Στο τέλος Απριλίου προγραμματίζεται να αποδοθεί το Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έθεσε η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, κατά τη διάρκεια αυτοψίας που πραγματοποίησε χθες. Την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού συνόδευσαν στην αυτοψία, ο Γ.Γ. Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου, η διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Κατερίνα Δελλαπόρτα, ο διευθυντής Μελετών και Εκτέλεσης Εργων Μουσείων και Πολιτιστικών Κτηρίων Κώστας Φρισήρας και υπηρεσιακά στελέχη του ΥΠΠΟΑ.
Όπως δήλωσε η Λίνα Μενδώνη, «το Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα για την Αθήνα. Είναι ένα κτήριο με πολλές μοναδικές λεπτομέρειες, χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής υπογραφής του Τσίλλερ, το οποίο γνώρισε την εγκατάλειψη για πολλά χρόνια. Σήμερα, υποδειγματικά αποκατεστημένο, είναι έτοιμο να υποδεχτεί τη σημαντική συλλογή Λοβέρδου και να ανοίξει τις πύλες του στο κοινό. Η λειτουργία του Μεγάρου θα λειτουργήσει ως παράγοντας αναβάθμισης του κέντρου της Αθήνας».
Από την ερχόμενη εβδομάδα προγραμματίζεται η μεταφορά των εκθεμάτων, καθώς όλες οι αναγκαίες εργασίες για τη χρήση του κτηρίου ολοκληρώθηκαν από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του Μεγάρου έχουν ήδη ολοκληρωθεί, από την Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και την Διεύθυνση Σύγχρονων Μνημείων και Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων.
Στο Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου, το οποίο αποτελεί παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, θα εκτεθεί η Συλλογή Λοβέρδου, η οποία αποτελείται από εικόνες Κρητικής και Επτανησιακής Σχολής, παλαίτυπα, ξύλινα γλυπτά κ.α. Υπήρξε δωρεά εν ζωή στο ελληνικό δημόσιο το 1979 και το 1992, από τις κόρες του Διονύσιου Λοβέρδου, Μαρία Λοβέρδου και Ιωάννα Βασιλειάδη, με διαχειριστή το υπουργείο Πολιτισμού, για λογαριασμό του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, με σκοπό τη δημιουργία του Μουσείου.
Βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Μαυρομιχάλη 6, και χτίστηκε το 1882 ως η κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Συνδυάζει ποικίλα αρχαιοπρεπή στοιχεία και τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής του. Η πρόσοψή του κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν διακοσμητικά στοιχεία υψηλής ποιότητας, τοιχογραφίες, οροφογραφίες, τζάκια και ξυλόγλυπτη σκάλα που οδηγεί στο ανώγειο.
Ο Κεφαλλονίτης τραπεζίτης και συλλέκτης Διονύσιος Π. Λοβέρδος αγόρασε το Μέγαρο το 1912, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία, αλλά και ως μουσείο, για να εκθέσει τις πλούσιες συλλογές του. Το 1930 ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επιμελήθηκε το ιδιωτικό Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης του Διονυσίου Π. Λοβέρδου, με τροποποιήσεις και προσθήκες, όπως το «παρεκκλήσι» χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο και την αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες.
Το αινιγματικό και επιβλητικό αρχιτεκτόνημα του ώριμου νεοκλασικισμού της νεότερης Ελλάδας, ήταν σε πολύ κακή κατάσταση επί χρόνια, έχοντας μεταβληθεί σχεδόν σε ερείπιο. Με συνολικό εμβαδόν που ξεπερνά τα 1.000 τ.μ., είναι για ένα μέγαρο φορτισμένο με το ιστορικό βάρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πρωτεύουσας ενώ η αισθητική προσέγγιση του νεοκλασικού κτιρίου κινείται στο τρίπτυχο «καθαρότητα - διαφάνεια – σαφήνεια».
Στο μέγαρο αυτό ο Ε. Τσίλλερ έζησε με την οικογένειά του έως το 1912. Εκείνη τη χρονιά το ιστορικό κτίριο αγοράστηκε σε πλειστηριασμό από τον Διονύσιο Π. Λοβέρδο. Το 1979, οι κληρονόμοι του Κεφαλλονίτη συλλέκτη Διονυσίου Λοβέρδου παρέδωσαν στο ΒΧΜ για συντήρηση και φύλαξη επ’ αόριστον περίπου 660 αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης (15ος-19ος αι.), δηλαδή ένα μεγάλο μέρος της συλλογής που ο συλλέκτης είχε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Το 1981 το αρχιτεκτόνημα χαρακτηρίστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού έργο τέχνης, ενώ το 1992 δωρήθηκε στο ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να λειτουργήσει ως παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Το 2011 πραγματοποιείται εκπόνηση μελέτης αποκατάστασης από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και το 2014 ξεκινά η αποκατάστασή του. Το έργο φτάνει μέχρι τις ημέρες μας λόγω καθυστερήσεων που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Τα περισσότερα έργα της συλλογής συντηρήθηκαν στα εργαστήρια του ΒΧΜ, ταξινομήθηκαν και, από τον Φεβρουάριο του 1980 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εκτέθηκαν στις αίθουσες του διωρόφου κτηρίου Δαβάκη στον περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου. Η Συλλογή Λοβέρδου δεν είναι προς το παρόν επισκέψιμη, καθώς τα έργα αποσύρθηκαν όταν άρχισαν οι εργασίες επέκτασης του ΒΧΜ, για να επανεκτεθούν στο άμεσο μέλλον σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο.
Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες και αξιολογότερες συλλογές έργων μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης στην Ελλάδα, η οποία από το 1930 έως το 1979 στεγαζόταν στο κτήριο Τσίλλερ-Λοβέρδου, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του. Η μουσειολογική μελέτη της μόνιμης έκθεσης έχει εγκριθεί από το 2012, όπως και η μουσειογραφική πρόταση.
Η μουσειολογική μελέτη προσαρμόζεται στα κτηριολογικά δεδομένα του κτηρίου με κύριο χαρακτηριστικό την χωροταξία των αιθουσών που δεν διαδέχονται ομαλά η μία την άλλη, γεγονός που επηρεάζει και την συνέχεια της αφήγησης της έκθεσης. Για το λόγο αυτό επελέγησαν κατά το δυνατό απλές και λιτές λύσεις.
Σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό της έκθεσης παίζουν τα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία που καθορίζουν το ύφος του κάθε χώρου. Για τον λόγο αυτό το περιεχόμενο των ενοτήτων επελέγη με τρόπο που τα εκθέματα να εναρμονίζονται με το χαρακτήρα του χώρου υποδοχής τους: λ.χ. η κρητική σχολή εκτίθεται στην αίθουσα του ισογείου που παραπέμπει σε εσωτερικό ναού της βυζαντινής Ιταλίας με έντονο χρυσό ψηφιδωτό διάκοσμο στην κόγχη, κίονες και τόξα με φυσιοκρατικά μοτίβα κλπ., ενώ για την έκθεση της επτανησιακής σχολής θεωρήθηκε ως πλέον κατάλληλη η αίθουσα του α΄ ορόφου που θυμίζει piano nobile της επτανησιακής έπαυλης.
Ο σχεδιασμός της έκθεσης ανταποκρίνεται και στην επιθυμία του συλλέκτη να προβάλει στο κοινό έργα της μεταβυζαντινής περιόδου κυρίως από τα Επτάνησα, λόγω της καταγωγής του, επιδιώκοντας να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό σημαντικών έργων κρητικής και επτανησιακής σχολής.
Στόχος είναι, επίσης να δημιουργηθεί ένα ανοικτό σύγχρονο μουσείο που θα προβάλει την ιδιωτική κατοικία Τσίλλερ και θα αναδίδει στο κοινό την ατμόσφαιρα και την ποιότητα μιας παλαιάς αστικής οικίας. Οι θεματικές ενότητες είναι οι ακόλουθες: Πομπηιανό σαλόνι, Ο Λοβέρδος και η συλλογή του, Βυζαντινή παράδοση και κρητική σχολή, Αφιερωτές και παραγγελιοδότες Εικονογραφικοί τύποι Θεοτόκου, Ο νατουραλισμός της Επτανησιακής σχολής, Οι άγιοι της Επτανήσου, η Επίδραση της δυτικής χαλκογραφίας στις εικόνες, το ελληνικό δωμάτιο, Αμφια- ξυλόγλυπτα, Κόντογλου και Πελεκάσης.