Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Εδώ στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς μας συμβαίνει κάτι που δεν είχα παρατηρήσει άλλη φορά: κοντά στην πόρτα, συστηματικά, χτυπά κάθε δέκα λεπτά και επί ένα δευτερόλεπτο ο συναγερμός κλοπής: ο ήχος, δηλαδή, που εκπέμπει το αντικλεπτικό μηχάνημα όποτε βγαίνει από το κατάστημα ένα προϊόν χωρίς πρώτα να έχει σκαναριστεί από το ταμείο. Όποτε, τέλος πάντων, κάποιος κλέβει κάτι από το μαγαζί. Παραδόξως όμως, κανείς από τους υπαλλήλους δεν σηκώνει το κεφάλι του, κανείς δεν αναστατώνεται, κανέναν δεν επηρεάζει ο έντονος ήχος. Κανείς επίσης δεν το βάζει αιφνιδιασμένος και κατακόκκινος από ντροπή ή ενοχή στα πόδια, και κανείς δεν «συλλαμβάνεται».
Εδώ που τα λέμε, συμβαίνει κάτι άλλο: παρά τον προειδοποιητικό ήχο, δεν έχει κλαπεί τίποτε. Ο συναγερμός χτυπάει στο ντούκου.
Παράδοξο; Ασφαλώς. Για κάποιον που δεν ξέρει, όπως εγώ, απολύτως παράδοξο. Και, εν πολλοίς, ενοχλητικό. Γιατί να χτυπά άνευ λόγου ο συναγερμός; Ειδικά μάλιστα όταν είναι κάποιος κοντά στην έξοδο, ή όταν κινείται προς αυτήν, πόσο δε μάλλον όταν χτυπά την ώρα εκείνη που βγαίνει από το σουπερμάρκετ, δεν στοχοποιείται, δεν φαίνεται κλέφτης, έστω και για μια στιγμή, στα μάτια των υπολοίπων πελατών και των υπαλλήλων; Ναι, κατέληξα στην αρχή: είναι άδικο μέτρο. Παράδοξο, και άδικο. Επιθετικό και εντέλει παράλογο.
Παρά ταύτα, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Το σύστημα αυτό λειτουργεί ικανοποιητικά αφότου πρωτοεφαρμόστηκε, δεν ενοχλεί παρά ελαχίστους ή κανέναν και δεν στιγματίζει κανέναν άτυχο και αθώο πελάτη του καταστήματος. Από την άλλη, συνέβαλε κατά ένα πελώριο ποσοστό, όπως μάς είπαν, στη μείωση των κλοπών: ακούγοντας τον επαναλαμβανόμενο ηλεκτρονικό τόνο, οι τυχόν επίδοξοι κλέφτες (μιας σοκολάτας ή μιας σπαλομπριζόλας) αποθαρρύνονται, επανεκτιμούν τη θέση τους και αποχωρούν. Το «καμπανάκι» υπενθυμίζει σε όλους, δικαίους και αδίκους, πως κάποιος, από κάπου, ενδεχομένως παρακολουθεί, και πως θα ήταν μάλλον έξυπνο να μην κάνεις αυτό που ίσως είχες κατά νου. Να μην έπαιρνες εκείνη τη σοκολάτα, ή εκείνη τη σπαλομπριζόλα.
Ο συναγερμός που χτυπά χωρίς λόγο στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς μας έχει λόγο που χτυπά: αποτρεπτικό. Παίζει τον ρόλο —μέσα στους τοίχους αυτού του υπερσύγχρονου μπακάλικου— μιας ένοπλης αστυνομικής περιπόλου που περπατά σε ένα πάρκο, σε μια γειτονιά, ή σε μία πλατεία, χωρίς κανείς να την έχει καλέσει και χωρίς να έχει σημειωθεί οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση.
Αλλά και πάλι, είναι καλό να συμβαίνει αυτό; Να αποτρέπεται έτσι «επιστημονικά», με ένα είδος ψυχολογικού πολέμου, με ένα φτηνό παιχνίδι, ένα κολπάκι, ο πεινασμένος, ο χτυπημένος από τη μοίρα, ο φουκαράς της γωνίας, ο άστεγος, ο απολυμένος, ο ξένος φτωχός φοιτητής, ο μετανάστης, ο οποιοσδήποτε, να κλέψει μια μπάρα Toblerone; Δεν είναι ανήθικο; Δεν είναι γελοίο;
Ναι, ενδεχομένως είναι. Κάποιος μπορεί (έως και επιβάλλεται) να κλέψει μια φρατζόλα ψωμί (o altra cosa) επειδή πεινάει. Και θα το κάνει —πώς να το γίνει, δηλαδή;—, ό,τι και να λέμε εμείς οι νοικοκυραίοι, είτε υπάρχουν στα μαγαζιά τέτοια μοντέρνα, έξυπνα αποτρεπτικά συστήματα συναγερμού, που είναι και τσάμπα, είτε οι κλασικοί έμμισθοι σεκιούριτι. Καλά θα κάνει και θα την κλέψει τη φρατζόλα. O altra cosa. Παρ' όλα αυτά, μας λένε οι υπεύθυνοι, οι υπόλοιπες κλοπές —που τελικώς ήταν η μεγάλη πλειονότητα—, οι κλοπές «της συνήθειας», απετράπησαν. Και έτσι δεν είναι πια λογικό να αποσβένει η συγκεκριμένη αλυσίδα σουπερμάρκετ τη χασούρα από τα κλεμμένα αγαθά μετακυλίοντάς τη στις τιμές των προϊόντων ετικέτας που διαθέτει, επιβαρύνοντας έτσι το πορτοφόλι των «τίμιων» πελατών της. Δεν είναι λογικό, και έπαψε να το κάνει.
Όπως ακριβώς δεν είναι λογικό, για να πάμε σε μια αναλογία, να αστυνομοκρατείται μία περιοχή. Και όπως είναι λογικό απολύτως να περιπολούν οι άνδρες και οι γυναίκες της αστυνομίας για να αποτρέπουν διά της εμφανούς παρουσίας τους (κάποια) εγκλήματα στα πάρκα, στις γειτονιές και στις πλατείες. Εντάξει, όχι σε όλες τις πλατείες, θα πείτε. Κάποιες είναι άβατα — άβατα τρόμου.
Αλλά, για αυτά, στο αυριανό σημείωμα.
ΥΓ. Έπαψε να με ενοχλεί πια ο προειδοποιητικός, αχρείαστος ήχος του συναγερμού. Ουσιαστικά, δεν τον ακούω καν πλέον. Αλλοτριώθηκα, όπως θα έλεγε κάποιος χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο παλαιών δεκαετιών. Ω ναι, αλλοτριώθηκα. Πόσο κρίμα.