H συζήτηση για την αύξηση της ζήτησης φυσικών πόρων σε όλον τον πλανήτη, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Η πληθυσμιακή αύξηση, η αύξηση της «μεσαίας οικονομικής τάξης» σε παγκόσμιο επίπεδο, η ραγδαία αστικοποίηση, μαζί με την αυξανόμενη αγοραστική δύναμη των λαών της Νοτιοανατολικής Ασίας, έχουν προκαλέσει μια ανισορροπία, ανάμεσα στη ζήτηση και στην προσφορά των φυσικών πόρων.
Η επάρκεια σε νερό, σε βασικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, σε καλλιεργήσιμα εδάφη, σε μεταλλεύματα και σε λοιπά ορυκτά, αποτελούν περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας και της κοινωνικής εξέλιξης. Ο για πολλά χρόνια εφησυχασμός, σχετικά με τις «δυνατότητες της Γης», να διαθέτει και να προσφέρει χωρίς δυσκολίες τους φυσικούς της πόρους στους κατοίκους της, έχει αρχίσει να δίνει σταδιακά τη θέση του σε μια σειρά από αμφιβολίες και ανησυχίες. Για παράδειγμα, ένα νέο στρέμμα που απαιτείται για καλλιεργήσιμη γη, ή για κτηνοτροφική βοσκή, αντιστοιχεί σε ένα στρέμμα δασικής έκτασης ή ελεύθερου φυσικού περιβάλλοντος, που πρέπει να αποψιλωθεί. Η πραγματικότητα της επέκτασης της καλλιεργήσιμης γης, εις βάρος της ζούγκλας του Αμαζονίου, μας δίνει μια ρεαλιστικότατη αποτύπωση του προβλήματος.
Η Global Footprint Network σε έκθεση της το 2019, προειδοποιούσε για την υπερκατανάλωση των φυσικών πόρων και την αδυναμία της ταχείας φυσικής αναπλήρωσης και ανανέωσης τους, από το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη. Σύμφωνα με την έκθεση, η ανθρωπότητα καταναλώνει σήμερα τους πόρους του πλανήτη, 1,75 φορές ταχύτερα από τις δυνατότητες, που έχουν τα οικοσυστήματα να τους ανανεώνουν και να τους αναγεννούν.
Η λύση βρίσκεται στην τεχνολογία. Μέσω της τεχνολογίας μπορούν να αναπτυχθούν βιώσιμες λύσεις για την οικονομικότερη και αποδοτικότερη χρήση των φυσικών πόρων και μπορούν να ανακαλυφθούν εναλλακτικές πηγές. Μέσω της τεχνολογίας μπορούν να δοθούν λύσεις στις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την υπερεκμετάλλευση και σπατάλη των υδάτινων πόρων, των αγροτικών εκτάσεων και των ενεργειακών πηγών.
Και υπήρχε η αίσθηση, ότι η ανθρωπότητα σε αυτήν τη μάχη είχε απέναντι της, μόνο τον χρόνο. Σχεδίαζε την επόμενη ημέρα, με μοναδικό γνώμονα την αποφυγή της καταστροφής του πλανήτη.
Σήμερα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα πράγματα έχουν πάρει μια εντελώς διαφορετική τροπή. Οι φυσικοί πόροι αποτελούν πλέον ένα δυνατό οικονομικό όπλο, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό εργαλείο και ένα χοντρό σκοινί, που κάλλιστα μπορεί να οδηγήσει τον πλανήτη σε πνιγμό. Όταν για παράδειγμα το νερό, το σιτάρι, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και οι βιομηχανικές πρώτες ύλες γίνονται όπλα στα χέρια ανελεύθερων καθεστώτων, τότε η λύση δεν μπορεί είναι μόνο θέμα της τεχνολογίας. Ειδικά όταν αυτά τα ανελεύθερα ολοκληρωτικά καθεστώτα, δεν ακολουθούν τις αποφάσεις των διεθνών οργανισμών για την προστασία του πλανήτη, ρυπαίνοντας αλόγιστα το περιβάλλον.
Το βάρος των αποφάσεων πέφτει στις πλάτες που πολιτικού κόσμου, που πρέπει να αποφασίσει τις επόμενες άμεσες κινήσεις, αλλά και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η τεχνολογία είναι το εργαλείο. Κι εδώ η Δύση, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα. Ωστόσο οι αποφάσεις πρέπει να είναι βαθιά πολιτικές και ριζοσπαστικές. Οτιδήποτε δημιουργεί στρεβλώσεις, πρέπει να αλλάξει. Οτιδήποτε προσφέρει λύσεις, πρέπει να ενισχυθεί. Στη σκακιέρα της μάχης των φυσικών πόρων, υπάρχουν τρόποι, που θα επιτρέψουν στη Δύση να μην χάσει την παρτίδα, με ένα «ρουά ματ». Αρκεί οι πολιτικοί να σκεφτούν και να σχεδιάσουν «έξω από το κουτί», γιατί βρισκόμαστε σε ένα πόλεμο, που μπορεί να μας εξοντώσει.