά» μέτρα στον προϋπολογισμό του 2020;
Οι εταίροι και δανειστές θα δώσουν στη νέα κυβέρνηση λίγο χρόνο για να δώσει τα πρώτα έμπρακτα δείγματα γραφής. Από αυτά θα εξαρτηθεί και η περαιτέρω στάση τους. Όμως το δημοσιονομικό πλαίσιο στη φάση αυτή είναι δεδομένο. Δεν θεωρώ ότι μπορεί να αλλάξει άμεσα. Επομένως εκτιμώ ότι οι εταίροι θα ζητήσουν διορθωτικά μέτρα στον προϋπολογισμό του 2020, εάν το εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα υπολείπεται των στόχων. Η στρατηγική Μητσοτάκη να διεκδικήσει περισσότερο δημοσιονομικό χώρο μπορεί να υλοποιηθεί μετά το 2020 στη βάση πεπραγμένων (και όχι υποσχέσεων) μεταρρυθμίσεων που μειώνουν το βάρος της γραφειοκρατίας, ξεμπλοκάρουν την έλευση επενδύσεων, και βελτιώνουν την επιχειρηματική ελκυστικότητα και παραγωγική δυνατότητα της χώρας.
- Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε ότι η ελληνική οικονομία έχει κάπως «ανεξαρτητοποιηθεί» από τις διεθνείς τάσεις της οικονομίας, ενόψει κυρίως των εθνικών εκλογών. Ποιες είναι σήμερα οι παγκόσμιες τάσεις στην οικονομία και πόσο πιστεύετε ότι θα μας επηρεάσουν το επόμενο διάστημα;
Η ελληνική οικονομία προχωρά σε αλλαγή κυβέρνησης σε μια διεθνή συγκυρία που έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία. Πρώτον, η αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη του εμπορικού προστατευτισμού της κυβέρνησης Τραμπ δημιουργεί αρνητικές προσδοκίες. Οι τελευταίες ενδείξεις μιας διαφαινόμενης προσέγγισης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν αίρουν αυτή την αβεβαιότητα, δεδομένων των απρόβλεπτων χειρισμών του Αμερικανού Προέδρου.
Δεύτερον, η Ευρωζώνη βαίνει προς οικονομική επιβράδυνση και ο πληθωρισμός δείχνει καθηλωμένος στα χαμηλά επίπεδα του 1%. Αυτό μόνο του είναι αρνητικό. Ωστόσο, τα δεδομένα αυτά έχουν μια θετική επενέργεια, ότι οδηγούν την ΕΚΤ σε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, από την οποία μπορεί να ωφεληθεί και η Ελλάδα. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πάντως ότι η ευνοϊκότερη συγκυρία της ευρωπαϊκής οικονομίας (2015-2018), με ποσοτική χαλάρωση και ισχυρή ανάπτυξη, κλείνει χωρίς η Ελλάδα να έχει πραγματικά επωφεληθεί. Μια τεράστια χαμένη ευκαιρία για τη χώρα.