Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*
Τι μας είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο οποίος τυγχάνει και νομικός, για την πρόταση της μεταφοράς της φορολόγησης των ακινήτων στους δήμους; Ότι αυτή, κατά τη γνώμη του, «είναι απολύτως και αναμφισβήτητα αντισυνταγματική».
Λυπάμαι, αλλά από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει απολύτως άδικο. Δεν γνωρίζω εάν πριν διατυπώσει δημοσίως την άποψή του συμβουλεύτηκε την άμισθη νομική σύμβουλο του πρωθυπουργού, αλλά εάν κρίνω από το μέγεθος του νομικού λάθους του, μάλλον αυτό συνέβη.
Επί του θέματος, το άρθρο 102 παράγραφος 5 τελευταίο εδάφιο του Συντάγματος ορίζει επί λέξει: «Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το Κράτος. Κάθε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τον καθορισμό και την είσπραξη τοπικών εσόδων απευθείας από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.».
Η τελευταία παράγραφος είναι νέα διάταξη, η οποία προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 και εισάγει μια καινοτομία σε σχέση με τις προηγούμενες. Σύμφωνα με αυτή παρέχεται στους ΟΤΑ απευθείας από το Σύνταγμα μια δημοσιονομικού χαρακτήρα εξουσία, να επιβάλλουν οι ίδιοι και να εισπράττουν τοπικά έσοδα διαφορετικά από τα παραδοσιακά ανταποδοτικά τέλη (καθαριότητας κ.ά.).
Η διάταξη αυτή είναι σε κάθε περίπτωση ειδική σε σχέση με τη γενική διάταξη του άρθρου 78 του Συντάγματος που απαιτεί τυπικό νόμο για την επιβολή φόρου. Επιπροσθέτως τα τοπικά αυτά έσοδα δεν είναι ούτε αμιγώς φόροι ούτε αμιγώς ανταποδοτικά τέλη. Δεν είναι φόροι, καθώς στερούνται του γενικού χαρακτήρα του φόρου, δεν συνδέονται με τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου και δεν αποσκοπούν στην κάλυψη των δημοσίων δαπανών όλης της επικράτειας, αλλά μόνο του δήμου που τους επιβάλλει. Δεν είναι ακριβώς τέλη, ή είναι sui generis τέλη, καθώς δεν εισπράττονται για μια ειδική υπηρεσία-αντιπαροχή, την οποία μπορεί να υπολογίσει κανείς σε χρήμα και της οποίας το αντίτιμο καταβάλλεται από όσους κάνουν χρήση αυτής.
Ως ειδική η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 102 υπερισχύει της παρ. 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος και επιτρέπει μετά από νομοθετική εξουσιοδότηση την επιβολή δημοτικού τέλους ακινήτων με κανονιστική πράξη του Δήμου. Με το τέλος ακινήτων χρηματοδοτείται ο Δήμος για να παρέχει όλες τις υπηρεσίες υποδομής στους ιδιοκτήτες ακινήτων της περιφέρειάς του.
Κάποιος που θέλει να εμβαθύνει παραπάνω στο θέμα δεν έχει παρά να ανατρέξει και στα πρακτικά της αναθεώρησης του 2001 και να μελετήσει την τοποθέτηση ενός κανονικού συνταγματολόγου, του Ευάγγελου Βενιζέλου, και την εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην Εισήγηση της τότε Πλειοψηφίας.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 21ης Σεπτεμβρίου