Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έλαβε χώρα στις 25 και 26 Φεβρουαρίου 2021, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων επανεπιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να ενισχύσουν τη στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμφώνησαν να ολοκληρώσουν την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ολοκληρωμένης εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας μέχρι τον Μάρτιο του 2022 («Στρατηγική Πυξίδα»).
Αξιέπαινες οι προθέσεις και τα ρητορικά πυροτεχνήματα, θα υποστηρίξει κάποιος εξοικειωμένος με τις επαναλαμβανόμενες αλλά μάταιες προσπάθειες ουσιαστικής εμβάθυνσης στο πεδίο αυτό στο παρελθόν, αλλά … το έργο το έχουμε ξαναδεί.
Όντως, η άμυνα και ασφάλεια δεν είναι καινούργια θεματικά πεδία στο μακρύ ταξίδι της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήδη τον Οκτώβριο του 1950, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντασης με την όξυνση του «Ψυχρού Πολέμου» και την κρίση στην Κορέα να σοβεί, ο Γάλλος Πρωθυπουργός René Pleven ανακοίνωσε ένα σχέδιο για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ), που προέβλεπε τη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού στρατού μεταξύ των έξι χωρών που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα της ευρωπαϊκής ενωσιακής διαδικασίας, δηλαδή της Γαλλίας, της (Δυτικής) Γερμανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου.
Το Σχέδιο αυτό, αν και εν τέλει δεν επικυρώθηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, προωθούσε μια εναλλακτική -και πιο σύντομη- διαδρομή στο ταξίδι της ομοσπονδιοποίησης. Η απόρριψη του Σχεδίου Pleven ανέδειξε την απροθυμία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους εκχωρώντας μέρος της κρατικής τους κυριαρχίας στους νευραλγικούς τομείς της άμυνας και ασφάλειας.
Εβδομήντα χρόνια μετά, πόσο έχουν αλλάξει οι θέσεις και η θεώρηση των πραγμάτων από τα κράτη-μέλη; Σίγουρα δεν αμφισβητείται ότι διαχρονικά έχουν γίνει μικρά βήματα προόδου, από τη συμφωνία για την Ευρωπαϊκή Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης (1999) μέχρι τους Σχηματισμούς Μάχης (Battlegroups, 2004) και πιο πρόσφατα, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009), τη θεσμοθέτηση της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (Permanent Structured Cooperation – PESCO).
Ειδικά η τελευταία πρωτοβουλία, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα στενότερης αμυντικής συνεργασίας στα κράτη-μέλη που το επιθυμούν, παρουσιάζει μια σημαντική δυναμική με 46 προγράμματα να είναι σε εξέλιξη. Ωστόσο, κανένα από όλα αυτά τα εγχειρήματα που έχουν προκύψει διαχρονικά μέσα από έντονες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, ούτε καν εν δυνάμει, «Ευρωπαϊκός στρατός».
Έτσι, η αναντιστοιχία κοπιωδών διεργασιών και πενιχρών αποτελεσμάτων αποδεικνύει εν πολλοίς την ένταση των ενστάσεων και αντιθέσεων αρκετών κρατών-μελών για ουσιαστική εμβάθυνση στο τομέα της άμυνας, ακόμα και μετά το Brexit και την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, που παραδοσιακά αντιδρούσε σε τέτοιες προσπάθειες.
Άρα, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, δεν υπάρχει καμία προοπτική και ελπίδα για ουσιαστική αμυντική ολοκλήρωση; Παραμένει το πεδίο της άμυνας ένα θέμα taboo για τις εθνικές κυβερνήσεις, παρόλες τις διεθνείς εξελίξεις και ανακατατάξεις και τις σύγχρονες και διαρκώς εξελισσόμενες προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Υπάρχουν δύο στοιχεία που διαφοροποιούν ουσιαστικά την τρέχουσα κατάσταση σε σχέση με προηγούμενα εγχειρήματα, χωρίς βέβαια αυτό να προεξοφλεί την επιτυχή έκβαση των υπό εξέλιξη διεργασιών.
Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά το νέο μεγάλο αφήγημα, που θα προσδώσει δυναμική και όραμα στις προσπάθειες περαιτέρω ενοποίησης. Στις προηγούμενες δεκαετίες κυριάρχησε η οικονομική ολοκλήρωση, με την Τελωνειακή Ένωση, την Ενιαία Αγορά και πιο πρόσφατα την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Χωρίς να υποστηρίζει κανείς ότι ο κύκλος της οικονομικής συνεργασίας έχει κλείσει, ωστόσο με την ουσιαστική δημοσιονομική ενοποίηση να παραμένει εκτός της τρέχουσας πολιτικής ατζέντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφεται προς άλλες κατευθύνσεις.
Η μετάβαση στην «πράσινη» ή την ψηφιακή οικονομία σίγουρα έχει μια δυναμική, όμως το θέμα της ασφάλειας θεωρείται περισσότερο σημαντικό από το σύνολο σχεδόν του Ευρωπαϊκού δήμου.
Αυτό σημαίνει μια αυξανόμενη νομιμοποίηση αλλά και αποδοχή της Ένωσης από τους πολίτες ως φορέα και πάροχο ασφάλειας, δημιουργώντας μια πίεση «από κάτω», από τους Ευρωπαίους πολίτες δηλαδή, για ουσιαστική αναβάθμιση των ευρωπαϊκών πολιτικών στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας.
Δεύτερον, η Επιτροπή προτάσσει και αναδεικνύει συστηματικά τα οικονομικά οφέλη από τη δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Αμυντικού Χώρου, που θα στηρίζεται σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση.
Στη ρητορική της πλέον κυριαρχεί η λογική των οικονομιών κλίμακας που θα προκύψουν για το σύνολο των κρατών-μελών από τη στενότερη μεταξύ τους αμυντική συνεργασία. Χωρίς να παραγνωρίζονται τα οφέλη ασφάλειας, ειδικά στην αντιμετώπιση προκλήσεων που εκ φύσεως διαπερνούν τα εθνικά σύνορα και απειλούν το σύνολο των κρατών-μελών, τονίζεται ιδιαίτερα η δυναμική της αμυντικής συνεργασίας ως επιταχυντής οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό θα συμβεί μέσω της εξοικονόμησης πόρων από κοινά εξοπλιστικά προγράμματα, μέσω επενδύσεων στον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας και εν τέλει διάχυσης των αποτελεσμάτων στην ευρύτερη οικονομία και κοινωνία. Για τον σκοπό αυτό, έχει ενισχυθεί, στο πλαίσιο του επόμενου επταετούς χρηματοδοτικού κύκλου της Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας.
Η αποστολή του Ταμείου αυτού είναι να υποστηρίξει τις συνεργασίες και συμπράξεις των εθνικών αμυντικών βιομηχανιών με την προοπτική διαμόρφωσης κοινών εξοπλιστικών προγραμμάτων από τα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη. Είναι ανησυχητικό, βέβαια, το γεγονός ότι στις επίπονες διαπραγματεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, το συνολικό ύψος των κονδυλίων που προβλέπονταν στη φιλόδοξη αρχική πρόταση της Επιτροπής περικόπηκε σχεδόν κατά το ήμισυ.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα εγχείρημα η επιτυχής ωρίμανση του οποίου σε βάθος χρόνου έχει την προοπτική να αλλάξει τα δεδομένα στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ασκώντας επιπλέον πιέσεις «από τη βάση» στις εθνικές κυβερνήσεις.
Επομένως, τα δύο αυτά στοιχεία σηματοδοτούν μια ποιοτική διαφοροποίηση στην παρούσα φάση των ζυμώσεων για την αμυντική ολοκλήρωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προφανώς, οι κυβερνήσεις έχουν και θα έχουν τον τελευταίο λόγο στις όποιες εξελίξεις και η σύγκλιση των εθνικών προτιμήσεων στο θέμα αυτό θα συμβάλει στη θετική ευόδωση του εγχειρήματος.
Όμως, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου οι σχετικές αποφάσεις παίρνονταν από τις κυβερνήσεις μέσα σε ένα περίκλειστο και απομονωμένο πολιτικό περιβάλλον, έχει αρχίσει πλέον να αυξάνεται η ζήτηση για αμυντική συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γεγονός αυτό προεξοφλεί ουσιαστικές εξελίξεις στο προσεχές μέλλον.
* Ο Σπύρος Μπλαβούκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ερευνητής, ΕΛΙΑΜΕΠ.