Του Θόδωρου Σκυλακάκη*
Η Ελληνική κρίση δεν έχει τελειώσει. Αντίθετα μπαίνει στην πιο κρίσιμη φάση της, αυτή που θα καθορίσει την μοίρα της Ελλάδας για τις γενιές που έρχονται. Το μέλλον όπως προδιαγράφεται σήμερα από τη συμφωνία των δανειστών με την κυβέρνηση Τσίπρα είναι μαύρο. Μας λένε οι δανειστές ότι αν ακολουθήσουμε τις πολιτικές που έχουν ως ζουρλομανδύας φορεθεί στην σημερινή Ελλάδα είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε μια φτωχή χώρα (ανάπτυξη 1%), αενάως υπό το φάσμα της χρεοκοπίας (το Eurogroup θα ξαναδεί τη βιωσιμότητα του χρέους το 2032!), μια κυριολεκτικά γερασμένη κοινωνία που θα στέλνει τα καλύτερα μυαλά της στο εξωτερικό και θα κυβερνάται από ψεύτες και δημαγωγούς πολιτικούς, παθολογικά εγωπαθείς τοπικές ελίτ και σκοτεινούς διεθνείς τύπους που θα ψάχνουν τον ιδανικό συνδυασμό τοπικής διαφθοράς και ευρωπαϊκής εξασφάλισης για να τοποθετήσουν το σκοτεινό χρήμα τους και να προωθήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντά τους.
Όπως έλεγε ο προφητικός στίχος του Σαββόπουλου πριν τριάντα χρόνια:
«Πέντε αιώνες Δύσης εθνικής θα ζήσεις από δω και μπρος».
Ο πρωταίτιος της ισόβιας καταδίκης μας στη μιζέρια δεν είναι όμως ούτε οι δανειστές, ούτε οι πολιτικοί, ούτε ο ίδιος ο ελληνικός λαός στο σύνολό του. Ο πρωταίτιος είναι το ελληνικό κράτος. Σε αντίθεση με τις άλλες χώρες το πρόβλημά μας δεν ήταν οι τράπεζες (όπως στην Κύπρο και την Ιρλανδία), δεν ήταν η διεθνής κρίση του 2008, δεν ήταν κάποιος πόλεμος, εισβολή ή φυσική καταστροφή. Ο πρωταίτιος της καταστροφής μας ήταν το κράτος που χρεοκόπησε και στη συνέχεια -με τη συνενοχή πολιτικών και δανειστών, όχι μόνο μετέφερε τη χρεοκοπία του στην ιδιωτική οικονομία και κοινωνία, αλλά στη διάρκεια της καταστροφής φρόντισε να διατηρήσει τα κεκτημένα του και μοιάζει τώρα φουσκωμένο ακόμα πιο πολύ. Όχι γιατί ξοδεύει περισσότερα, αλλά γιατί στην εποχή της φτώχειας και της απίσχνασής τα παραγεμισμένα του σεντούκια και οι εύφορες κοιλάδες της τεμπελιάς που υδρεύει, έρχονται σε τόση αντίθεση με την γύρω πραγματικότητα ώστε να μοιάζει σα φουσκωμένη βδέλλα, γεμάτη αίμα, κολλημένη στο σώμα ενός ημίγυμνου λιπόσαρκου καταδικασμένου σε ισόβια καταναγκαστική εργασία.
Σας φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά; Κι όμως δουλεύουμε σήμερα 198 ημέρες από τις 365 για να ταΐζουμε το ελληνικό κράτος. Για μας και την οικογένειά μας, για τη δική μας ζωή, για το σπίτι μας, τη διαβίωσή μας, το μέλλον μας τις ελπίδες μας, μας μένουν μόλις 169 ημέρες. Οι δουλοπάροικοι του μεσαίωνα, οι μουζίκοι των Τσάρων είχαν περισσότερες μέρες για τον εαυτό τους απ' ότι ο εργαζόμενος Έλληνας σήμερα.
Τι μας επιστρέφει πίσω σε υπηρεσίες; Υπάρχει έστω κι ένας Έλληνας που να πιστεύει ότι οι υπηρεσίες που λαμβάνουμε παιδείας, υγείας, υποδομών, ασφάλειας, δικαιοσύνης, θεσμών, νόμων και γραφειοκρατίας αξίζουν 198 ημέρες δουλειάς; Στην εποχή του δανεισμού -όταν ελάχιστοι φώναζαν ότι το μεγάλο, σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος θα μας καταστρέψει (εγώ προσωπικά το έλεγα μονότονα και μοναχικά από το 1984)-, όλα αυτά τα έκρυβε το δανεικό κι εύκολο χρήμα. Τώρα όμως που τα δανεικά τελείωσαν, τώρα που όλα πληρώνονται τοις μετρητοίς, τώρα όλα φανερώθηκαν.
Τι είναι το κράτος θα μου πείτε. Δεν είμαστε όλοι εμείς; Πως να απελευθερωθείς από τον εαυτό σου; Δεν είναι έτσι όμως. Το κράτος έχει ιδιοκτησία κι όποιος νομίζει ότι είναι αυτός ο ιδιοκτήτης επειδή ψηφίζει μια φορά στα τέσσερα χρόνια είναι φοβάμαι αφελής. Το μεγάλο κράτος, όπως αυτό που έχουμε, που απομυζά πάνω από το 50% των πόρων της χώρας, είναι ιδιοκτησία αυτών που το απολαμβάνουν. Των κομματικών οργανισμών, συντεχνιών και συμφερόντων που αντί να δουλεύουν και να παράγουν ανταγωνιστικά, υπάρχουν γιατί εκμεταλλεύονται το κράτος, δηλαδή τους υπολοίπους. Αυτό σε κάποιο βαθμό πάντα ισχύει και είναι εν πολλοίς συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. Το πρόβλημα του κρατισμού είναι όμως ότι από ένα σημείο και πέρα όσο πιο μεγάλο είναι το κράτος σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία και κοινωνία, τόσο ισχυρότερα πολιτικά γίνονται αυτά τα συμφέροντα, τόσο πιο πολύ απομυζούν τους υπολοίπους και τόσο πιο δύσκολο είναι να απαλλαγεί η κοινωνία από τις βδέλλες.
Στη δική μας χώρα το κράτος μεγάλωσε τόσο πολύ που τελικά έσκασε. Αντί όμως να μικρύνει και να εξυγιανθεί ρούφηξε και ρουφάει κάθε ικμάδα της κοινωνίας. Σε τέτοιο βαθμό που να διώχνει ό,τι καλύτερο αυτή διαθέτει μακριά από την Ελλάδα, να εμποδίζει τους ανθρώπους να κάνουν παιδιά, να απειλεί να παρασύρει μέσω της μετανάστευσης, της υπογεννητικότητας, αλλά και της καταστροφής της αυτοεκτίμησης της κοινωνίας ολόκληρης, το ίδιο το έθνος, σε μια αναπότρεπτη πορεία συρρίκνωσης και παρακμής.
Η σοσιαλδημοκρατική φαντασίωση που μας κατέστρεψε (ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία πιο ακραία εκδοχή), ήταν ότι μπορεί να διατηρήσουμε το μεγάλο κράτος και με κάποιο μαγικό τρόπο να το μετατρέψουμε από βαλκανικό και σκανδιναβικό. Είναι πιο πιθανό να γίνει πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Σώρρας και να μας σώσει με τα 600 δις μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής, παρά το ελληνικό κράτος να γίνει σουηδικό και οι Έλληνες οι Δανοί του νότου.
Η μόνη ρεαλιστική ελπίδα είναι να πάρουμε απόφαση ότι σε έναν λαό αναρχικά ατομοκεντρικό και ασφυκτικά προσδεδεμένο στην οικογένειά του, όπως ο Έλληνας, ταιριάζει ένα κράτος μικρό και σοβαρό, που να του αφήνει χώρο να δημιουργήσει και να ζήσει. Κι αν αυτό στο παρελθόν ήταν ο ορθολογικός δρόμος για τη χώρα, σήμερα που βρισκόμαστε ζωσμένοι στο ζουρλομανδύα, είναι πια ο μόνος δρόμος για την επιβίωσή μας. Η οικονομία μπορεί να ανακάμψει μόνο αν το κράτος, ως οικονομικό μέγεθος, συρρικνωθεί. Το κράτος μπορεί να γίνει καλύτερο μόνο αν μάθει να διαχειρίζεται λιγότερα και να αποδίδει περισσότερα. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Ή το έθνος θα νικήσει το κράτος ή το κράτος θα καταστρέψει το έθνος1.
*Ο κ. Θόδωρος Σκυλακάκης είναι Πρόεδρος της Δράσης.
1 Ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν άρρωστος και στα τελευταία του επέστρεψε στην εξουσία το 1993-1994 σε μια σπάνια στιγμή αυτοκριτικής χρησιμοποίησε μια παρόμοια φράση, μόνο που στη θέση του κράτους είχε τη λέξη χρέος.