Του Κώστα Υφαντή *
Το καλοκαίρι συμπληρώνονται σχεδόν δύο χρόνια στα οποία η τουρκική συμπεριφορά σε όλα τα επίπεδα διάδρασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο γίνεται ολοένα και πιο απρόβλεπτη ολοένα και πιο έτοιμη να δικαιώσει το στερεότυπο του αναθεωρητικού δρώντος. Η ένταση στο Αιγαίο είναι μία κατάσταση εγγενής για την ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική εδώ και δεκαετίες. Από το 1974 στο γράφημα της έντασης καταγράφεται μία κρίση κάθε πέντε με δέκα χρόνια. Η περίοδος 1999-2017 είναι το μεγαλύτερο διάστημα όπου η ένταση ήταν αρκούντως χαμηλή ώστε οι διμερείς σχέσεις να αναπτυχθούν σε πολλά πεδία χωρίς να επιχειρήσουμε να λύσουμε τα παραδοσιακά προβλήματα.
Αυτή η περίοδος επέτρεψε στον Tayyip Erdogan να κατοχυρώσει την παρουσία του στο εσωτερικό της χώρας. Έχει καταφέρει να υπονομεύσει την ηγεμονία των Κεμαλικών πολιτικών και κοινωνικών πυλώνων του τουρκικού κράτους αλλά την ίδια στιγμή έχει καταφέρει να απομονώσει την Τουρκία στο ευρύτερο περιφερειακό σύστημα καθώς ο ισλαμογενής αναθεωρητισμός του AKP ήλθε σε ευθεία σύγκρουση με τις γεωπολιτικές σταθερές προτιμήσεις περιφερειακών παραγόντων και εξωτερικών δυνάμεων.
Οι διαψεύσεις των τουρκικών προσδοκιών στη Συρία, το Ιράκ, την Αίγυπτο και αλλού ακύρωσαν πολλές από τις εσωτερικές επιλογές του Τ. Erdogan και κατέστησαν την προοπτική της νίκης από τον πρώτο γύρο στις επόμενες εκλογές λιγότερο σίγουρη. Η συνεργασία με το εθνικιστικό κόμμα καταδεικνύει την χωρίς επιφύλαξη στροφή προς ένα αφήγημα επικίνδυνο και αποσταθεροποιητικό.
Στη Συρία η τουρκική επιχείρηση παρά τον ασφυκτικό έλεγχο την ενημέρωσης δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες και εκτιμήσεις. Ο Τούρκος Πρόεδρος είναι έτοιμος να ανεβάσει τους τόνους με κάθε ευκαιρία και να στοχοποιήσει όλους εκείνους τους παράγοντες που δεν διευκολύνουν τις τουρκικές επιδιώξεις. Η τελευταία φραστική επίθεση κατά των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας για την απόφαση κατάπαυσης του πυρός στην Συρία είναι ενδεικτική. Είναι γεγονός ότι οι γεωπολιτικές ανησυχίες και ανασφάλειες της Τουρκίας στην Συρία – σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένες – και η αδυναμία να κινητοποιήσει συμμάχους και φίλους επιτείνουν την σύγχυση και την απογοήτευση της Άγκυρας η οποία αντιδρά στην «πολύτιμη απομόνωσή» της με επιθετικότητα και απειλές.
Σε αυτήν την κατάσταση, το τελευταίο που θα ήταν έτοιμη να καταπιεί η Άγκυρα είναι η πρόοδος στην έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην Κυπριακή ΑΟΖ. Αν στη Συρία υπάρχουν παράγοντες που η Τουρκία δεν είναι σε θέση να προκαλέσει, ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός στην Κύπρο και το Αιγαίο αντιμετωπίζεται πλέον ως ήττα που δεν συγχωρείται. Για την τουρκική εξωτερική πολιτική Αθήνα και Λευκωσία δεν είναι ξεχωριστοί αυτόνομοι παίκτες. Κυπριακό και Αιγαίο είναι ζητήματα που αντιμετωπίζονται στην τουρκική στρατηγική αντίληψη ως οργανικά συνδεδεμένα ζητήματα.
Η Αθήνα ενώ είχε το χρόνο να διαβάσει σωστά και την δική της (μας) αδυναμία, το πιο αρνητικό ισοζύγιο ισχύος από το 1974, τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία ιδιαίτερα μετά το καλοκαίρι του 2016 αντιμετώπισε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ωσάν να μην είχε αλλάξει τίποτε. Η Αθήνα απέτυχε να αξιολογήσει τις τουρκικές «αγωνίες» και κόκκινες γραμμές όπως διατυπώνονταν και διατυπώνονται με κάθε ευκαιρία από τον Τούρκο Πρόεδρο. Ακόμα και όταν άρχισαν οι φραστικές παρενοχλήσεις εδώ και μερικούς μήνες η αντίδρασή μας υπήρξε σχεδόν αστεία. Από την μία το ΥΠΕΞ να αντιδρά με την παραδοσιακή επιχειρηματολογία και από την άλλη η ηγεσία του ΥΠΕΘΑ να κλιμακώνει την αντιπαράθεση.
Αλλά ακόμη και αν υπήρχε η αίσθηση ότι η Τουρκική πρακτική έχει επιστρέψει σε άλλες εποχές δεν έγινε τίποτε για να αποτραπεί η κλιμάκωση. Από τον εμβολισμό του σκάφους στα Ίμια, στην σύλληψη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων στον Έβρο. Μία κλιμάκωση που δυστυχώς αδυνατούμε να ελέγξουμε. Η Άγκυρα κάθε φορά που λέμε ή κάνουμε κάτι απαντά εγκλωβίζοντάς μας ανάμεσα σε μία κακή και μία χειρότερη επιλογή. Λίγο ακόμη και θα σταματήσουν οι περιπολίες στα σύνορα όπως σταμάτησαν οι προσεγγίσεις ελληνικών σκαφών στα Ίμια. Δεν είμαι σίγουρος ότι η Τουρκία εφαρμόζει τακτικές υβριδικού πολέμου όπως υποστήριξε πρόσφατα ο εξαιρετικός συνάδελφος και φίλος Μάνος Καραγιάννης. Θα έλεγα ότι Τουρκική πολιτική θυμίζει περισσότερο την πολιτική πίεσης των Σοβιετικών στην Φινλανδία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου παρά την Ρωσική πολιτική στην Ουκρανία και την Κριμαία που ταυτίστηκε με την σύγχρονη εκδοχή του υβριδικού πολέμου. Σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία είναι ότι μην μπορώντας να ελέγξουμε τον ρυθμό αύξησης της έντασης καταλήγουμε να ελπίζουμε σε μία δήλωση των Ευρωπαίων εταίρων μας, σε ένα ευνοϊκό tweet του Αμερικανού πρέσβυ, σε μία παρέμβαση του ΓΓ του ΟΗΕ (αγνοώντας και αυτά που μαθαίνουν πρωτοετείς φοιτητές στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο). Όμως η ελπίδα δεν είναι στρατηγική.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Παν/μιο και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has στην Κωνσταντινούπολη