Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Διαβάζω και θέλω να γράψω και εγώ για την αστεία, παράλογη και καταφανώς ύποπτη νέα προσπάθεια του αντιπαραγωγικού πολφού τού ΣΥΡΙΖΑ για μετακίνηση του διαλόγου από τα φλέγοντα και επείγοντα — λέγε με ανακίνηση της συζήτησης για τον… διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, ή και για το φύλλο των αγγέλων, θα προσέθετα εγώ, μιας και τα παπαδοπαίδια που κυβερνούν —γόνοι ενός καλά χωνεμένου Διαφωτισμού όλα τους, με τον Τσίπρα και τον Καρανίκα πρώτους-πρώτους— φαίνονται γερά κατηρτισμένα σε τέτοια ζητήματα.
Διαβάζω και θέλω να γράψω και εγώ για τη συνεχιζόμενη γενική εκστρατεία των κυβερνώντων με στόχο την πόλωση των πολιτών ώστε να ενδυθεί η Ριζοσπαστική εθνικιστική Αριστερά τον άθλια και με φτηνές κλωστές μεταποιημένο μανδύα τής τάχαμου «προοδευτικότητας» έναντι της επαράτου Δεξιάς — μια Αριστερά της νεο-γλώσσας, της διαστροφής κάθε νοήματος, και των απανωτών ψευδών που πετιούνται στα μούτρα των πιο φτωχών και πιο κατατρεγμένων: ό,τι πιο σιχαμένο έχουμε δει από τον Εμφύλιο και δώθε, και ό,τι αθλιότερο πρόκειται να δούμε στη ζωή μας όσοι φτάσουμε το προσδόκιμο.
Διαβάζω και θέλω να γράψω και εγώ για το διαρκές όνειδος της φαύλης κυβερνητικής σύμπραξης και των καυτών, με τα μάτια κλειστά από το πάθος, φιλιών στο στόμα με το άλλο άθλιο ασκέρι των πατριδοκάπηλων, αντισημιτικών και ομοφοβικών μη ανακυκλώσιμων σκουπιδιών της ψεκασμένης Ακροδεξιάς — ένα πανηγύρι ματαιοδοξίας, μία λαχειοφόρος αγορά οφιτσίων, με το ντινγκ-ντινγκ από το μέτρημα των χρυσών λιρών να μας σπάει τ' αυτιά και να μας πονάει το στομάχι έτσι όπως τις κοπανάνε στα συρτάρια τους οι γερολαδάδες αυτοί.
Αλλά όλο και πιο συχνά καταλήγω στα βιβλία.
Δεν το κάνω από μεράκι, από έπαρση, εστετισμό ή από περίσσευμα διανοητικότητας — κάθε άλλο. Το κάνω χάριν επιβίωσης και λόγω ανασφάλειας: είναι η δουλειά μου, το μεροκάματό μου. Και δεν υπάρχει βραδιά που να μην ξαπλώνω με το άγχος της αυριανής ημέρας, κι ας ξέρω τι μου ξημερώνει, κι ας ξέρω τι ξημερώνει σε όλους εμάς που ανακατευόμαστε επαγγελματικά με το αντικείμενο: λιγότεροι αναγνώστες, λιγότεροι τίτλοι, λιγότερες πιθανότητες να εκδοθεί αυτό ή εκείνο το βιβλίο — και πολύ-πολύ λιγότερες να αγοραστεί. Κι αν αυτό σάς φαίνεται λίγο —να αντλώ τα θέματά μου από τον δικό μου, προσωπικό, κατ' ανάγκην περιορισμένο τομέα—, μπορεί μεν να μην έχετε στάλα δίκιο (μόνο ο εαυτός μας υπάρχει, και μόνο αυτός είναι το εκάστοτε κέντρο του σύμπαντος, και άλλος κανείς δεν μπορεί να του πάρει τη θέση), αλλά δικαίωμά σας είναι να μη με διαβάζετε.
Παρά ταύτα, το κακό είναι μέγα και δεν πρόκειται να λυθεί με μία ή δύο μεγάλες τοποθετήσεις ξένων κεφαλαίων στη χώρα, όταν με το καλό πάρει μπροστά η οικονομία μετά την πτώση του καθεστώτος και αρχίσουν οι όποιες επενδύσεις. Δεν είναι κάτι που θα αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη αυτό: η τομή που έχει χαράξει την ελληνική κοινωνία οριζοντίως και καθέτως είναι διαστρωματική, βαθιά και δεν μπαζώνεται με ελπίδα. Δεν θα κλείσει ούτε όταν πιάσουν να μειώνονται οι φόροι της και αναπνεύσουν τα «νοικοκυριά». Τα βιβλία, όλη αυτή η μεγάλη περιουσία, το αστραφτερό λούσο της κοινωνίας, έχουν δεχτεί τόσο μεγάλο χτύπημα, που θα ανακάμψουν τελευταία, και αργά.
Υπό διάφορες έννοιες, είναι ήδη αργά. Δεν θα κουραστώ να το λέω: δεν έφυγαν μόνο μισό εκατομμύριο πτυχία από τη χώρα τα χρόνια της κρίσης — έφυγαν μισό εκατομμύριο δυνάμει αναγνώστες. Σκληροπυρηνικοί. Και αναγνώστες, βέβαια, που δεν θα ξαναγυρίσουν και που, φευ, δεν θα αποταθούν ξανά στην εγχώρια, γλίσχρα και φτενή ούτως ή άλλως, αγορά βιβλίου για να καλύψουν τις αισθητικές ανάγκες τους. Η ογκώδης πίκρα που έχει ποτίσει εις βάθος τους πόρους μας δεν είναι το καταλληλότερο πεδίο για να ανθήσει η όποια αναγνωστική διάθεση — ποτέ δεν έκανε καλό η πίκρα, όπως ποτέ δεν έκανε καλό ένα τσουνάμι. Ένα ισοπεδωτικό προς τα κάτω σχολείο όπως το ελληνικό, ένα σχολείο που δεν προετοιμάζει υπερήφανους ανθρώπους, με το μάτι τους να παίζει και να γυαλίζει από λαχτάρα, και που πλέον δέχεται απανωτά χτυπήματα από την πεφωτισμένη Αριστερά, δεν ευνοεί παρά μονάχα όσους είναι σε θέση να το αφήσουν πίσω τους και να το ξεχάσουν ολότελα με την απόδραση, το φευγιό τους προς κάτι σοβαρό και απαιτητικό.
Και μια χώρα χωρίς διάθεση για ανάγνωση δεν μπορεί να ελπίζει σε τίποτε περισσότερο και τίποτε καλύτερο από το να σέρνει τις παντόφλες της στο πάτωμα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Δεν μπορεί να πάρει τ' απάνω της.
Δεν μιλώ εδώ για «ποιότητα», για «καλά» και «κακά» βιβλία — ας μην ξεγελαστεί κανείς, αυτά αφορούν μόνο την ιστορία της λογοτεχνίας, και η ιστορία της λογοτεχνίας γράφεται χρόνια μετά. Μιλάω μόνο για αριθμούς, για στατιστικές. Για τα βιβλία που δεν εκδίδονται γιατί δεν μπορούν να βρουν αναγνώστες, και για τα βιβλία που δεν πουλιούνται γιατί δεν υπάρχουν λεφτά για να αγοραστούν. Μιλώ για τα βιβλία που καίγονται.
Ας πηγαίνει κάποια στιγμή η σκέψη σας στον γενναίο κόσμο των εκδοτών και της αγοράς του βιβλίου. Μην τους ξεχνάτε.
ΥΓ. Εκτός από επαγγελματίας του βιβλίου, είμαι και διαχειριστής σε καναδυό βιβλιοφιλικές ομάδες στο Facebook. Μολονότι γνωρίζω καλά τι συμβαίνει, και το γνωρίζω στο πετσί μου, ακόμη και εγώ ανατριχιάζω όταν βλέπω πολλούς φίλους να ανεβάζουν πλέον με καμάρι, και με ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς, παλιά βιβλία από τα ράφια τους, βιβλία δεκαετιών, με τσαλακωμένες σελίδες και σκισμένες ράχες, να ανατρέχουν σε αυτά, να τα ξεσκονίζουν και να τα διαβάζουν ξανά — ελλείψει νέων, ελλείψει χρημάτων. Δεν είναι μία μορφή αντίστασης αυτή ή ένδειξη άγχους μπροστά στο καινούργιο: είναι ένα πιστοποιητικό θανάτου.