«Εχοντας επίγνωση της οδύνης που έχουν βιώσει οι άνθρωποι αυτής της χώρας σε άλλους χώρους βασανιστηρίων, το Σανασαριάν Xάνι έως τη στρατιωτική φυλακή Νο 5 του Ντιγιάρμπακιρ, και από τη βίλα του Ερένκιοϊ έως το «Εργαστήριο για ανακρίσεις σε βάθος», δεν θα τολμούσα να κάνω λόγο για βασανιστήρια μόνο εξαιτίας της άσκησης σωματικής βίας. Αλλά τα βασανιστήρια δεν περιλαμβάνουν μόνο τη βία που ασκείται στο σώμα. Τα βασανιστήρια έχουν και μια ψυχολογική διάσταση. Αυτό αφορά και το γεγονός ότι ασκούνται οργανωμένα από ομάδα ανθρώπων. Οτι έχουν σκοπό να προσβάλουν συστηματικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οτι, τελικά, η σωματική και ψυχική ακεραιότητα του κρατούμενου, δηλαδή η ασφάλειά του, εξαρτάται από τη διάθεση του βασανιστή. Οτι δεν υπάρχουν κανόνες, πάνω στους οποίους μπορεί ο κρατούμενος να βασιστεί, όπως δεν υπάρχουν και εγγυήσεις ότι τα όρια που σήμερα κρατήθηκαν, δεν θα ξεπεραστούν αύριο. Το θύμα παραδίδεται ολοκληρωτικά στο έλεος των βασανιστών του».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον δημοσιογράφο Ντενίζ Γιουτζέλ και περιλαμβάνονται στην κατάθεση που έδωσε σε δικαστήριο του Βερολίνου, την Παρασκευή 10 Μαΐου. Ο Γιουτζέλ, γιος Τούρκων μεταναστών που γεννήθηκε στη Γερμανία το 1973, έχει διπλή υπηκοότητα. Στη χώρα της καταγωγής του είναι σήμερα κατηγορούμενος για προπαγάνδα υπέρ τρομοκρατικής οργάνωσης. Δεν υπάρχει, όμως, περίπτωση να επιστρέψει στη χώρα για να είναι παρών στη δίκη του. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Die Welt» έχει ήδη περάσει έναν ολόκληρο χρόνο στις τουρκικές φυλακές, χωρίς να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Αυτό έγινε μόνο αφού αφέθηκε ελεύθερος τον Φεβρουάριο του 2018, έπεια από έναν διπλωματικό μαραθώνιο, στον οποίο πρωταγωνίστησαν ο τότε Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Η βεβαιότητα του Γιουτζέλ ότι στην πραγματικότητα ήταν επί ένα χρόνο όμηρος του καθεστώτος, που επιδίωκε ανταλλάγματα από τη Γερμανία, μοιάζει δικαιολογημένη.
Την περασμένη Παρασκευή, ο πρώην ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας στην Τουρκία κατηγόρησε ευθέως τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν ότι εκείνος βρίσκεται πίσω από τα βασανιστήρια που υπέστη από έξι δεσμοφύλακες. «Στη φυλακή Νο 9 του Σιλίβρι, υποβλήθηκα επί τρεις ημέρες σε βασανιστήρια. Κατά πάσα πιθανότητα κατ' εντολήν του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν ή του στενού του περιβάλλοντος, και σε κάθε περίπτωση σε συνέχεια της καμπάνιας μίσους εναντίον μου, που είχε ξεκινήσει νωρίτερα, με δική του ευθύνη». Δεν θεωρεί, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι οι βασανιστές του τον αποκαλούσαν «προδότη της πατρίδας» και «πράκτορα των Γερμανών». Οσα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια στη μακροσκελή κατάθεση που δόθηκε ολόκληρη στη δημοσιότητα, έλαβαν χώρα τις πρώτες ημέρες μετά τη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του στη διαβόητη φυλακή του Σιλίβρι. Εκεί που έμελλε να περάσει δώδεκα μήνες, τους εννέα από τους οποίους στην απομόνωση.
Ο Γιουτζέλ αναφέρει ότι την πρώτη μέρα η ένταση των σωματικών βασανιστηρίων δεν ήταν αφόρητη. Αν και έπεσε επανειλημμένα θύμα ξυλοδαρμού, με τους βασανιστές του να του ρίχνουν κλοτσιές, να τον χτυπούν στην πλάτη και στο στέρνο, να τον σπρώχνουν. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, εκείνο που επεδίωκαν ήταν κυρίως να τον ταπεινώσουν και να τον εκφοβίσουν, ώστε να προκαλέσουν την αντίδρασή του. «Τι σε πληρώνουν οι Γερμανοί για να προδώσεις την πατρίδα σου; Λέγε, αλλιώς θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα», του είπε τη δεύτερη μέρα ο ένας από τους έξι δεσμοφύλακες, αφού πρώτα του έριξε μερικά γερά χαστούκια. «Δεν σε χτυπήσαμε. Σε χαϊδέψαμε. Δεν ξέρεις τι σημαίνει βία, αλλά άμα θέλεις, θα σου δείξω», συνέχισε. Στην κατάθεσή του, ο Γιουτζέλ ονομάζει καθέναν από τους έξι δεσμοφύλακες. «Καταθέτω τα ονόματά τους, διότι κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του», γράφει.
Ο βασανιστής του είχε άδικο. Ο Ντενίζ Γιουτζέλ γνώριζε ήδη άριστα τι σημαίνει βία. Δεν το γνώριζε από πρώτο χέρι, βεβαίως, αλλά από τα ρεπορτάζ που έκανε στην Τουρκία από το 2015, όταν εγκαταστάθηκε στη χώρα ως ανταποκριτής. Είναι, άλλωστε, μια καταγγελία την οποία τεκμηριώνουν με τις εκθέσεις τους οι ερευνητές των Ηνωμένων Εθνών και της Διεθνούς Αμνηστίας. Και την περασμένη Παρασκευή, όταν κατέθετε για τα βασανιστήρια που υπέστη, φρόντισε να υπενθυμίσει ότι η μοίρα χιλιάδων κρατουμένων είναι πολύ χειρότερη από τη δική του. Διότι χάρη στο γερμανικό του διαβατήριο και τις επίμονες προσπάθειες του εργοδότη και της κυβέρνησής του, κατέστη δυνατό να αποκτήσει ξανά την ελευθερία του.
Η συνέντευξη Τύπου
Οι περιπέτειες του ανταποκριτή της «Die Welt» ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2016, δηλαδή έναν ολόκληρο χρόνο πριν από τη σύλληψή του. «Αλαζόνας», «εχθρός της θρησκείας» και «δικηγόρος του PKK», είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους τον είχαν στολίσει κύκλοι της κυβέρνησης και ο φιλικός της Τύπος, έπειτα από τις άβολες ερωτήσεις για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που μόνος εκείνος είχε τολμήσει να θέσει στην καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον τότε πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, κατά τη διάρκεια κοινής τους συνέντευξης Τύπου. «Για να μείνουμε μόνο σε ένα παράδειγμα, συγκεκριμένα την ελευθερία του Τύπου: Η Τουρκία βρίσκεται στη θέση 159 σε ό,τι αφορά την ελευθερία των μέσων. Συνάδελφοί μας, ο Τζαν Ντουντάρ και ο Ερντέμ Γκιουλ αντιμετωπίζουν κατηγορίες που επισύρουν την ισόβια κάθειρξη», είχε πει τότε, μπροστά στις κάμερες. Ο Γιουτζέλ αναφερόταν στην πασίγνωστη υπόθεση της δίωξης κατά του διευθυντή και του αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ». «Επίσης, στις κουρδικές περιοχές, σε πόλεις όπως το Ντιγιάρμπακιρ, το Τσιζρέ και η Σιλόπη, σύμφωνα με τις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κατάσταση δεν είναι αυτή που μόλις περιέγραψε ο πρωθυπουργός». Η δήλωσή του σε ζωντανή σύνδεση προκάλεσε σκάνδαλο. Εκτοτε, ο ανταποκριτής έγινε «ο πράκτορας των Γερμανών» και σύντομα ανοιχτά στόχος του καθεστώτος.
Τον Φεβρουάριο του 2017, ο Γιουτζέλ συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Σιλίβρι. Στην κατάθεσή του, ο 46χρονος δημοσιογράφος αναφέρεται εκτενώς στις συνθήκες απομόνωσης στις οποίες έζησε επί μήνες. «Η απομόνωση είναι μια επίθεση στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του κρατουμένου και θεωρείται «λευκό βασανιστήριο»», κατέθεσε ο Γιουτζέλ, για να προσθέσει ότι φέρει ακόμη τα σωματικά και ψυχικά ίχνη από εκείνους τους εννέα μήνες. Γιατί δεν μίλησε νωρίτερα; Ειδικά ενώ ο δικηγόρος του, ο Βεϊζέλ Οκ, όχι μόνο έχει ήδη καταθέσει αίτηση για αποζημίωση, την οποία απέρριψε η τουρκική Δικαιοσύνη χωρίς εξηγήσεις, αλλά έχει προσφύγει και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. «Σκοπίμως απέφυγα να μιλήσω για τα βασανιστήρια αμέσως μετά την απελευθέρωσή μου. Διότι ο σωστός τόπος είναι εδώ, στο δικαστήριο. Γι'' αυτό το λέω για πρώτη φορά δημοσίως», ανέφερε. Αυτό που θέλουν ο Ντενίζ Γιουτζέλ και ο Βεϊζέλ Οκ είναι να δημιουργήσουν νομικό προηγούμενο. Με την προοπτική να έχουν ένα εργαλείο που μπορεί να συμβάλει στο μέλλον στην υπεράσπιση και την προστασία χιλιάδων άλλων θυμάτων.
«Σε αυτή τη χώρα, αμέτρητοι άνθρωποι έχουν κάνει ασύγκριτα μεγαλύτερες θυσίες στο όνομα της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας. Στην Τουρκία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, συνάδελφοί μου έχουν χάσει τη ζωή τους επειδή έκαναν τη δουλειά τους. Σε σχέση με όλους αυτούς, όσα βίωσα εγώ είναι ασήμαντα. Η απόφασή σας, λοιπόν, δεν έχει καμιά αξία», γράφει απευθυνόμενους στους Τούρκους δικαστές του. «Αλλά αυτό δεν θα συνεχιστεί για πάντα. Και όλοι όσοι καταπάτησαν και τα δικά μου στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα θα αντιμετωπίσουν μια ημέρα τη Δικαιοσύνη. Και όλα θα πάνε καλά», κλείνει την κατάθεσή του ο Γιουτζέλ, ο οποίος ήταν απολύτως προετοιμασμένος και για την τουρκική αντίδραση. Με μια λιτή ανακοίνωση, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών διαψεύδει τον δημοσιογράφο, δηλώνοντας ότι η χώρα «επιδεικνύει μηδενική ανοχή στα βασανιστήρια».