Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
Όπως κάθε έθνος-κράτος έτσι και η Ελλάδα συγκροτείται ως πολιτική κοινότητα όχι μόνον ως «κυριαρχική επικράτεια» αλλά και με όρους συμβολικούς, δηλαδή με όρους που την καθορίζουν ως «ηθική κοινότητα» προσδιορίζοντάς την δηλαδή ως κοινότητα που αντιλαμβάνεται το καλό και το κακό με όρους ιερού και βέβηλου – αυτό που οι κοινωνικές επιστήμες ονομάζουν «πολιτική θρησκεία».
Στην Ελλάδα, και σε αντίθεση με πιο κανονικά έθνη-κράτη, στο πέρασμα του χρόνου διαμορφώθηκαν δύο πολιτικές θρησκείες: Μία «εθνική», με σημείο αναφοράς τις πολεμικές περιπέτειες και εδαφικούς αγώνες του Έθνους με κύριους κοινωνικούς φορείς την λαϊκή δεξιά και την Εκκλησία, και μία «λαϊκή πολιτική θρησκεία» με σημείο αναφοράς το ΕΑΜ και το Πολυτεχνείο και κοινωνικό φορέα την αριστερά και τους πανεπιστημιακούς διανοούμενους.
Με εξαίρεση την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, οι δύο αυτές πολιτικές θρησκείες βρέθηκαν σε αντιπαράθεση, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, σε ένταση. Όμως από το 1974 μέχρι σήμερα καμία τους δεν είχε θεωρηθεί ως ακραία ή ως εξωθεσμική. Αυτό συμβαίνει σήμερα για πρώτη φορά στα πλαίσια του Μακεδονικού ζητήματος. Οι οπαδοί του εθνικού αφηγήματος και της εθνικής πολιτικής θρησκείας κατηγορούνται για φασισμό, ενώ οι οπαδοί της λαϊκής πολιτικής θρησκείας, αυτοί που θέτουν «τα συμφέροντα των λαών πάνω από τους φασιστικούς εθνικισμούς», κατηγορούνται για εθνική προδοσία.
Φυσικά δεν ισχύει κανένα από τα παραπάνω. Ή μάλλον, ως εκλογικεύσεις είναι το ίδιο κατανοητές και εύλογες στα πλαίσια αυτών των δύο αναγνωρισμένων από το κράτος και ενσωματωμένων στο εκπαιδευτικό σύστημα πολιτικών θρησκειών. Γιατί στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι πολύ ιδιάζον: ενώ τόσο ο Παύλος Μελάς και ο Μεγαλέξανδρος, όσο και το Πολυτεχνείο και οι αντι-ιμπεριαλιστικοί αγώνες των λαών έχουν χώρο στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και τις δημόσιες τελετές, ουδείς σκέφθηκε ότι από ένα σημείο και μετά αυτά τα δύο συμβολικά συστήματα είναι αντιπαραθετικά και συγκρουσιακά. Και ουδείς σκέφθηκε ότι όχι μόνον χρήζουν αναβάθμισης και ανανέωσης στα πλαίσια μιας σύγχρονης μετα-εθνικιστικής και μετα-σοσιαλιστικής εποχής, αλλά πάνω απ' όλα χρήζουν σύνθεσης. Μία σύνθεση που θα συνενώσει σύμβολα και πολίτες, επιτρέποντας έτσι την εννοιολογική σύνθεση του νοήματος της δημοκρατίας ώστε αυτό να είναι κοινό για όλους μας, δεξιούς, αριστερούς και φιλελεύθερους.
Μέχρι τότε, μία παρατήρηση: Αν υπάρχει κάτι το εκπληκτικό στην όλη διαμάχη μεταξύ εθνικής και λαϊκής πολιτικής θρησκείας είναι η υποκρισία που χαρακτηρίζει τους πυρήνες αυτών των δύο παρωχημένων συμβολικών συστημάτων, υποκρισία που γίνεται προφανής στον τρόπο με τον οποίον οι κοινωνικοί φορείς τους εργαλειοποιούν και χειραγωγούν τα «ιερά και τα όσια» στον βωμό ιδιοτελών συμφερόντων: τόσο οι επίορκοι ΑΝΕΛ και η (άφαντη) Εκκλησία, όσο και ο «πρώτη-φορά-αριστερά» κυνικός, εξουσιομανής και δεσποτικός ΣΥΡΙΖΑ. Μία ανανέωση της πολιτικής θρησκείας, ενωτικής, αισιόδοξης και ανοικτής στον κόσμο, ίσως μας ενέπνεε ηθικά και θα περιόριζε αυτή την αφόρητη υποκρισία.
* Ο κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας και Διευθυντής Διεθνούς Θερινού Σχολείου Cultural Trauma στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.