Ένα από τα αξιώματα που την προηγούμενη δεκαετία χλευάστηκαν κατά κόρον από τις δυνάμεις του ανορθολογισμού και της αντιμεταρρύθμισης είναι ότι κάθε κρίση είναι μια πραγματική ευκαιρία. Μια ευκαιρία να αξιολογηθεί η ετοιμότητα κάθε συστήματος, να διορθωθούν λάθη, μια ευκαιρία επαναφοράς σε μια πορεία που σχεδιαστεί στρατηγικά, βάσει σχεδίου, μια ευκαιρία για reset για να χρησιμοποιήσουμε ένα τεχνολογικό όρο.
Ένα γεγονός που συμβαίνει μια φορά κάθε αιώνα, όπως μια πανδημία και μάλιστα στο απόγειο, των γνώσεων και της τεχνολογικής ανάπτυξης της εποχής που ξεσπά, δεν μπορεί παρά να είναι μια κατεξοχήν καλή ευκαιρία για reset, για επαναφορά.
Σε άλλο σημείωμα ίσως επιχειρηματολογήσουμε γιατί η κρίση είναι ευκαιρία για επαναφορά/reset και όχι για επανεκκίνηση/reset. Πολύ σύντομα, είναι εντελώς λάθος να αποζητάς την επανεκκίνηση, ελπίζοντας ενδόμυχα τη διαγραφή όσων έχουν συμβεί μέχρι κάποια στιγμή. Δεν μπορούμε να διαγράψουμε τίποτα. Ενσωματώνουμε, αφομοιώνουμε τις εμπειρίες και στη συνέχεια επανερχόμαστε στην πορεία μας.
Η πανδημία έφερε στην Ελλάδα ένα μοναδικό δώρο: τα χρήματα που πάντα λέγαμε ότι χρειαζόμασταν για να «πάρει μπροστά» η ελληνική οικονομία. Όμως, τους τελευταίους μήνες (ξανα) θυμηθήκαμε πού ακριβώς πάσχει το σύστημα: δεν έχουμε τράπεζες και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι υπό διάλυση και η σκληρή αλήθεια είναι ότι ένα κομμάτι της ούτε διασώζεται ούτε και πρέπει να δαπανηθουν πόροι για να διασωθηθεί.
Τους τελευταίους μήνες και με αφορμή αυτή τη φορά τον εμβολιασμό είδαμε πόσο πάσχουμε σε επίπεδο ετοιμότητας και οργάνωσης. Είδαμε ακόμα πόσο μεγάλο λάθος κάναμε που δεν διορθώσαμε την αστοχία της επάνδρωσης των διοικήσεων των νοσοκομείων με κομματικά στελέχη.
Είδαμε ποιοι και ποιες είναι εντελώς ακατάλληλοι για τη δουλειά του υπουργού.
Πάνω απ' όλα όμως είδαμε ότι οι πολίτες αδιαφορούν εντελώς για εσωκομματικές και πολιτικές ισορροπίες και θέλουν απλώς να γίνεται η δουλειά.
Η κυβέρνηση, δηλαδή ο Πρωθυπουργός, έχουν μια χρυσή ευκαιρία για μια επαναφορά «στις εργοστασιακές ρυθμίσεις», στο ύφος, το λόγο και την τακτική με την οποία κέρδισε δύο φορές την εμπιστοσύνη των καχύποπτων Ελλήνων.
Παιδεία, ασφαλιστικό, εργασιακά, επιθεώρηση εργασίας, κοινωνικό κράτος, ευάλωτες ομάδες.
Αυτά είναι τα πεδία που η κυβέρνηση πρέπει να επανέλθει στον αρχικό της σχεδιασμό και επικεφαλής στους τομείς αυτούς να αναλάβουν όσοι πραγματικά ξέρουν και μπορούν.
Στους Έλληνες είναι πραγματικά αδιάφορη η τυχόν φιλική σχέση που μπορεί να έχει ο πρωθυπουργός με την Υπουργό Παιδείας ώστε να τη διατηρεί στη θέση της, ενώ έχει αποτύχει τραγικά. Μας είναι παγερά αδιάφορο ποιες εσωκομματικές ισορροπίες εξυπηρετεί η παραμονή του Γιάννη Βρούτση στο Υπουργείο Εργασίας ή του εξαιρετικά συμπαθή και ευσεβή Μικροβιολόγου κ.Τσιάρα στη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης, σε μια συγκυρία που η χώρα έχει επιτακτική ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη. Και ο λόγος που όλα αυτά είναι αδιάφορα στους Έλληνες είναι γιατί τον Μητσοτάκη εμπιστεύτηκαν, αυτόν ψήφισαν. Έτσι λοιπόν, όταν καίριοι τομείς έχουν πάθει καθίζηση, οι πολίτες την ευθύνη θα την αναζητήσουν σε αυτόν που τους έπεισε γιατί τον εμπιστεύτηκαν.
Από τη στήλη αυτή επιχειρηματολογούμε συχνά πάνω στην ιδέα ότι η πολιτική δεν είναι θέμα προσώπων αλλά αρχών και εμμένουμε σε αυτή τη θέση. Όμως, τα πρόσωπα είναι φορείς κουλτούρας, ύφους εξουσίας, αντίληψης για τον τρόπο που πρέπει να γίνεται η δουλειά και σε καιριους τομείς της διακυβέρνησης υπάρχει πρόβλημα.
Το reset που πρέπει να γίνει λοιπόν δεν αφορά τα πρόσωπα όσο την πολιτική που πρέπει αυτά να υπηρετήσουν και με το ύφος που θα το κάνουν. Άπαξ και επανέλθουμε «στις εργοστασιακές ρυθμίσεις», τα πρόσωπα θα βρεθούν εύκολα.
Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει μια επαναφορά, ένα reset. Το περιμένουμε.