Του Θεοφάνη Τάση*
"... το μοναδικό πράγμα που μας έδινε ασφάλεια στη Γη ήταν η βεβαιότητα όταν αυτός ήταν πάντα εκεί, απρόσβλητος από λοιμό και τυφώνες... απρόσβλητος από τον χρόνο, αφιερωμένος στη μεσσιανική ευτυχία του να σκέπτεται για εμάς, γνωρίζοντας ότι γνωρίζαμε πως δεν θα έπαιρνε καμία απόφαση που δεν θα ήταν στα μέτρα μας, διότι δεν είχε επιβιώσει τα πάντα λόγω του ασύλληπτου κουράγιου του ή της άπειρης φρόνησης, αλλά επειδή ήταν ο μόνος ανάμεσά μας ο οποίος γνώριζε το πραγματικό εύρος του πεπρωμένου μας" (Gabriel Garcia Marquez, Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη).
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη μακροχρόνια παραμονή της κυρίας Merkel στην εξουσία οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν τη βαθιά επιφυλακτικότητα των Γερμανών απέναντι στο πολιτικό χάρισμα μετά την καταστροφική εμπειρία του ναζισμού και το ανεξίτηλο στίγμα του Ολοκαυτώματος. Ο μοναδικός μεταπολεμικός καγκελάριος που υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, χαρισματικός ήταν ο Willy Brandt. Έκτοτε οι Γερμανοί επιλέγουν πραγματιστές πολιτικούς οι οποίοι ενσαρκώνουν τις κοινές μεταπολεμικές αξίες και είναι συνήθως συντηρητικοί ακόμη και όταν πρόκειται περί σοσιαλδημοκρατών όπως ο Schmidt που είχε δηλώσει το περίφημο: "Όσοι έχουν οράματα καλύτερα να επισκεφθούν έναν ιατρό". Οι Γερμανοί αναγνωρίζουν σ'' αυτούς τους πολιτικούς τον καλύτερό τους εαυτό απορρίπτοντας όσους απευθύνονται στις χειρότερες πλευρές του θυμικού τους. Η Merkel δίχως όραμα, μετριοπαθής, εργατική, οξυδερκής, υπομονετική και επίμονη λειτουργεί ως ένα στοργικό υπερέγω πολλών γερμανών πολιτών. Όμως η παραμονή της στην εξουσία ευνοείται επίσης από την εύλογη άνοδο του συντηρητισμού σε μια εποχή αβεβαιότητας και ραγδαίων αλλαγών δίχως ωστόσο η ίδια να είναι καθαρόαιμη συντηρητική.
Η Merkel αναγνώρισε νωρίς ότι ο συντηρητισμός γοητεύει στη θεωρία, αξιοποιώντας την νοσταλγία, αλλά απογοητεύει στην πράξη. Σήμερα η Γερμανία, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι, χάρη και στην Merkel, πιο κοσμοπολιτική, πιο φιλελεύθερη, πιο πολυπολιτισμική και πιο ευημερούσα από ποτέ. Έτσι οι εκφραστές του συντηρητισμού ενδίδουν αναγκαίως στον πραγματισμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η Γερμανία δεν έχει προβλήματα. Η πλειονότητα των ανέργων στην χώρα είναι μορφωμένοι νέοι, ενώ όσοι νέοι απασχολούνται εργάζονται συνήθως με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου και μικρές αμοιβές χρηματοδοτούμενοι μέχρι ενός σημείου από την οικογένεια. Παραδόξως, οι νέοι Γερμανοί αν και πολιτικά ενεργοί δεν αγωνίζονται τόσο για την κοινωνική δικαιοσύνη, όσο υπέρ των προσφύγων, ενάντια στα μεταλλαγμένα τρόφιμα και υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων. Αυτό δεν οφείλεται στην αδιαφορία για τις οικονομικές ανισότητες, αλλά στην επικράτηση μιας αρχής της προσωπικής ευθύνης που ενισχύει την αίσθηση ελευθερίας η οποία δεν εκχωρείται με αντάλλαγμα κρατικές κοινωνικές παροχές. Οφείλεται επίσης σ'' έναν αντικαταναλωτικό και μινιμαλιστικό τρόπο ζωής που θεραπεύεται από πολλούς γερμανούς νέους ως κριτική στον καπιταλισμό.
Αλλά ο συντηρητισμός δεν αδυνατεί μόνο να προσφέρει λύσεις στο ζήτημα της ανεργίας των νέων, στο οποίο άλλωστε ούτε η Merkel έχει να προτείνει κάτι, χάνει έδαφος επίσης στο ζήτημα της εθνικής ταυτότητας έναντι της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για την Γερμανία. Η τελευταία κατακεραυνώνει την διαπιστωμένη έλλειψη πατριωτισμού και περηφάνιας για τα επιτεύγματα της χώρας αποδίδοντάς τις στην ενοχή για το ναζιστικό παρελθόν. Διαμορφώνει την δημόσια συζήτηση εστιάζοντας στην ασυμβατότητα του Ισλάμ με τον γερμανικό πολιτισμό, αλλά και στην γλώσσα στηλιτεύοντας την κυριαρχία των αγγλικών τόσο στις εγχώριες ελίτ όσο επίσης στην καθημερινότητα των νέων. Απαντώντας, με τον πλέον μισαλλόδοξο τρόπο, στο ερώτημα "ποιοί είμαστε;" η Εναλλακτική για τη Γερμανία συγκεντρώνει έναν ολοένα μεγαλύτερο αριθμό οπαδών εξαργυρώνοντας οργή, φθόνο, φόβο και μνησικακία ιδίως στα κρατίδια της πρωήν ανατολικής Γερμανίας.
Μετά την τέταρτη εκλογική της νίκη η οποία σηματοδοτεί, πιθανότατα, την τελευταία θητεία της η κυρία Merkel δεν διαθέτει την πολυτέλεια ν'' αγνοήσει τα παραπάνω. Επιπλέον, μπορεί να λειτουργήσει πλέον απελευθερωμένη σκεπτόμενη την εδραίωση της υστεροφημίας της. Θα το πράξει εξακολουθώντας να διαχειρίζεται φρόνιμα (κατ'' άλλους δειλά, άβουλα και δίχως όραμα) το παρόν ή προχωρώντας σε τομές αναγκαίες τόσο για την Γερμανία όσο και για την Ευρώπη βάζοντας τα θεμέλια ενός δημοκρατικότερου και ειρηνικότερου μέλλοντος; Σίγουρο είναι ότι από την ημέρα της εκλογής της θα ξεκινήσουν οι αγώνες για την διαδοχή εντός του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος καθώς αυτό θα προετοιμάζεται να κινηθεί περισσότερο στα δεξιά ως αντίδραση στην κίνηση προς το κέντρο των τελευταίων δεκαετιών την οποία εγκαινίασε η Merkel καθιστώντας το οικολογικότερο, κοινωνικά πιο αλληλέγγυο και φιλικότερο στην συμμετοχή των γυναικών στην διακυβέρνηση.
Ιδίως μια συνεργασία με τους Φιλελεύθερους θα ενισχύσει αυτή την αντίδραση που θα εκφραστεί σε μια αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική, αλλά και σε περισσότερη ανεκτικότητα προς τον επεκτατισμό και την αυταρχικότητα της Ρωσίας. Όσον αφορά την Ελλάδα οι Φιλελεύθεροι δεν είναι ενάντια σε μια ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και επιθυμούν την διάλυση του ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας. Οι Φιλελεύθεροι ανανεωμένοι με μια νεότερη γενιά στελεχών υπό την ηγεσία του φωτογενούς Lindner θα προκαλούν την Merkel στα παραπάνω ζητήματα δημιουργώντας μια φρέσκια, δυναμική, αλλά συγχρόνως πιο άπειρη και απρόβλεπτη διακυβέρνηση. Από την άλλη μια συνεργασία των Χριστιανοδημοκρατών με τους Πράσινους, την οποία προτιμά η Merkel, φαίνεται πιθανή μόνο αν το ποσοστό των Φιλελεύθερων είναι αρκετά χαμηλότερο από των Πρασίνων. Σε αυτή την περίπτωση θα δούμε μια ωριμότερη, αλλά πιθανώς λιγότερο τολμηρή συγκυβέρνηση η οποία μάλλον θα συνεχίσει, λίγο έως πολύ, τις πολιτικές της τελευταίας τετραετίας. Αρκετά απίθανη μοιάζει μια συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, επειδή η συνέχιση της, επί δυο σχεδόν δεκαετίες, συγκυβέρνησης θα έδινε την χαριστική βολή στην ιδεολογική ταυτότητα των τελευταίων, αλλά κυρίως θα ενίσχυε επικίνδυνα την Εναλλακτική για την Γερμανία.
Η πολύχρονη φθορά των Σοσιαλδημοκρατών υποβάθμισε την ποιότητα της γερμανικής δημοκρατίας ψύχοντας την πολιτική αντιπαράθεση και μειώνοντας τις πολιτικές επιλογές. Το σύνθημα της Merkel "μέτρο και κέντρο" οδήγησε σε μια πολιτική ευρείας συναίνεσης μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών εξασθενώντας το αγωνιστικό στοιχείο της δημοκρατίας και ευνοώντας την άνοδο της Εναλλακτικής για την Γερμανία. Σε αυτήν συνεισέφερε μέχρι ενός σημείου και η αδυναμία συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατίας και Αριστεράς την οποία εκμεταλλεύτηκε άριστα η Merkel και που οφείλεται τόσο στις προσωπικότητες των ηγετών τους όσο και σε ιστορικούς λόγους. Η μεν Αριστερά εξακολουθεί να κατηγορεί τους Σοσιαλδημοκράτες για το ότι είναι συνυπεύθυνοι για την δολοφονία της Rosa Luxemburg και την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών. Οι δε Σοσιαλδημοκράτες κατηγορούν την Αριστερά ότι οι κομμουνιστές πολέμησαν πρωτίστως τους Σοσιαλδημοκράτες οδηγώντας τον Hitler στην εξουσία. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι η Αριστερά, ως συνέχεια του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, δεν λειτουργεί απλώς ως κόμμα, αλλά και ως χώρο ομαδικής ψυχοθεραπείας για την γενιά του τραύματος της πτώσης του τείχους. Ένας χώρος που επιτρέπει την διατήρηση της πολιτικής ταυτότητας και την υπεράσπιση της προσωπικής βιογραφίας.
Παρά την βαθμιαία ταύτιση των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών στον χώρο του κέντρου η γερμανική δημόσια σφαίρα αντέκρουσε εν πολλοίς επιτυχώς την διασπορά ψευδών ειδήσεων, παρέμεινε απρόσβλητη από τον ιό της μεταλήθειας και αναχαίτησε την διάδοση του αυταρχικού εθνολαϊκισμού στην Ευρώπη. Εντούτοις, η αποχή σ΄αυτές τις εκλογές αναμένεται να κυμαίνεται σε υψηλά ποσοστά γύρω στο 30% και οι συγκεντρώσεις της Εναλλακτικής για την Γερμανία γίνονται μαζικότερες και βιαιότερες. Παράλληλα, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε κρίση μετά από το σκάνδαλο της μέτρησης των ρύπων και η γερμανική οικονομία συνολικά δεν είναι αρκετά ψηφιακή. Όσον αφορά την θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη η εστίαση μεταπολεμικά στην οικονομία, η έλλειψη εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης κατά το γαλλικό παράδειγμα, η έλλειψη ενός υψηλής ποιότητας μηχανισμού παραγωγής εξωτερικής πολιτικής όπως το βρετανικό Foreign Office συνέβαλλαν στην απροθυμία της ν'' αναλάβει μια πολιτική ηγεμονία για την οποία γνωρίζει ότι είναι ανέτοιμη. Ωστόσο η εκλογή του Macron στη Γαλλία και η επανεκλογή της Merkel ίσως εκκινήσουν μια γόνιμη δυαρχία αρχής γενομένης με ένα γάλλο υπουργό ευρωοικονομικών και έναν γερμανό διευθυντή της κεντρικής ευρωπαϊκής τράπεζας.
Ανεξάρτητα από τον συνδυασμό κυβερνητικών κομμάτων η Γερμανία οφείλει ν'' αναλάβει την ιστορική της ευθύνη επαναπροσδιορίζοντας τι σημαίνει σήμερα να είναι κανείς Γερμανός ώστε να ενδυναμώσει τον ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο όχι μόνο ως οικονομικής υπερδύναμης, αλλά και ως φάρου δικαιοσύνης και ελευθερίας. Αυτός ο ρόλος προϋποθέτει την καλλιέργεια μιας ευρωπαϊκής συνείδησης στην οποία η Γερμανία πρέπει να πρωτοστατήσει. Ως αυτουργός των δυο μεγάλων ευρωπαϊκών εμφυλίων πολέμων οφείλει να επωμιστεί το ημιτελές, σύμφωνα με τον Habermas, πρόταγμα της νεωτερικότητας, δηλαδή την συντελούμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αλλά ως γνωστόν θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Η κυρία Merkel διαθέτει αρετή μένει να φανεί αν διαθέτει και τόλμη, αλλά κυρίως όραμα.
*Ο Θεοφάνης Τάσης διδάσκει Σύγχρονη Φιλοσοφία στο Alpen-Adria Universitat και είναι μέλος της Ανθρωπιστικής Ακαδημίας του Βερολίνου.