Του Δημήτρη Δημητράκου
Ας αρχίσουμε με μια απλή διαπίστωση: ότι η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να κατέχει την ευρωπαϊκή πρωτιά σε θανάτους που οφείλονται στο κάπνισμα. Στην Ελλάδα, είθισται να δείχνει κανείς ανοχή στο κάπνισμα μέσα σε αίθουσες διδασκαλίας, στα αυτοκίνητα, στα καταστήματα και οπουδήποτε υπάρχουν απαγορευτικές επιγραφές αναρτημένες προφανώς για λόγους... διακοσμητικούς.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν εισάγει νέο νόμο για το κάπνισμα, αλλά δήλωσε την απόφασή της να εφαρμόσει τον ισχύοντα νόμο 4472/2017, που είναι ο τελευταίος σε μια σειρά από σχετικά νομοθετήματα που ψηφίστηκαν από το 2008 και έπειτα. Αυτός ο νόμος, όπως και οι προηγούμενοι, έμεινε ανενεργός, κυρίως διότι πολλοί διατηρούν ένα «καπνιστικό ήθος».
Οι φανατικοί καπνιστές θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμά τους το κάπνισμα, όσο και να τους βλάπτει. Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα του καπνίσματος είναι πολιτιστικό. Στις χώρες της Δύσης, το ποσοστό καπνιστών είναι αντιστρόφως ανάλογο με το επίπεδο ζωής και τη μόρφωση. Η καπνιστική επιτρεπτικότητα που παρατηρείται σε ορισμένες χώρες όπως η δική μας είναι δείγμα θεσμικής ανεπάρκειας, η οποία ενθαρρύνει την ασυδοσία ορισμένων «θεριακλήδων». Οι τελευταίοι αψηφούν προκλητικά νόμους, ρητές και άρρητες απαγορεύσεις καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, επιδεικνύοντας «μαγκιά» -δηλαδή θρασύτητα, εφόσον καλύπτονται από την επικρατούσα ατιμωρησία. Η τριτοκοσμική εικόνα που εκπέμπει αυτή η στάση προσβάλλει, αν μη τι άλλο, την αισθητική μας.
Πώς πρέπει να κριθεί, από φιλελεύθερη σκοπιά, η αντικαπνιστική νομοθεσία; Υπάρχει διχογνωμία, όχι μόνο ανάμεσα σε καπνιστές και μη καπνιστές πάνω σ' αυτό το θέμα, αλλά και ανάμεσα σε καπνιστές που θέλουν να απαλλαγούν από τη συνήθεια αυτή και άλλους που θέλουν να τη διατηρήσουν. Οι πρώτοι πιστεύουν ότι οι απαγορεύσεις καπνίσματος θα τους βοηθήσουν να καταπολεμήσουν μια συνήθεια που τους βλάπτει. Οι δεύτεροι εναντιώνονται στα περιοριστικά μέτρα που τους στερούν μια βασική τους ελευθερία επιλογής «λάιφ στάιλ» και ευχαρίστησης, ακόμα και βλαβερής, εφόσον το κάθε άτομο θεωρείται υπεύθυνο και κυρίαρχο σε όσα το αφορούν.
Η αντίθεση στον κρατικό πατερναλισμό είναι θεμέλιο για τη φιλελεύθερη σκέψη: δεν θέλουμε να αποφασίζει το κράτος ως «σοφότερο» και «αρμοδιότερο» από μας «για το δικό μας καλό». Το κράτος δεν είναι κηδεμόνας της κοινωνίας. Είναι, όμως, προστάτης των βασικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου και κυρίως της υγείας του, όταν βλάπτεται χωρίς τη συναίνεσή του.
Αυτό συμβαίνει στον παθητικό καπνιστή. Ας μην ξεχνάμε ότι ο φιλελεύθερος σέβεται την αυτονομία του καπνιστή, αλλά έχει συναίσθηση του ότι το δικαίωμα του τελευταίου να καπνίζει ελεύθερα έχει ως όριο τους... πνεύμονες του μη καπνιστή. Η ενόχληση που υφίσταται ο καπνιστής από τα περιοριστικά μέτρα δεν είναι συμμετρική με το κόστος που υφίσταται ο μη καπνιστής από τις επιπτώσεις της άσκησης «ελευθερίας» του καπνιστή, εφόσον βλάπτεται η υγεία του. Ο ενεργητικός καπνιστής επωμίζεται μόνο ένα μέρος του συνολικού κόστους της δραστηριότητάς του, που δεν είναι απλώς αυτό που πληρώνει για τα τσιγάρα του, αλλά όλες οι συνακόλουθες αρνητικές συνέπειές του στους γύρω του, οι οποίες μεταφράζονται σε πάνω από 500 εκατ. ευρώ ετησίως για νοσηλευτικά για παθήσεις που έχουν ως κύρια αιτία την κατανάλωση καπνού από ενεργητικούς και παθητικούς καπνιστές. Το κόστος αυτό το επωμίζεται το κοινωνικό σύνολο. Το κράτος, επομένως, έχει κάθε λόγο να απαλλάξει το σύνολο από αυτό το κόστος. Ο φιλελεύθερος αναλογίζεται πάντα το κόστος της ελευθερίας: κόστος που είναι οικονομικό, ηθικό και ανθρώπινο.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 12 Αυγούστου.