Του Κώστα Μποτόπουλου
Το έχουμε ξεχάσει, αλλά η Βουλή θα έπρεπε να είναι κανονικά τόπος συλλογικής σκέψης και αποστολής εκπροσώπων ύστερα από σκέψη, αφού τόσο η λέξη όσο και ο θεσμός κατάγονται από το ρήμα «βουλεύομαι», δηλαδή σκέπτομαι. Το αν συμβαίνει αυτό στην πράξη, το αφήνω στην κρίση σας. Η δική μου μικρή συμβολή συνίσταται στην τροφοδοσία της σκέψης γύρω από τις ευρωεκλογές, δύο μήνες πριν από την τέλεσή τους.
Η αναμέτρηση συχνά παρουσιάζεται ως μια μάχη δύο κόσμων, που απλουστευτικά θα μπορούσαν να ονομαστούν «φιλοευρωπαίοι» εναντίον «λαϊκιστών». Μια τέτοια διαπίστωση δικαιολογείται εν μέρει από το δίδυμο φαινόμενο της παγκόσμιας εφόρμησης του λαϊκισμού στην εποχή του Τραμπ και της απίσχνασης του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου στην εποχή της κρίσης. Δεν δικαιολογείται όμως, κατά τη γνώμη μου, η προσδοκία ότι οι επερχόμενες εκλογές θα δώσουν «μια κάποια λύση».
Πρώτον, γιατί είναι αμφίβολο αν οι πολίτες των χωρών θα προσέλθουν στις κάλπες λόγω αυτού του καλέσματος και θα του προσδώσουν τέτοια σημασία. Δεύτερον, γιατί στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης σίγουρα της δικής μας, οι ευρωεκλογές θα έχουν, για μια ακόμη φορά, κυρίως εθνικό χαρακτήρα και θα κριθούν κυρίως με βάση την εθνική ατζέντα. Και τρίτον, γιατί, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα και η κατανομή δυνάμεων στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο, οι κοινοτικοί θεσμοί έχουν τη δική τους δυναμική, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανατραπεί μεμιάς.
Έστω και σχετικά απομυθοποιημένες, οι επερχόμενες ευρωεκλογές είναι πάντως κρίσιμες. Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται δεν είναι η «ήττα του λαϊκισμού», που είναι εξάλλου δύσκολο αν όχι αδύνατο να μετρηθεί με ακρίβεια, αλλά η πρόσδοση ή όχι λαϊκής νομιμοποίησης -ή οιονεί, δηλαδή καθ' ερμηνείαν των νικητών, νομιμοποίησης- σε μια πορεία μεγαλύτερης ενοποίησης της Ευρώπης, ως απάντηση στις δίδυμες προκλήσεις για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω.
Σε αυτή την ενοποιητική κατεύθυνση σπρώχνουν πολιτικές κινήσεις, όπως η διαμόρφωση ενός σχεδόν υπερεθνικού ψηφοδελτίου από τον συνασπισμό Φιλελευθέρων-κόμματος Μακρόν ή η επιβίωση και βελτίωση του πειράματος πολιτικοποίησης που άρχισε με τον τρόπο εκλογής της επιτροπής Γιούνκερ και το έργο αυτής της επιτροπής, που βρήκε τις δύο εμβληματικότερες εκφράσεις του στη συνοχή με την οποία η Ε.Ε. αντιμετώπισε τη Βρετανία του Brexit και την αποφασιστικότητα που επέδειξε, έστω στα λόγια, έναντι των διαφόρων Όρμπαν και Κατσίνσκι.
Δεν πρέπει ωστόσο να αποσιωπηθούν και οι αδυναμίες και τα πισωγυρίσματα της τελευταίας πενταετίας. Η οικονομική κρίση δεν αντιμετωπίστηκε με στρατηγικό τρόπο και δεν γέννησε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Η Τραπεζική Ένωση, η Ένωση Κεφαλαιαγορών, η Ψηφιακή Ένωση και η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής δεν έχουν σημειώσει πρόοδο ανάλογη της αναγκαιότητάς τους.
Κυρίως όμως η επιτροπή Γιούνκερ και ο ίδιος ο δυναμικός πρόεδρός της βαρύνονται με το ότι δεν έβαλαν τάξη στη χρηματοοικονομική αταξία και στη στρεβλή σχέση οικονομίας-πολιτικής και δεν βελτίωσαν το ηθικό προφίλ των ευρωπαϊκών θεσμών. Το «σκάνδαλο Σελμάγιερ» -από το όνομα του Γερμανού συνεργάτη του Γιούνκερ που εκτοξεύθηκε εξωθεσμικά σε υψηλόβαθμη θέση και ίσως προκάλεσε την αυτοκτονία μιας ανώτατης υπαλλήλου της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής- είναι μια βαριά παρακαταθήκη, που, αν δεν βρεθεί τρόπος να ξεπεραστεί, η Ευρώπη θα συνεχίσει να μην έχει τύχη στα μάτια των λαών.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 22 Μαρτίου