Του Γιώργου Φλωρίδη
Οι δύο κορυφαίες εθνικές προτεραιότητες του σύγχρονου ελληνισμού για να επιβιώσει και να εξελιχθεί, μέσα σ' ένα ασταθές και ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, είναι η ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητικού επεκτατισμού εξ Ανατολών και η αποτροπή ενός αυτόνομου αλυτρωτικού «εθνομακεδονισμού» στα βόρεια σύνορά του.
Η Ελλάδα, διακηρύσσοντας επανειλημμένα την προσήλωσή της στην εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αλλά και στην επιλογή της διπλωματικής οδού για τις προκύπτουσες διαφορές, είναι αδιανόητο και εθνικά επικίνδυνο ν' αποδεχτεί επιθετικά αναθεωρητικές και εν δυνάμει αλυτρωτικές συμπεριφορές, που θίγουν τα εθνικά της συμφέροντα και θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα της περιοχής.
Η αντιμετώπιση, λοιπόν, του τουρκικού αναθεωρητικού επεκτατισμού και ο μεθοδικά επιδιωκόμενος αλυτρωτικός «μακεδονισμός» δεν αποτελούν συγκυριακές αποτρεπτικές επιλογές για τη χώρα. Είναι σημεία στρατηγικής εθνικής άμυνας, είναι αυτό που έχει καταγράψει η ελληνική ιστορία με τον όρο «Θερμοπύλες». Αρα, σε καμία περίπτωση τέτοια κομβικά εθνικά σημεία δεν μπορεί ν' αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα ενός τακτικισμού, δηλαδή ως ανταλλακτικά σημεία μιας καλής διπλωματικής συμφωνίας, όπου μετράμε συμψηφιστικά κέρδη και ζημίες.
Κάθε εθνικό πρόβλημα έχει κάποιο σημείο-κλειδί για κάθε χώρα και αυτό για την Ελλάδα, στην πρόσφατη διπλωματική διαπραγμάτευση, ήταν ένα: Να μην «ξεκλειδωθεί», δηλαδή να μη νομιμοποιηθεί «μακεδονικό» έθνος, με ταυτότητα και γλώσσα. Η αποδοχή του εθνομακεδονισμού είναι το όχημα του αλυτρωτισμού και τώρα, αλλά κυρίως στο βάθος του ιστορικού χρόνου. Είτε διατυπώνεται είτε όχι. Είτε γράφεται είτε όχι. Και δεν μετριέται μόνο με την αυτόνομη ισχύ του, όπως αφελώς λέγεται, διότι εύκολα μπορεί να προκύψουν και συμμαχικές δυνάμεις υποκίνησης. Επιπρόσθετα, το ισχυρό χαρτί του εθνομακεδονισμού δεν ήταν η όποια μέχρι σήμερα διεθνής αναγνώριση, αλλά η τωρινή δική μας νομιμοποίηση. Αλλωστε, αν ήταν αρκετή για τους Σκοπιανούς η αναγνώρισή τους από 140 χώρες ως «Μακεδονία», όπως επιπόλαια αναφέρουν κάποιοι, τότε δεν θα επεδίωκαν την με κάθε τρόπο αναγνώρισή τους, ως «Μακεδόνων» που ομιλούν τη «Μακεδονική» γλώσσα, από την Ελλάδα.
Γιατί, όμως, υπάρχει αυτή η ρηχή και επιδερμική προσέγγιση της κυβερνητικής διαχείρισης στα εθνικά θέματα, που δείχνει έλλειψη διορατικότητας έως και αφέλεια; Γιατί ο κ. Τσίπρας νιώθει άνετα ως εθνικός διαχειριστής και γιατί ο κ. Κοτζιάς, ως «εθνικός λύτης», διατυμπανίζει ότι, πριν πάει διακοπές, θα λύσει και το αλβανικό και, ενδεχομένως, μόλις γυρίσει να λύσει και τα δυσκολότερα ελληνοτουρκικά; Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί ευρύτερα από πού προκύπτει αυτή η άνεση διαχείρισης των εθνικών ζητημάτων από τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα σε μια ιδιαίτερη συγκυρία γεωπολιτικής ρευστότητας και αυξημένου εθνικού ρίσκου.
Συστατικά και φυσιογνωμικά, ο ΣΥΡΙΖΑ, και η ελληνική Αριστερά γενικότερα, έχει μια καθαρά εργαλειακή αντίληψη για το έθνος. Το εθνικό χρησιμοποιείται ως εργαλείο από το ταξικό. Το εθνικά ζητήματα, και τα προβλήματα που προκύπτουν απ' αυτά, υποτάσσονται στο ταξικό στοιχείο πασπαλισμένο με ολίγη σάλτσα διεθνισμού. Τα ταξικά συμφέροντα αποκτούν απόλυτη προτεραιότητα, ενώ αντίθετα αποκτούν μειωμένο βάρος και υποβαθμίζονται οι σοβαρές πτυχές των εθνικών προβλημάτων. Αν μελετήσει κάποιος το πώς διαφοροποιούσε τις θέσεις της η Αριστερά για το μακεδονικό ζήτημα, μεσούντος του εμφυλίου πολέμου -από την ισοτιμία της «μακεδονικής» μειονότητας ακολούθησε η θέση για αυτονομία της «Μακεδονίας» και μετά πέρασε στην απόσχιση από τον εθνικό κορμό- θα καταλάβει εμπράκτως και ιστορικά τι σημαίνει εργαλειοποίηση του εθνικού ζητήματος.
Σε δεύτερο επίπεδο, η Αριστερά, επειδή δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εθνική ηγέτιδα δύναμη, καταφεύγει στη σύγχυση του εθνικού με το εθνικιστικό. Ενώ ο εθνικιστικός ηγεμονισμός και ο ρατσισμός σαφώς διακρίνονται από την εθνική-πατριωτική αντίληψη και πρακτική, η Αριστερά οδηγείται σε σύγχυση, με ακραία κατάληξη να ταυτίζει το εθνικό αίσθημα και την εθνική στάση με την ακροδεξιά και τον φασισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα σχόλια του ΣΥΡΙΖΑ για τα μεγάλα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, καθώς και η αντίδρασή του στις πρόσφατες αποδοκιμασίες στελεχών της κυβέρνησης, που εκλαμβάνονται και παρουσιάζονται ως χρυσαυγιτισμός.
Μέσα από τέτοιες ιδεολογικές βάσεις, εθνικής ελλειμματικότητας και ελλειπτικότητας θα έλεγα, είναι εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε κινήσεις «επίλυσης» εθνικών ζητημάτων, με πρωτεύοντα κριτήρια την εξυπηρέτηση των συμμαχικών γεωπολιτικών επιδιώξεων, την προσπάθεια αποκόμισης οφέλους και ανταλλαγμάτων στο πεδίο της οικονομίας και, βεβαίως, την επιδίωξη στόχων, όπως η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, που συνδέονται με ιδιοτελή κομματικά και εξουσιαστικά συμφέροντα.
Αναπόφευκτα και μοιραία, όλη αυτή η υποτιμητική φιλοσοφία του ΣΥΡΙΖΑ για το εθνικό ζήτημα τον φέρνει σε μετωπική σύγκρουση με το εθνικό αίσθημα της κοινωνίας. Μια ελληνική κοινωνία καθόλου επιθετική, ρατσιστική, σοβινιστική και πολεμοκάπηλη, αλλά εθνικά πληγωμένη, έντονα ταλαιπωρημένη και πολλαπλά εξαπατημένη από τον ίδιο τον χειριστή της πρόσφατης συμφωνίας. Μια κρίσιμη εδώ επισήμανση: το εθνικό αίσθημα το βιώνει και το διαχειρίζεται ο ίδιος ο πολίτης και δεν είναι αντικείμενο υποσχέσεων και παροχών από τη μεριά της εξουσίας.
Αυτό, λοιπόν, δεν μπορεί να το καταλάβει ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ, διότι δεν του το επιτρέπει η ίδια του η φυσιογνωμία. Γι' αυτό και θα προσκρούσει με πολιτικό πάταγο, εισπράττοντας πολιτικά αποτελέσματα στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, απ' ό,τι ανταλλακτικά, εφήμερα και ιδιοτελώς επεδίωκε. Πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει ότι το μόνο που κατάφερε είναι ότι άνοιξε διάπλατα τον δρόμο ευρύτερων πολιτικών μετακινήσεων, που θα οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία σύντομα σε μια σαρωτική πολιτική αλλαγή.
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Κυριακής 24 Ιουνίου 2018.