Φόροι και ανταποδοτικότητα

Φόροι και ανταποδοτικότητα

Του Γεωργίου Κ. Μπήτρου

Για το παρόν επίπεδο ανάπτυξης της χώρας μας, το ύψος της φορολογίας τόσο σε απόλυτους όσο και σχετικούς όρους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν κάποιος είναι διατεθειμένος να υποθέσει ότι οι υπεύθυνοι και οι σύμβουλοί τους έχουν πάρει διαζύγιο και από την οικονομική ανάλυση και από την πραγματική οικονομία.

Αλλά αυτή η διαπίστωση είναι μόνο η μία πλευρά του αδιέξοδου, που συνεχίζει να χαρακτηρίζει τη δομή της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Η άλλη πλευρά έχει να κάνει με την προφανή υστέρηση της ανταποδοτικότητας των φόρων, για την οποία ελάχιστοι γνώστες του προβλήματος ομιλούν με συγκεκριμένους όρους και χωρίς πλαδαρές γενικότητες προκειμένου να μη γίνονται δυσάρεστοι και να διακινδυνεύουν τις θέσεις τους. Εξ ου και η εξήγηση γιατί οι πάντες αποφεύγουν να τοποθετηθούν στο θέμα του μεγέθους της δημόσιας απασχόλησης και γιατί δεν μπορεί να υπάρξει λύση στο ελληνικό πρόβλημα χωρίς μείωση του αριθμού του δημόσιων υπαλλήλων μέσα από μια βαθιά αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης.

Για να αντιληφθούν οι αναγνώστες τι ακριβώς προτείνω, θα πάρω για παράδειγμα το τραγικό που συμβαίνει με τους «οικονομικούς συμβούλους του Δημοσίου», στους οποίους περιλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και αρκετές δεκάδες Επιμελητήρια. Τα ερωτήματα που θέτω είναι τα εξής: Έχει κάνει κανένας υπουργός Οικονομικών μια αποτίμηση του έργου που παράγουν με βάση κάποια παραδεδεγμένα πρότυπα αξιολόγησης; Το έργο που παράγουν πώς συγκρίνεται με το κόστος της λειτουργίας τους; Υπάρχουν και ποιες παράλληλες δραστηριότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να μειωθούν; Δεν είναι εξαιρετικά μεγάλη πολυτέλεια σε μια χώρα υπό την κηδεμονία των διεθνών πιστωτών της να λειτουργούν παράλληλα το Δημοσιονομικό Συμβούλιο και το Γραφείο Προϋπολογισμού; Κ.λπ, κ.λπ.

Δεν γνωρίζω εάν έχει γίνει κάποια ανάλυση κόστους-οφέλους για τους οργανισμούς που λειτουργούν ως συμβουλευτικά όργανα του Δημοσίου. Το πιθανότερο είναι ότι κανένας υπουργός Οικονομικών δεν θα ήταν όσο απαιτείται θαρραλέος για να ακουμπήσει το πρόβλημα της από καιρού αναγκαίας μεταρρύθμισης σ' αυτόν και σε άλλους πολυπληθείς τομείς της δημόσιας διοίκησης. Αλλά μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο, όλοι όσοι «ειδικοί» υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει μείωση των δημόσιων δαπανών με ταυτόχρονη βελτίωση στην ποιότητα και στην ποσότητα των υπηρεσιών που το Δημόσιο παράγει και παρέχει στους πολίτες είναι είτε ιδιοτελείς είτε κοντόθωροι.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 4 Ιουνίου.