Οι πολίτες δεν θα πρέπει να περιμένουν σοβαρή βελτίωση στην οικονομική τους κατάσταση, ακόμη και στην περίπτωση που οι εξελίξεις στην οικονομία αποδειχθούν θετικές. Τα λόγια είναι του Γιώργου Οικονομίδη, αναπληρωτή καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, που μιλώντας στο Liberal, επικαλείται την επιστημονική εμπειρία σύμφωνα με την οποία η βελτίωση της ατομικής οικονομικής κατάστασης ακολουθεί πάντα με υστέρηση την θετική πορεία των δεικτών, οι οποίοι άλλωστε δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς.
Σχολιάζοντας την αναιμική οικονομική επίδοση του δεύτερου τριμήνου, και τις τάσεις αποεπένδυσης, θεωρεί ότι θα έπρεπε να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση για μείωση της υπερφορολόγησης, αλλαγή της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής και του τρόπου αντιμετώπισης των επενδύσεων, δίχως τις οποίες ας ξεχάσουμε την ανάπτυξη. Πιστεύει ότι η 3η αξιολόγηση μόνο ευχάριστος περίπατος στην εξοχή δεν θα είναι, ενώ για τις προ ημερών εξαγγελίες του Πρωθυπουργού για προσλήψεις το 2018 στο Δημόσιο, θεωρεί ότι «η αντίληψη πως η διεύρυνση του Δημοσίου, μπορεί να ανασχέσει την ανεργία, είναι όχι μόνο, παρωχημένη και αναποτελεσματική, αλλά και επικίνδυνη».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- To ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους με ρυθμούς μόλις 0,5% έναντι του προηγούμενου, χαμηλότερους δηλαδή των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί. Πως το σχολιάζετε;
Κοιτάξτε, το θετικό είναι πως η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι, έστω με αργό ρυθμό, επιστρέφει σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μετά από μακρόχρονη (με ένα μικρό διάλειμμα) ύφεση. Η πρώτη μου σκέψη, αναπόφευκτα, πηγαίνει στο χρόνο που χάθηκε σε αδιέξοδους πειραματισμούς, ειδικά εντός του 2015, με αποτέλεσμα η οικονομία μας να παραμείνει στάσιμη κάτι που αποτυπώνεται στη χαμηλότερη, από την αναμενόμενη, οικονομική επίδοση. Πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήταν αρκετά διαφορετικά, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το εντελώς ανορθολογικό - από όλες τις απόψεις – πρώτο εξάμηνο του 2015, όπως και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση της δεύτερης αξιολόγησης. Η δεύτερη μου σκέψη, επίσης αναπόφευκτα, επικεντρώνεται στο ακολουθούμενο μείγμα οικονομικής πολιτικής που, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αναπτυξιακό.
- Ίσως η πιο ενδεικτική εξέλιξη του δεύτερου τριμήνου είναι η διψήφια βουτιά των επενδύσεων κατά 17,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Την ανάπτυξη κράτησαν οι αυξημένες εξαγωγές και η μικρή άνοδος των δημοσίων δαπανών. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι η τάση της από-επένδυσης δεν έχει ακόμη αναστραφεί, και ότι μέχρι αυτό να συμβεί, η ανάπτυξη θα παραμένει αναιμική και θα συνεχίζει να στηρίζεται μόνο ως ένα ποσοστό μόνο στη διεύρυνση της εξαγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας. Η χαμηλότερη του εκτιμώμενου μακροοικονομική επίδοση της ελληνικής οικονομίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και αναδεικνύει την αναγκαιότητα άμεσης μεταβολής, αφενός του μείγματος οικονομικής πολιτικής, αφετέρου, του τρόπου αντιμετώπισης των ιδιαίτερα πολύτιμων για κάθε οικονομία ιδιωτικών επενδύσεων, που σύμφωνα με όλες τις επιστημονικές μελέτες, αλλά και τη διεθνή εμπειρία, αποτελούν έναν από τους κυριότερους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης.
- Μετά από επτά χρόνια σε μνημόνια, οι πολίτες περιμένουν από φέτος να δουν πραγματική βελτίωση στην οικονομία, στις προοπτικές της χώρας και στην δική τους θέση. Πιστεύετε ότι θα τα δουν;
Οι πολίτες δεν θα πρέπει να περιμένουν σοβαρή βελτίωση στην οικονομική τους κατάσταση, ακόμη και στην περίπτωση που οι εξελίξεις συνολικά στην οικονομία αποδειχθούν θετικές. Δυστυχώς, όπως μας δείχνει και η επιστημονική εμπειρία από παρόμοιες καταστάσεις, η βελτίωση της ατομικής οικονομικής κατάστασης ακολουθεί με υστέρηση την θετική πορεία των αθροιστικών οικονομικών δεικτών.
- Ενώ η ανάπτυξη είναι ακόμη το ζητούμενο, προ ημερών ο Πρωθυπουργός προανήγγειλε προσλήψεις. Το μήνυμα που ακούγεται γλυκά στα αυτιά των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων ήταν ότι η χώρα θα βγει από τα μνημόνια το 2018 και μετά το Δημόσιο θα ανοίξει ξανά τις πόρτες του; Εσείς πως το αντιλαμβάνεσθε;
Η αντίληψη, κατά την άποψη μου, ότι ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, η περαιτέρω διεύρυνση του Δημοσίου μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτική για την αντιμετώπιση και ανάσχεση της υψηλής ανεργίας είναι, όχι μόνο, παρωχημένη και αναποτελεσματική, αλλά και επικίνδυνη, καθώς υπονομεύει τις όποιες μελλοντικές οικονομικές προοπτικές της χώρας μας και των ανθρώπων της.
Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι αναδιοργάνωση και εξορθολογισμό της λειτουργίας του Δημοσίου ώστε η χώρα μας να αποκτήσει, επιτέλους, ένα σύγχρονο, ευέλικτο και αποτελεσματικό κράτος. Επιπρόσθετα, και περισσότερο αναγκαία, είναι η αναδιοργάνωση αυτή να συνοδευτεί με αναπροσανατολισμό του παραγωγικού προτύπου ώστε να γίνει περισσότερο εξωστρεφές μέσω, μεταξύ άλλων, της διευκόλυνσης και ενθάρρυνσης της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας.
- Ενόψει της επίσκεψης Macron, και της φετινής ΔΕΘ, έχει μπει και πάλι στην πολιτική ατζέντα το θέμα των επενδύσεων. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή επαναλαμβάνουμε την ίδια συζήτηση, μετρώντας τις φτωχές μας επιδόσεις…
Η προσέλκυση επενδύσεων από μία χώρα απαιτεί, πρώτα από όλα, εμπιστοσύνη προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική αλλά και εν γένει προς τους κοινωνικούς και κρατικούς θεσμούς. Απαιτεί, επίσης, μεταξύ άλλων, ένα περιβάλλον φιλικό προς τον επενδυτή και μία σταθερή και ταυτόχρονα λογική φορολογική μεταχείριση. Φοβάμαι, ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, τίποτα από αυτά δεν υφίσταται.
- Την ίδια ώρα που ο Πρωθυπουργός μιλούσε προ ημερών για την σημασία της νέας επένδυσης της Παπαστράτος στον Ασπρόπυργο, ο δήμαρχος Κέρκυρας και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, παρεμπόδιζε τις εργασίες κατασκευής πολυτελούς τουριστικού θερέτρου στην περιοχή Κασσιόπη. Τέτοια αντιφατικά μηνύματα, όπως και αυτό με την Ελληνικός Χρυσός, που οδηγούν;
Όπως σας είπα και προηγούμενα, το ζητούμενο είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης. Τέτοιες ενέργειες, σαν αυτές που περιγράφετε στο ερώτημα σας, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι νόμοι του κράτους από όλες τις εμπλεκόμενες σε μία επένδυση πλευρές, στέλνουν αντιφατικά μηνύματα στους εν δυνάμει (διεθνείς και εγχώριους) επενδυτές, υπονομεύοντας βάναυσα τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
- Συμφωνείτε ότι η πρόκληση της 3ης αξιολόγησης μπορεί να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχε εκτιμήσει η κυβέρνηση λόγω των απαιτήσεων του ΔΝΤ;
Η αίσθηση που έχω, παρότι ειλικρινά εύχομαι να διαψευστώ, είναι ότι η 3η αξιολόγηση, σε καμία περίπτωση, δεν θα είναι ένας ευχάριστος περίπατος στην εξοχή δεδομένου ότι εκτιμώ πως περιλαμβάνει κάποιες δύσκολες – από πολιτικής άποψης – διαρθρωτικές μεταβολές και μεταρρυθμίσεις.
- Ποιες κατά την γνώμη σας είναι οι σοβαρότερες μάχες που θα δώσει η κυβέρνηση με το ΔΝΤ το προσεχές διάστημα; Είναι η απαίτηση του Ταμείου να εφαρμοστούν το 2019 αντί για το 2020 η μείωση του αφορολόγητου, μαζί με την μετάθεση των αντίμετρων από το 2019 στο 2023;
Σίγουρα, η συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ επηρεάζει καθοριστικά τη διαμόρφωση του πλαισίου εντός του οποίου σχεδιάζονται, υλοποιούνται και παρακολουθούνται τα προγράμματα στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Νομίζω ότι το βασικό πρόβλημα, εφόσον το ΔΝΤ παραμείνει στο πρόγραμμα της Ελλάδας, είναι να πειστεί ότι – ελλείψει κάποιας παρέμβασης στο σκέλος του χρέους - τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί είναι επιτεύξιμα και, ταυτόχρονα, ότι οι πρόσφατες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα το έχουν καταστήσει βιώσιμο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι πιέσεις, αφενός να εφαρμοστεί από το 2019 η μείωση του αφορολόγητου, αφετέρου να μετατεθεί η υλοποίηση των όποιων αντίμετρων το 2023.
- Μια άλλη πρόκληση είναι η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2018. Υπάρχει πιθανότητα οι δανειστές να ζητήσουν πρόσθετα μέτρα αν συνεχιστεί η πορεία υστέρησης των εσόδων (-730 εκατ. ευρώ στο επτάμηνο);
Καλό θα είναι να περιμένουμε να δούμε πως θα κινηθούν τα έσοδα τους πρώτους εννέα μήνες, προτού οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, θεωρώ ότι σε περίπτωση που συνεχιστεί η πορεία υστέρησης των εσόδων θα απαιτηθούν παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν την επίτευξη των πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί τόσο για το τρέχον όσο και για τα επόμενα έτη. Το εύρος των παρεμβάσεων αυτών, προφανώς, θα εξαρτηθεί από το εύρος της όποιας (αν υπάρξει τελικά) υστέρησης.
- Ανάμεσα στις προκλήσεις είναι και το θέμα των τραπεζών, όπου το ΔΝΤ ζητά να προβλεφθούν διαθέσιμα 10 δισ ευρώ για μια ακόμη ανακεφαλαιοποίησή τους. Πιστεύετε ότι η κουβέντα αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί τοξική για τις τράπεζες, για την κυβέρνηση και συνολικά για την χώρα;
Είναι, απολύτως, απαραίτητο να ολοκληρωθεί η αναδιάρθρωση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, προκειμένου αυτό να παίξει τον ρόλο του ως καταλύτης στη διαδικασία ανάπτυξης της χώρας μας. Αυτό, ωστόσο, δεν πρόκειται να συμβεί όσο το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν επιλύεται με τρόπο οριστικό. Υποθέτω ότι οι καθυστερήσεις, στο θέμα αυτό, είναι που προκαλούν τις σχετικές συζητήσεις περί μίας μελλοντικής ανά-κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Οι συζητήσεις αυτές υπονομεύουν τις προσπάθειες ανάκτησης της εμπιστοσύνης όχι μόνο των εμπορικών τραπεζών, αλλά και της χώρας συνολικά θέτοντας την σε κατάσταση «αναμονής».