Tης Μαρίας Dawkinson
Σηκώθηκε, ξυρίστηκε, ντύθηκε όπως πάντα με το παπιγιόν του, έβαλε τα παπούτσια του και κάλεσε ταξί για να πάει στο μαγαζί. Κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα σε αναμονή μιας ακόμα μέρας στη δική του Ερμού, και έφυγε, γι αλλού. Πρώτη φορά, μετά από 80 χρόνια, από τότε που έπιασε δουλειά στο μαγαζί, άλλαξε δρόμο.
Πόλεμοι ήρθαν κι έφυγαν, πήραν ζωές και λάφυρα, πήραν χώρες. Ήρθαν παλινορθώσεις και άλλες τόσες πτώσεις, αλλά το μικρό καταφύγιο της ελπίδας στον μαγικό του χώρο που μοιάζει με παραμύθι, δεν το άγγιξε κανένας και τίποτα. Εκείνος, ιππότης και ορκισμένος υπερασπιστής της ομορφιάς, την έντυνε με αλεξίσφαιρη αγάπη από τις ριπές και τις τάσεις των καιρών. Τελευταία την προστάτευε και από το φθόνο εκείνων που αρρωσταίνουν όταν βλέπουν την ομορφιά να επιβιώνει και να μη γονατίζει στην περιρρέουσα ασχήμια.
Τα ονόματα έχουν μεγάλη σημασία. Πάντα το έλεγα. Και Ευτύχιος, ήταν στα σίγουρα. Για τους κοντινούς, αλλά και τους μακρινούς του. Γιατί μέσα στη λύσσα για την απαξίωση των πάντων, η παρουσία του και αυτά που άγγιζε μπουμπούκιαζαν συνέχεια, πεισματικά, σχεδόν εμμονικά. Αναντικατάστατη θα είναι αυτή η αντίσταση του.
Έτσι ήταν ο τελευταίος των ευγενών. Πέρασε, ομόρφυνε τα γύρω του χωρίς να κάνει θόρυβο και έφυγε, σχεδόν πατώντας στις μύτες, για να μην ξυπνά τα τέρατα. Μας άφησε μόνο τα παπιγιόν του, ως απόδειξη ότι υπήρξε. Πως δεν ήταν φανταστικός ήρωας, κρυφός πόθος κάποιων "άστών" που κατάντησαν να ντρέπονται γι'' αυτό που είναι, και τον εφηύραν ως δικό τους εκδικητή, που δε φοβάται να είναι περήφανος για όσα εκπροσωπεί, μέρες που΄ναι. Γιατί θέλει αρετή και τόλμη να είσαι Κύριος Ευτύχιος.
Κάποιες Κυριακές τρώγαμε οικογενειακά σε μία ταβέρνα. Όποτε ήταν να συναντηθούμε, εγώ προσωπικά δεν έβλεπα την ώρα να κάτσω δίπλα του και να τα πούμε. Είχε και χιούμορ, φυσικά, ο κύριος Ευτύχιος. Πώς να μην είχε; Μια τελευταία φορά που μιλάγαμε για τι άλλο από την κρίση, μου είπε:
"Δεν έχετε υπομονή και αναλώνεστε. Όταν έρχεται κάτι κακό, πρέπει να είσαστε προσεκτικοί, εσείς οι νέοι και σε θέση άμυνας. Να μαζεύετε τις δυνάμεις σας, για να τις επενδύσετε μετά, για καλό. Γιατί όλα έρχονται και παρέρχονται, αρκεί να ξέρεις να προστατευτείς, να παρατηρείς και να περιμένεις, όταν βέβαια δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Εμείς πήγαμε και στον πόλεμο και πεινάσαμε. Δε φοβόμαστε. Εσείς, να τρώτε όλο σας το φαί. Καλή όρεξη."