Του Λάμπρου Τζούμη*
Πριν λίγες μέρες πήρα στα χέρια μου το βιβλίο «Εθνική Στρατηγική – Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο» του Υποστρατήγου ε.α. Γεωργίου Χατζηθεοφάνους. Αυτό που διακρίνει κανείς στο πρωτότυπο αυτό πόνημα είναι μια συνεκτική δομή, που χαρακτηρίζεται από συντομία, ακρίβεια και ορθολογισμό. Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε από έναν αξιωματικό των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) και αναφέρεται σε κρίσιμα θέματα άμυνας και ασφάλειας όπως η εθνική στρατηγική, τα εθνικά συμφέροντα, κ.λπ, καταδεικνύει ότι στο χώρο των Ε.Δ. καλλιεργούνται προβληματισμοί και υπάρχουν προτάσεις αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου στρατηγικού σχεδιασμού με υπευθυνότητα, νηφαλιότητα και γνώση. Τον συγγραφέα του βιβλίου είχα την τύχη να γνωρίσω το 2011 στο Κοσσυφοπέδιο, κατά τη διάρκεια παράδοσης - παραλαβής της Ελληνικής Δύναμης Κοσσυφοπεδίου (ΕΛΔΥΚΟ). Η παρουσία του ελληνικού στρατού στο Κοσσυφοπέδιο μέχρι τότε μετρούσε συνολικά 12 χρόνια. Από τον Ιούνιο του 1999 και το τέλος των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά της Σερβίας, η Ελλάδα συμμετείχε με Δύναμη επιπέδου Ταξιαρχίας, με την ονομασία ΕΛΔΥΚΟ στη ΝΑΤΟϊκή αποστολή στο Κόσσοβο, την KFOR (KOSOVO FORCE). Από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Γιώργο Χατζηθεοφάνους διέκρινα το ήθος, την εντιμότητά του και την εξαιρετική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει στο πλαίσιο των καθηκόντων του αλλά και της στρατιωτικής διπλωματίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφαλείας τόσο για τους κατοίκους της περιοχής αλλά και το προσωπικό της ΕΛΔΥΚΟ. Την ημέρα παράδοσης – παραλαβής της Διοίκησης υπήρξε η πρώτη κοινή επίσημη δημόσια εμφάνιση μετά τον πόλεμο, των θρησκευτικών ηγετών του Κοσσυφοπεδίου (ορθόδοξος καθολικός, μουσουλμάνος), καταδεικνύοντας την εκτίμηση στο πρόσωπο του παραδίδοντος και τη συμβολή της Ελλάδας στη συνύπαρξη μουσουλμάνων και χριστιανών σε μια περιοχή που κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια το εθνικιστικό μίσος και ο διχασμός. Με αφορμή τη συγγραφή του πολύτιμου αυτού δοκιμίου, θα προσπαθήσω να σταχυολογήσω και να επισημάνω μερικά σημεία του, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τι είναι Εθνική Στρατηγική, η απουσία της οποίας επισημαίνεται στο βιβλίο για τη χώρα μας; Η Εθνική Άμυνα σχεδιάζεται και αναπτύσσεται εντός συγκεκριμένου στρατηγικού πλαισίου, που εκφράζεται από την Εθνική Στρατηγική και τα θεσμικά διαβαθμισμένα κείμενα, την Πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας και την Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική. Η κυβέρνηση καθορίζει την Εθνική Στρατηγική, η οποία περιγράφει τη γενική αντίληψη του τρόπου χρησιμοποίησης του συνόλου του εθνικού δυναμικού και αποτελεί τη συνισταμένη των πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών και των λοιπών δυνατοτήτων της χώρας, για την επίτευξη των εθνικών στόχων κατά τη διάρκεια ειρήνης, κρίσεως και πολέμου. Με βάση την Εθνική Στρατηγική το ΚΥΣΕΑ διαμορφώνει και εγκρίνει την Πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΠΕΑΑ), η οποία βασίζεται σε εκτίμηση μακράς προοπτικής για τη χώρα. Η ΠΕΑΑ χαράσσει το πλαίσιο των κυβερνητικών επιλογών, βάσει του οποίου θα αναπτυχθεί και θα χρησιμοποιηθεί η Εθνική Αμυντική Ισχύς, προκειμένου να προασπίζει και να προάγει τα εθνικά συμφέροντα, με την εκπλήρωση των Εθνικών Αντικειμενικών Σκοπών. Η Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική απορρέει από την ΠΕΑΑ και έχει ως στόχο τον καθορισμό της αποστολής και των κύριων επιχειρησιακών έργων των Ενόπλων Δυνάμεων και του τρόπου προετοιμασίας, αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως τους, καθώς και ειδικές κατευθύνσεις σχεδιάσεως των απαιτούμενων δυνάμεων, προκειμένου να εξασφαλισθεί αποτελεσματική αποτροπή και προάσπιση της χώρας από κάθε στρατιωτική απειλή. Θα συμφωνήσω με το συγγραφέα του βιβλίου για την απουσία καταγεγραμμένης εθνικής στρατηγικής και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έλλειμμα που διαπιστώνεται όσον αφορά τη δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας και την ανάληψη των πολιτικών ευθυνών για την υλοποίηση των επιλογών της, στον ευαίσθητο τομέα της εθνικής άμυνας και ασφάλειας. Κρίνεται επίσης απαραίτητο να επισημανθεί ότι η ισχύουσα Πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας, τελευταία φορά εγκρίθηκε από το ΚΥΣΕΑ το 2011 και απαιτεί άμεσα αναθεώρησης - επικαιροποίησης, καθόσον έχουν επέλθει αρκετές μεταβολές στο γεωστρατηγικό περιβάλλον της χώρας μας. Το ερώτημα που προκύπτει μετά τα προαναφερόμενα είναι πως είναι δυνατή η εκπόνηση των θεσμικών κειμένων ΠΕΑΑ και ΕΘΣΣ, όταν απαραίτητη προϋπόθεση είναι καταγεγραμμένη Εθνική Στρατηγική, γεγονός που δεν υφίσταται ;
Αναφορικά με τη θέση που διατυπώνει ο συγγραφέας του βιβλίου για δηλώσεις διαφόρων υπηρεσιακών παραγόντων χωρίς περιεχόμενο στο θέμα καθορισμού «κόκκινων γραμμών» απέναντι στην προκλητικότητα της Τουρκίας, καθώς και την αναποτελεσματικότητα της κατευναστικής πολιτικής που ακολουθεί η χώρα μας, να επισημάνω τα εξής : Για κάθε ενδεχόμενη πρόκληση ή επεισόδιο σε ειρηνική περίοδο, όπως και σε περίοδο τεταμένων σχέσεων, μέχρι την έναρξη των εχθροπραξιών, υφίστανται λεπτομερείς οδηγίες αντιμετώπισης που συμπεριλαμβάνονται στους Εθνικούς Κανόνες Εμπλοκής (ΕΚΕ). Σκοπός των ΕΚΕ είναι η θέσπιση συγκεκριμένων οδηγιών, που καθορίζουν το βαθμό και τον ορθό τρόπο αντίδρασης των Ε.Δ. σε εχθρικές προθέσεις ή εκδηλούμενες εχθρικές ενέργειες, προκειμένου να τηρηθεί η κρίση στο επιθυμητό επίπεδο. Αποβλέπουν τόσο στη διατήρηση του εθνικού γοήτρου όσο και στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής επιβιώσεως Μονάδων των Ε.Δ.. χωρίς την από μέρους μας εκδήλωση άσκοπων και προκλητικών ενεργειών. Σύμφωνα με τους ΕΚΕ οι Ε.Δ. ενεργούν με βάση τις πολιτικές εντολές και τους κανόνες που αποδεσμεύει - εξουσιοδοτεί το ΚΥΣΕΑ. Πλέον αυτού προβλέπεται η παρέμβαση των Ε.Δ., χωρίς να επεμβαίνει η πολιτική ηγεσία, αλλά με απόφαση όχι μόνο του τοπικού διοικητή, αλλά και του τοπικού μέσου που αντιμετωπίζει την πρόκληση και αφορούν στον τρόπο ενέργειας. Από τη στιγμή που αρχίσουν οι εχθροπραξίες οι ΕΚΕ παύουν να ισχύουν και τίθενται σε εφαρμογή τα εθνικά σχέδια. Εφόσον λοιπόν υπάρχουν λεπτομερείς οδηγίες για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενης πρόκλησης ποιος είναι ο λόγος και οι περίφημες κόκκινες γραμμές έχουν καταστεί «κουρελόχαρτο» ; Βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση αυτών των «κόκκινων γραμμών» και υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας αποτελεί η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για χρησιμοποίηση της στρατιωτικής δύναμης. Για το εν λόγω θέμα θεωρώ αυτονόητη την παρουσίαση των πραγματικών στρατιωτικών δυνατοτήτων και αδυναμιών, από τη στρατιωτική ηγεσία και τα αρμόδια θεσμικά στρατιωτικά όργανα όπως το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) και το Συμβούλιο Άμυνας (ΣΑΜ), προκειμένου η πολιτική ηγεσία να λάβει την τελική απόφαση για τη χρήση της στρατιωτικής δύναμης. Είναι επιβεβλημένη η αποτύπωση με απόλυτη σαφήνεια και πληρότητα των προβλημάτων που απασχολούν τις Ε.Δ. σε θέματα μαχητικής επάρκειας, δομής, στρατηγικών πόρων (π.χ. υποστελέχωση των Μονάδων, ανεκπαίδευτη εφεδρεία, αδυναμία υποστήριξης οπλικών συστημάτων, προβλήματα λόγω περικοπής στους λειτουργικές προϋπολογισμούς των επιτελείων, κατάσταση του ηθικού των στελεχών των ΕΔ, κ.λπ). Η επιλογή της «αφωνίας» που παρατηρείται κάποιες φορές στις ανώτατες βαθμίδες της ιεραρχίας, προκειμένου να επιτευχθεί η παράταση στην «καρέκλα» της εξουσίας, εγκυμονεί σοβαρότερους κινδύνους εκτός από αυτόν της απώλειας αξιοπρέπειας. Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής της στρατιωτικής ηγεσίας ότι ιστορικά παραδείγματα του παρελθόντος έχουν καταδείξει τη μεταφορά της ευθύνης στους στρατιωτικούς σε περίπτωση αποτυχίας μιας κρίσης ή πολεμικής επιχείρησης. Η χώρα μας απέναντι στην προκλητικότητα της Τουρκίας έχει υιοθετήσει επί σειρά ετών πρακτικές κατευνασμού που δεν έχουν φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο κατευνασμός εφ΄ όσον είναι επιτυχής έχει το πλεονέκτημα αποφυγής του συγκρουσιακού στοιχείου, αλλά υπάρχει κίνδυνος να αποθρασύνει τον αντίπαλο, οδηγώντας σε διαδοχικές υποχωρήσεις, γεγονός που έχει συμβεί στην περίπτωσή μας. Θα συμφωνήσω με τον συγγραφέα ότι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας, όπως : «Δώσαμε εντολή στους πιλότους μας να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους», «Τι θέλετε να κάνουμε πόλεμο;» μεταφέρουν λάθος μηνύματα και ενισχύουν τον αναθεωρητισμό της απέναντι πλευράς. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που τα μέσα άσκησης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής είναι περιορισμένα λόγω της δημοσιονομικής κρίσης η επιλογή μιας δυναμικής απάντησης για την αντιμετώπιση του αναθεωρητισμού της Τουρκίας, είναι πολύ δύσκολο να υιοθετηθεί. Η επιλογή αυτή κρίνεται επιτυχημένη αν η Τουρκία «μαζευτεί», αλλά ενέχει το ρίσκο σημαντικής αύξησης πιθανότητας ενός θερμού επεισοδίου, ίσως και πολεμικής αναμέτρησης, που από κανέναν δεν είναι επιθυμητή. Μια άλλη επιλογή είναι αυτή του «παγώματος» των διαφορών στο Αιγαίο, με τις σημερινές συνθήκες περιορισμένης έντασης, χαμηλής αλλά όχι μηδενικής πιθανότητας κλιμάκωσης και τη διατήρηση μιας κατάστασης με όλα τα συναφή προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή αυτή είναι η διαφύλαξη της αποτρεπτικής μας ικανότητας, με σκοπό το κέρδος χρόνου για την ανάκτηση της οικονομικής μας κυριαρχίας και της επίτευξη της κατάλληλης εθνικής ισχύος, για μια πιθανή μελλοντική διαπραγμάτευση και επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία.
Θα διαφωνήσω με τη θέση του συγγραφέα και την αντίρρησή του σχετικά με το θέμα ίδρυσης Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και αντ΄ αυτού την πρόταση για αναβάθμιση του ΚΥΣΕΑ. Είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός θεσμικού πλαισίου στο στρατηγικό σχεδιασμό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, άμυνας και διαχείρισης κρίσεων. Είναι απαραίτητη η ίδρυση ενός επιτελικού οργάνου με ενδεικτική ονομασία Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ή Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας το οποίο να θέτει και να σχεδιάζει την εθνική πολιτική στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, καθώς επίσης να συντονίζει και να εισηγείται στην πολιτική ηγεσία που εμπλέκεται στην υλοποίησή της. Το όργανο αυτό θα στελεχώνεται από διπλωμάτες, στρατιωτικούς και στελέχη άλλων συναρμόδιων κυβερνητικών υπηρεσιών και θα έχει υποστηρικτικό ρόλο προς το ΚΥΣΕΑ, το οποίο θα έχει τον βασικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Προφανώς το Συμβούλιο αυτό δεν θα αποτελέσει πανάκεια για τις παθογένειες στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας, αλλά η μέχρι σήμερα διαχείριση κρίσεων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κρίση των Ιμίων, έχει καταδείξει ότι απαιτείται επανεκτίμηση του ρόλου και των δραστηριοτήτων του ΚΥΣΕΑ. Θα μπορούσε για την καλύτερη αποδοτικότητα να υπάρξει διαχωρισμός αρμοδιοτήτων σε δύο επιμέρους όργανα ήτοι ενός με κεντρική αποστολή το στρατηγικό σχεδιασμό και ενός με αποστολή τη διαχείριση κρίσεων.
Τελειώνοντας θεωρώ ότι το βιβλίο του Υποστρατήγου ε.α. Γεωργίου Χατζηθεοφάνους «Εθνική Στρατηγική – Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο», θα αποτελέσει ένα δοκίμιο προτάσεων αλλά και πηγή προβληματισμού για μια σειρά κρίσιμων εθνικών θεμάτων ασφάλειας-άμυνας και θα έχει την επιτυχία που του αξίζει.
*Ο κ. Λάμπρος Τζούμης είναι Αντιστράτηγος ε.α.