Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Καθώς διανύουμε προεκλογική περίοδο, έχει ξεκινήσει ξανά και πάλι μια συζήτηση —και έχει ανάψει ένας καημός— για τη λεγόμενη «αστυνομοκρατία» και κάτι τέτοια φαιδρά. Συμμετέχουν δέκα φτωχοδιάβολοι, εύθραυστα πλάσματα της νύχτας και των παθών ή ξενάκια, που έχουν κάθε λόγο να το κάνουν, και κάτι χιλιάδες εικοσάρηδες-τριανταπεντάρηδες που δεν έχουν κανέναν.
Γι' αυτό:
Παιδιά μου καλά, που φοβάστε την αστυνομία, μια ερώτηση: Πόσα χρόνια τη φοβάστε; Όσα και να μου πείτε, εγώ τη φοβάμαι πιο πολλά, κι είναι κι άλλοι, πολλοί, πάρα πολλοί, που τη φοβούνται μια εικοσαετία περισσότερα από εμένα. Κι ακόμα και σήμερα πάντα φοβόμαστε, κι εκείνοι κι εγώ, πως εκεί που περπατάμε στο στενό, τη νύχτα, θα δούμε ένα περιπολικό να ξεφυτρώνει από το πουθενά μπροστά μας. Κι άμα τύχει και πράγματι σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και το δούμε στ' αλήθεια, ακόμη μάς κόβει κρύος ιδρώτας. Άνευ λόγου, θα πεις. Ναι, άνευ λόγου. Αλλά μάς κόβει.
Για αυτό, μη μου λέτε εμένα, να χαρείτε ό,τι αγαπάτε, ότι φοβάστε την αστυνομία και ότι δεν τη θέλετε. Και κυρίως μην το λέτε σε εκείνους που τη φοβούνται πιο πολύ από εμένα. Κυρίως μην το λέτε σε αυτούς. Γιατί έχουμε τους λόγους μας να τη φοβόμαστε ακόμη — κι ας μην είναι χειροπιαστοί πια, κι ας είναι μόνο στο μυαλό μας, στη μνήμη μας. Λόγους που εσείς δεν τους έχετε. Λυπάμαι, μα δεν μπορείτε να τους έχετε. Δεν είναι δυνατόν. Κι ας το προσποιείστε. (Αν και δεν το προσποιείστε καλά: φαίνεται στο βλέμμα σας — είναι ψεύτες). Λυπάμαι, παιδάκια, μα… όχι. Δεν τους έχετε.
Ψέματα, δεν λυπάμαι. Χαίρομαι. Χαίρομαι που μεγαλώσατε στα όπα-όπα. Στα πούπουλα. Με λεφτά. Α, φίλε, με πολλά λεφτά. Πώς το λένε; Με φράγκα. Χαίρομαι που είχατε φράγκα. Κι έχετε ακόμα. Όχι τόσο πολλά σήμερα, βέβαια. Σήμερα δεν κλέβει πια ο μπαμπάς σας, γιατί στερέψανε τα ταμεία εξαιτίας του. Αλλά έχετε. Σας ζηλεύω για αυτό, να το ξέρετε. Όχι για τώρα. Για τότε. Για όσο μεγαλώνατε έτσι. Με πλούτος. Με λεφτά. Με φράγκα. Σας ζηλεύω τόσο πολύ, που μου 'ρχεται να σας βρίσω — για να μην πω να σας βαρέσω. Γιατί, ναι μεν τα λεφτά είναι καλό πράγμα (το καλύτερο στον κόσμο, πιστέψτε με), αλλά δεν παύει ποτέ, ποτέ μα ποτέ, ό,τι και να γίνει, αυτός που μεγάλωσε χωρίς λεφτά, ή σε εποχές που δεν περίσσευαν λεφτά σε κανέναν, να ζηλεύει, και κατά βάθος να μισεί, όσους είχαν κάποτε κι όσους έχουν ακόμα. Κι εγώ είμαι ένας από αυτούς, και θα είμαι πάντα. Εξ ου και μη με πολυπλησιάζετε. Εμένα να φοβάστε.
Εμένα, και όχι την αστυνομία. Σας παρακαλώ δηλαδή. Είστε χαϊδεμένα παιδιά εσείς. Παιδιά του βαθέος καπιταλισμού. Του ωραίου, του γνήσιου, του πρόστυχου. Πήγατε σε καλά σχολεία, πήγατε σε καλά κλαμπ, ήπιατε καλά ποτά, μάθατε να τρώτε καλά φαγητά, δεν πεινάσατε, δεν μείνατε χωρίς ρούχα, δεν μείνατε χωρίς καλά ρούχα, οδηγήσατε μηχανάκια, οδηγήσατε καλά μηχανάκια, οδηγήσατε αμάξια, πήγατε σε καλά, ακριβά, τσουχτερά φροντιστήρια, κάνατε ιδιαίτερα, μάθατε καλά αγγλικά, κάνατε ταξιδάκια με τη μαμά και τον μπαμπά, γελάσατε κάτω από τα διάφορα μνημεία εκεί χάμω και θέλατε κι αυτό κι εκείνο και τ' άλλο να σας πάρουν πριν γυρίσετε με το αεροπλάνο, και σας το πήραν, αμέ, φυσικά και σας το πήραν, θυμώσατε όταν δεν είχατε το τάδε αθλητικό παπούτσι ή όταν σάς έλειπε εκείνη η συγκεκριμένη μπλούζα, πήγατε μόνοι σας ένα Λονδινάκι, και μετά ακόμη ένα, και μετά κι άλλο, ξέρετε συγκεκριμένα στέκια σε δυο και τρεις fucking πρωτεύουσες της Ευρώπης για όνομα του Θεού (καλά κάνετε — αλλά για όνομα του Θεού όμως, για όνομα του καλού Θεού: δεν θα μας περάσει εμάς αυτό, να μου το θυμάστε, λέμε), πήρατε το πρώτο Nokia και το πρώτο iPhone και όλα τα επόμενα, κάνατε ωραία tribal τατουάζ, πήγατε σε όλα τα σωστά νησιά, μου πήγατε και για σκι και μου κάνατε χειλάκια στις σέλφι.
Για αυτό σάς λέω: μη μου λέτε ότι φοβάστε την αστυνομία τώρα. Μη μας δουλεύετε. Μη μας περνάτε για βλάκες και για χθεσινούς.
Και μάθετε κι αυτό: όταν το λέτε, φοβάμαι εγώ εσάς. Σας τρέμω. Κι εσάς, κι αυτό που φέρνετε στη ζωή.
ΥΓ1. Αν τσουβαλιάζω; Μπορεί. Μπορεί και όχι. Μα ξέρω καλά τι λέω. Ήμουν εκεί.
ΥΓ2. Η αστυνόμευση είναι ο μόνος αντίπαλος (α΄) των πολιτοφυλακών αύριο και (β΄) της αστυνομοκρατίας μεθαύριο.
ΥΓ3. Υπάρχουν άλλα πράγματα να φοβάται (όχι ένα κακομαθημένο λευκό παιδάκι, ένα τσγολάνι που παριστάνει τον επαναστάτη λες και ζει στα περίχωρα των Παρισίων το '68 — όχι αυτός: αλλά εγώ, κι οι φίλοι μου), ναι, υπάρχουν άλλα πράγματα να φοβάται κανείς, όπως μάς τα 'χει πει από παλιά ο Κάρβερ:
Φόβος ότι θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ.
Φόβος ότι δεν θα μπορώ να κλείσω μάτι.
Φόβος ότι το παρελθόν θα ξυπνήσει.
Φόβος ότι το παρόν θα ξεγλιστρήσει.
Φόβος ότι το τηλέφωνο θα χτυπήσει μες στα μαύρα μεσάνυχτα.
Φόβος για τις καταιγίδες, και φόβος για τις αστραπές.
Φόβος για τη γυναίκα που μου καθαρίζει το σπίτι κι έχει κείνη την ελιά στο μάγουλο.
Φόβος για τα σκυλιά που μου 'χουν πει πως τάχα δεν δαγκώνουν.
Φόβος από το άγχος.
Φόβος ότι θα με φωνάξουν να αναγνωρίσω το πτώμα ενός φίλου.
Φόβος ότι θα ξεμείνω από λεφτά.
Φόβος ότι θα έχω πολλά λεφτά… αν και ποιος να το πιστέψει αυτό.
Φόβος για τους ψυχαναλυτές.
Φόβος μην και αργήσω, και φόβος μην και φτάσω πρώτος από όλους.
Φόβος για τα γράμματα που θα λαβαίνω από τα παιδιά μου.
Φόβος ότι θα πεθάνουν πριν από μένα και θα με βαραίνουνε ενοχές.
Φόβος ότι θα πρέπει να ζήσω με τη μάνα μου, που θα 'ναι γριά πια, και γέρος κι εγώ.
Φόβος από το σάστισμα.
Φόβος ότι η μέρα σήμερα θα τελειώσει με άσχημα μαντάτα.
Φόβος ότι θα ξυπνήσω κι εσύ δεν θα 'σαι εδώ.
Φόβος ότι δεν αγαπιέμαι, και φόβος ότι δεν αγαπώ αρκετά.
Φόβος πως ό,τι αγαπώ θα σκοτώσει όσους αγαπώ.
Φόβος θανάτου.
Φόβος μακράς ζωής.
Φόβος θανάτου.
Α, αυτό το ξανάπα.