Το ευτύχημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν είναι η επιβεβαίωση, μέσω των πρώτων φθινοπωρινών δημοσκοπήσεων, ότι απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των πολιτών, ενώ η χώρα σχοινοβατεί επί μακρόν πάνω στις ακραίες και πρωτόγνωρες προκλήσεις της Τουρκίας, της πανδημίας και της συνεπαγόμενης κολοσσιαίας ύφεσης.
Το ευτύχημα είναι η επίγνωση του, πως ο εθνικός χρόνος της χώρας και ο πολιτικός χρόνος της κυβέρνησης κινούνται με εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα σε ένα περιβάλλον με πάρα πολλούς «αγνώστους Χ», με αρκετές εφεδρείες αλλά όχι ανεξάντλητες. Η διαχείριση της πανδημίας τόσο σε υγειονομικό όσο και σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο κυρίως δε οι εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά και τη Μεσόγειο δημιουργούν αναπόδραστες «ανάγκες».
Αλλά δεν θα μπορούν επί μακρόν να αποτελούν αιτία, αφορμή ή δικαιολογία για την «υποστολή» της οραματικής προεκλογικής και μετεκλογικής δέσμευσης Μητσοτάκη «η Ελλάδα να αλλάξει οριστικά σελίδα».
Ο συντονισμός των βημάτων της χώρας με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, η ανασυγκρότηση του αναπτυξιακού μοντέλου ο ψηφιακός και ενεργειακός μετασχηματισμός προϋποθέτουν ζωτικές μεταρρυθμίσεις πχ στην παιδεία και στην δικαιοσύνη που λειτουργούν ως δομικά στοιχεία της πολυετούς υπανάπτυξης της κοινωνίας και της οικονομίας.
Μεταρρυθμίσεις τις οποίες η ΝΔ είχε στην προμετωπίδα του προγράμματός της ωστόσο μικροπολιτικές και προσωπικές «αναγκαιότητες» τις έβαλαν στο pause με την ελπίδα ότι ο ελέφαντας θα κρυφτεί πίσω από το υπερμέγεθος των τουρκικών προκλήσεων και της καταστροφικής μικρότητας του κορονοϊού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτός από την συναίσθηση του εθνικού χρόνου και του πολιτικού χρόνου της κυβέρνησης γνωρίζει εξίσου καλά πως η απώλεια πολιτικού κεφαλαίου μιας κυβέρνησης – όσο επιτυχημένη κι αν κρίνεται στις δημοσκοπήσεις – αρχίζει να συμβαίνει από το βράδυ της εκλογικής της νίκης.
Και η δυσκολία ενός πρωθυπουργού να το αναπληρώσει ενώ κυβερνά ,είναι απείρως μεγαλύτερη από την δυσκολία να το επισωρεύσει ενώ βρίσκεται προ των θυρών της εξουσίας.
Μέσα στο αβέβαιο και ζοφερό περιβάλλον ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι υπουργοί του θα πρέπει να αναθερμάνουν τις προσδοκίες «ασφάλειας» και «προόδου» της κοινωνίας και της χώρας, να ανανεώσουν δηλαδή το πολιτικό τους κεφάλαιο.
Κι αυτό είναι το ζητούμενο «μίγμα» στην ομιλία και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού το επόμενο Σαββατοκύριακο στο πλαίσιο της παρουσίας του φέτος στην ιδιαίτερη φετινή εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη.
«Ξέρουμε που πρέπει να βελτιωθούμε, ποιο πρέπει να είναι το σχήμα διακυβέρνησης, το οποίο θα διέπει τη χάραξη των προτεραιοτήτων, αλλά και την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης» δεσμεύθηκε πρόσφατα ο πρωθυπουργός σχετικά με τα 70 δισ ευρώ που αναλογούν στην Ελλάδα από το ευρωπαϊκό υπερόπλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας και των δραματικών συνεπειών της στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Πόσο καθαρό και εύληπτο θα είναι το μήνυμα του πρωθυπουργού από την Θεσσαλονίκη για το που και γιατί πρέπει να κατευθυνθούν αυτά τα κεφάλαια, θα κρίνει και την τύχη της χώρας.
Αν η κοινωνία εισπράξει μέσω λόγων και έργων των κυβερνώντων ότι αυτά τα χρήματα προορίζονται απλά για να τη «βγάλουμε καθαρή» τα επόμενα δύσκολα χρόνια κι όχι για να προσδώσουν στη χώρα μακράς πνοής, οικονομική και εθνική ισχύ, το στοίχημα για «μια άλλη Ελλάδα» θα χαθεί ξανά. Και μάλλον οριστικά.
Η οικονομική επιβίωση το φθινόπωρο – χειμώνα του 2020 για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας είναι αυτή την ώρα «ο μόνος ορίζοντας». Απολύτως ανθρώπινο, κατανοητό και σεβαστό. Το πόσο αποτελεσματικά και πρωτίστως δίκαια θα στηριχθούν είναι ένα τεράστιο στοίχημα για την κυβέρνηση.
Ίσως και για πολλούς στο κυβερνητικό σχήμα και στις παρυφές της διακυβέρνησης, οι επόμενες εκλογές να είναι «ο μόνος ορίζοντας» με αποτέλεσμα οι αποφάσεις τους να συναρτώνται με αυτές. Το πως θα… απομακρυνθούν είτε από αυτή την πολιτική θεώρηση είτε από τις θέσεις τους, είναι υπόθεση του Μεγάρου Μαξίμου, των επιτελών του επιτελικού κράτους.
Για το διάστημα τουλάχιστον που ο πρωθυπουργός πρέπει να ακροβατεί με τη χώρα στην πλάτη, πάνω από τα βάραθρα που ανοίγει η νέο οθωμανική στάση του Ερντογάν, όλοι οι υπόλοιποι στην κυβέρνηση πρέπει να φτιάχνουν τα οχυρώματα και τις γέφυρες για να περάσει η χώρα και οι πολίτες ασφαλώς στο αύριο.
Οι ψευδαισθήσεις της πολιτικής κυριαρχίας είναι ο μεγαλύτερος αποπροσανατολισμός σε ένα περιβάλλον διαρκώς και επικίνδυνα μεταβαλλόμενο. Και εύκολα διαλύονται.