Ευάγγελος Αυδίκος: «Η εμμονή είναι σαν το αυστραλέζικο μπούμερανγκ»

Ευάγγελος Αυδίκος: «Η εμμονή είναι σαν το αυστραλέζικο μπούμερανγκ»

«Η ίδια η γραφή είναι μια εμμονή, που γίνεται χταπόδι αναγκάζοντάς σε να γράφεις με μισή ανάσα την ώρα που βρίσκεσαι στο πληκτρολόγιο. Όλα μου τα βιβλία υποδόρια συνδέονται με τις δικές μου εμμονές. Είναι η μνήμη και ο τόπος. Τα οντολογικά ζητήματα της βίας και του θανάτου. Τι είναι αυτό που εξαχρειώνει τον άνθρωπο; Και βέβαια οι αφηγηματικές τεχνικές αναλαμβάνουν να τα μορφοποιήσουν. Αυτά διαμορφώνουν και το προσωπικό ύφος, την αφηγηματική ταυτότητα.»

Ο συγγραφέας Ευάγγελος Αυδίκος, Καθηγητής λαογραφίας στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολικής Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, βραβευμένος για τον μυθιστορηματικό Κρυστάλλη του και το βιβλίο του «Οδός Οφθαλμιατρείου» μας μιλά στο Liberal.gr για την τελετουργία της γραφής και για τις εμμονές του. Για την εγκιβωτισμένη αφήγηση που είναι μια από τις εμμονές του, για τον παράλληλο αφηγητή με τα διάφορα προσωπεία που έδωσε διέξοδο στα αδιέξοδά του, για την εμμονή καθ’ αυτή που «είναι σαν το αυστραλέζικο μπούμπερανγκ θα σε βρει, όσο κι αν προσπαθείς να το αποφύγεις».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Αυδίκο, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Θεωρώ τη γραφή τελετουργία. Μπορεί να συμπληρώσω το ημερολόγιό μου σ’ οποιονδήποτε χώρο: σε καφέ, σε παγκάκι, στο μετρό. Ακόμη και να στέκω όρθιος, αρκεί να ακουμπάω την πλάτη μου ή τη μια μου πλευρά σ’ ένα στέρεο σημεἰο. Όμως, οι συνθήκες αποκτούν διαφορετική υφή κατά τη διάρκεια συγγραφής ενός μυθιστορήματος,  ή ενός διηγήματος. Σ’ αυτή την περίπτωση λειτουργώ σαν τους παλιούς μαστόρους. Μπορεί να παίρνουν τα μέτρα, να φτιάχνουν το σχέδιο, να σημειώνουν τα υλικά οποιουδήποτε. Όμως, το μαστόρεμα, το τέχνημα αποκτά μορφή στο εργαστήρι τους. Ναι, με εμπνέει το γραφείο μου, γιατί μπορεί το γράψιμο εκεί να αποκτήσει τελετουργική διάσταση. Γράφω πρωί κι απόγευμα, ως και εφτά ώρες την ημέρα, όταν το μυθιστόρημα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Χρησιμοποιώ την τεχνική της παραμυθιακής αφήγησης, τα εισαγωγικά και καταληκτική μοτίβα, ώστε να γίνω υποκείμενο της τελετουργίας. Με άλλα λόγια, προηγείται το ζέσταμα αλλά και η αποφόρτιση. Πρώτο βήμα για τη γραφή είναι ο καφές, στο σαλόνι του σπιτιού. Ακολουθεί το άνοιγμα του φακέλου και η ανάγνωση όσων έχουν  γραφεί, στόχος η νοητική και συναισθηματική είσοδος στη ροή του κειμένου. Κατά τη διάρκεια αυτή, μου αρέσει να υπάρχει κάποιος ραδιοφωνικός ήχος ως χαλί. Μπορεί να είναι μουσική ή λόγος, ακόμη και αθλητικός, για παράδειγμα η ιδιότυπη αθλητική συζήτηση του Γεωργίου τα απογεύματα. Η έξοδος από τη γραφή επενδύεται τελετουργικά είτε με περπάτημα για μια ώρα το μεσημέρι ή παρακολούθηση τηλεόρασης το βράδυ. Μου αρέσει να παρακολουθώ κωμωδίες. Έτσι επιτυγχάνεται η αποφόρτιση.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Εξαρτάται από το είδος. Το μυθιστόρημα απαιτεί υψηλό βαθμό αυτοσυγκέντρωσης. Και βεβαίως την ύπαρξη μιας ιδέας και κάποιων βασικών στοιχείων, που θα έχουν τη θέση του τελάρου στη ζωγραφική. Το πώς θα μορφοποιηθεί αυτή η ιδέα, επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, συχνά αστάθμητους. Και ασφαλώς δεν υπάρχει ένας τσελεμεντές για το τι θα συμβεί σε κάθε φάση και ποιες θα είναι οι επιλογές. Κάθε μυθιστόρημα, ή και διήγημα, έχει τις δικές του ορίζουσες. Κι αυτή είναι η συγκίνηση αλλά και η ηδονή της γραφής. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να ελέγξει απολύτως τα μονοπάτια της αφήγησης. Η γραφή προκαλεί εσωτερικούς κραδασμούς, διανοητικούς και ψυχοσωματικούς, οι οποίοι την απογειώνουν. Και τότε ανατρέπονται οι επί χάρτου σχεδιασμοί.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Είναι το πρόσφατο. Η «Οδός Οφθαλμιατρείου». Αφηγηματικά όφειλα να λύσω πολλά ζητήματα, ώστε να μην εξελιχθεί σε τυπική μυθιστορηματική βιογραφία ούτε να εκληφθεί ως μια ρομαντική επιστροφή του Κρυστάλλη. Με ενδιέφεραν πολύ ευρύτερα πράγματα. Η πιο ευτυχής στιγμή στη διαδικασία αυτή ήταν η απόφαση να δημιουργηθεί ο παράλληλος αφηγητής, με τα διάφορα προσωπεία. Με παίδεψε αρκετά και η κατάληξη σ’ αυτό το αφηγηματικό πρόσωπο έδωσε διέξοδο σε πολλές άλλες ανησυχίες μου.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Όλοι έχουν. Η ίδια η γραφή είναι μια εμμονή, που γίνεται χταπόδι αναγκάζοντάς σε να γράφεις με μισή ανάσα την ώρα που βρίσκεσαι στο πληκτρολόγιο. Όλα μου τα βιβλία υποδόρια συνδέονται με τις δικές μου εμμονές. Είναι η μνήμη και ο τόπος. Τα οντολογικά ζητήματα της βίας και του θανάτου. Τι είναι αυτό που εξαχρειώνει τον άνθρωπο; Και βέβαια οι αφηγηματικές τεχνικές αναλαμβάνουν να τα μορφοποιήσουν. Αυτά διαμορφώνουν και το προσωπικό ύφος, την αφηγηματική ταυτότητα. Η εγκιβωτισμένη αφήγηση είναι μια από τις επιλογές μου. Μου αρέσει το παιχνίδι με τη μπάμπουσκα, όταν το ένα θέμα εισέρχεται στο σώμα του άλλου κι αυτό προκαλεί καταβύθιση του ενός αφηγητή/τριας στον άλλο, ώστε οι αφηγηματικές φωνές λειτουργούν ως υπόγεια νερά, που σχηματίζουν το καινούριο ρυάκι. Κι αυτό επηρεάζει τον αφηγηματικό χρόνο που αναπτύσσεται ως παλίνδρομη διαδικασία.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρωτίστως να έχει ίχνη των εμμονών μου, ώστε να αρχίσει η επεξεργασία και η ανάπτυξή της. Είναι το δόλωμα, που όσο κι αν προσπαθώ να το αποφύγω , τελικά δεν τα καταφέρω. Γιατί η εμμονή είναι σαν το αυστραλέζικο μπούμερανγκ. Θα σε βρει, όσο κι αν προσπαθείς να το αποφύγεις.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Κάθε αφήγηση έχει τους δικούς της ήρωες και ηρωίδες, που αναλαμβάνουν να δώσουν σάρκα στις σκέψεις και τα συναισθήματα. Συνεπώς, η ίδια η ιστορία επιλέγει την ιδιοπροσωπία των ανθρώπων που θα αποδεχτεί να φιλοξενήσει στο αφηγηματικό της ταξίδι. Αν κάτι αποφεύγω είναι οι ήρωες και  οι ηρωίδες χωρίς ψεγάδια Γιατί είναι ψεύτικοι, ή είναι η μύτη του παγόβουνου. Το γνωρίζουν αυτό όσοι με πλησιάζουν την ώρα της γραφής και μου προτείνουν να συνεργαστούμε. Μου υπόσχονται ότι θα είναι γήινοι, με αντιφάσεις και πάθη.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Μίκα, θαρρώ, η ηρωίδα στο μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας». Ήταν πεθαμένη προ πολλού, όταν μου μίλησαν γι’ αυτή. Είχε χαθεί στην απεραντοσύνη της Αμερικής του Μεσοπολέμου. Είχα μόνο το κέλυφός της, σαν ένα πουκάμισο φιδιού. Το πήρα στα χέρια μου και προσπάθησα να την αναστήσω. Ήταν μια παράξενη γνωριμία.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Θα έπρεπε να πω κάτι εντυπωσιακό. Όμως δεν μου αρέσει να απογοητεύσω τους παλιούς μου φίλους. Ιδίως τον Σπίθα και τον μικρό ήρωα, που διάβαζα με μανία, τα τεύχη του αποτέλεσαν την πρώτη χάρτινη βιβλιοθήκη μου. Όμως, εκείνο που με εντυπωσίασε ήταν το βιβλίο «Τα  κατά συνθἠκην ψεύδη».  μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω την υποκειμενικότητα του αφηγηματικού λόγου. Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη δύναμη της μυθοπλασίας.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δεν ξέρω αν μου άλλαξε τη ζωή, όμως με ταρακούνησε. Πρόκειται για τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Μια απλή ιστορία που ο μεγάλος δημιουργός τη χειρίζεται με μαεστρία, λέξη τη λέξη. Με ξαφνιάζει η ανάγνωσή της, κάθε φορά με την ίδια ένταση. Η ηρωίδα του είναι φτιαγμένη με τέτοια δύναμη, που σε παρασύρει. Κάθε φορά ανακαλύπτω και κάτι καινούριο. Είναι ένας οικουμενικός συγγραφέας. Δεν εκπλήσσομαι μόνο από τα ξενόγλωσσα επίθετα. Η εγχώρια παραγωγή έχει σπουδαίους δημιουργούς.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Χρωστάω σε πολλούς και πολλές. Είμαστε οι προσχώσεις όσων έχουμε διαβάσει. Πρώτα απ’ όλα ο ανώνυμος δημιουργός. Παραμάνα μου ήταν ο παραμυθάς, ο δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού. Η τέχνη χρωστάει πολλά σ’ αυτούς/ ές. Το ξεχνάμε. Δεν θα ήθελα να παραθέσω ονόματα, θα ήμουν άδικος. Ωστόσο, ο Δημήτρης Χατζής είναι ένας απ’ αυτούς που με έχουν μαγέψει. Έχει καταφέρει να πλάσει ήρωες πλασμένους από πηλό και όχι εργαστηριακούς. Όταν το ξεχνάω, διαβάζω τον Σιούλα τον ταμπάκο. Στη στενή μου παρέα βρίσκεται ο Τόμας Μαν. Ένας μάστορας της μεγάλης φόρμας. Και επειδή δεν ξεχνάω τις παλιές μου αγάπες, ο Καρυωτάκης έρχεται κι επανέρχεται, όσο κι αν προστέθηκαν, με τον καιρό, πολλοί στην παρέα.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Εξαρτάται από το σημείο της γραφής. Στην αρχή η μουσική είναι απαραίτητη, προετοιμάζει την είσοδό μου στην αφήγηση. Χρειάζομαι απόλυτη σιωπή όταν η γραφή βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Η απαλή μουσική, μπλουζ και τζαζ, συνοδεύει το χέρι και τη σκέψη την ώρα που η αφήγηση έχει προσανατολισθεί έχοντας δοθεί κάποιες λύσεις. Συχνά η απάντηση σ ‘αυτή την εξέλιξη είναι το μικρό διάλειμμα και η έντονη μουσική, η εκτόνωση της συμπίεσης. Και βέβαια, όταν όλα βαίνουν καλώς, το κλαρίνο, ιδίως τα μοιρολόγια της Ηπείρου και τα τραγούδια της τάβλας με βοηθάνε να βγάλω από μέσα μου τον ατμό.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Επιστροφή στις εμμονές μου. Με ταλαιπωρούν οι ήρωες και οι ηρωίδες των προηγούμενων μυθιστορημάτων μου. Με απασχολεί πάντα αν ένα μυθιστόρημα ολοκληρώνεται ποτέ. Τι συμβαίνει με τα δημιουργήματα της μυθοπλασίας; Συμφωνήσαμε να ξανασυναντηθούμε, να με βοηθήσουν να μιλήσουμε για τη μνήμη και τον τόπο, για τις πληγές που δεν κλείνουν εύκολα αν δεν  αναμετρηθεί κάποιος  μαζί τους. Για τα μετέωρα βήματα. Τις χίμαιρές μας.