του Πάνου Λώλου*
Η Ελλάς εισήλθε στην εποχή των μνημονιακών συμβάσεων όταν το ύψος των γνωστών δίδυμων ελλειμμάτων δεν επέτρεπε την αναχρηματοδότηση τους από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου οι οποίες θεώρησαν κάθε περαιτέρω τοποθέτηση τους στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ως εξαιρετικά επισφαλή ενέργεια. Συνεπώς, η χώρα κρίθηκε ως μη αξιόχρεη με τις γνωστές επιπτώσεις στο επιχειρείν, προκαλώντας συστημικό κίνδυνο που επιδείνωσε σημαντικά την πορεία πολλών επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ανέβηκαν κατακόρυφα και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε τραπεζικό δανεισμό μειώθηκε σημαντικά ενώ το κόστος κατέστη πολλαπλάσιο του αντίστοιχου μέσου της ευρωζώνης.
Η εγχώρια αγορά εταιρικών ομολόγων σε διαπραγμάτευση μετρά ήδη ένα έτος λειτουργίας και ανέρχεται περί τα 700 εκ. ευρώ με σημαντικές προοπτικές αύξησης του κύκλου εργασιών της. Τα εταιρικά ομόλογα αποτελούν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ειδικά εκείνων που υπόκεινται σε συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, δεδομένης της δυνατότητας τους να παρέχουν στους υποψηφίους επενδυτές επαρκή πληροφόρηση για τα πεπραγμένα τους. Σε περισσότερο αναπτυγμένες χώρες, τα εταιρικά ομόλογα υπερτερούν σε κύκλο εργασιών των κρατικών ενώ μπορούν να διαπραγματευθούν και στην δευτερογενή αγορά, κάτι που δεν έχει εμπεδωθεί ακόμη πλήρως στη χώρα μας.
Οι πρόσφατες δημόσιες προσφορές εταιρικών ομολόγων που υπερκαλύφθηκαν με πλήρη επιτυχία από ξένους και εγχώριους θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι από την φύση τους προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμες και σταθερές αποδόσεις, κατέδειξαν ότι σημαντικές ελληνικές επιχειρήσεις αξιολογήθηκαν από τις αγορές ως περισσότερο αξιόχρεες σε σχέση με το ελληνικό κράτος και αυτό λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εταιρικά ομόλογα προσφέρουν συνήθως μεγαλύτερες αποδόσεις μιας και οι επιχειρήσεις διέπονται θεωρητικώς από μεγαλύτερο κίνδυνο μη αποπληρωμής των υποχρεώσεων τους. Έτσι, το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε πρόσφατα και με 5ετή διάρκεια 3 δις ευρώ με κόστος 4,375% ενώ μεγάλος εγχώριος Όμιλος επιχειρήσεων δανείστηκε σχεδόν ταυτόχρονα και με 5ετή πάλι διάρκεια 300 εκ. ευρώ με κόστος 3,1%.
Η σημασία των εταιρικών ομολόγων στην τρέχουσα συγκυρία γίνεται αντιληπτή αν ειδωθεί υπό το πρίσμα των πολλαπλών οφελών που δύνανται να επιφέρουν αφού δεν αποτελούν μόνο άμεση μορφή δανεισμού. Η οποιαδήποτε δυνατότητα τραπεζικών χορηγήσεων μπορεί να αξιοποιηθεί εναλλακτικά ή να διοχετευθεί σε περισσότερους αριθμητικά αξιόχρεους ενδιαφερόμενους πελάτες ενώ οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων κάνουν τα προϊόντα αυτά περισσότερο ελκυστικά στους επενδυτές σε συνθήκες μειωμένων επενδυτικών επιλογών και αναιμικών αποδόσεων. Μακροπρόθεσμα και δεδομένης της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος, οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων αναμένεται βέβαια να μειωθούν αφού οι τρέχουσες καταγράφουν και τον συστημικό κίνδυνο του country risk ο οποίος σε συνθήκες τραπεζικής αργίας παραμένει υψηλός.
Το παράδειγμα των ελληνικών επιχειρήσεων που εξέδωσαν εταιρικά ομόλογα είναι ενθαρρυντικό αφού κατέδειξε ότι το εγχώριο επιχειρείν δεν είναι μόνο αξιόχρεο αλλά και ανταγωνιστικό δεδομένου ότι οι περισσότερες εξ αυτών έχουν σημαντική διεθνή δραστηριότητα σε κλάδους με προοπτικές όπως η μεταποίηση, η ενέργεια και η πληροφορική. Οι θεσμικοί επενδυτές παρακολουθούν τακτικά και αξιολογούν την πορεία εξέλιξης των επιχειρήσεων στις οποίες προσφέρουν ρευστότητα κάτι που τελικώς ευνοεί όχι μόνο το παρόν αλλά κυρίως το μέλλον των επιχειρήσεων οι οποίες δρομολογούν επενδυτικά σχέδια. Η μειωμένη δυνατότητα μόχλευσης των εταιρικών ομολόγων σε σχέση με άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία και οι μεγάλες σε αξία τοποθετήσεις που συνήθως τα συνοδεύουν κάνουν περαιτέρω σημαντική αυτή τη μορφή επένδυσης για το παρόν και ιδιαίτερα το μέλλον της ελληνικής οικονομίας η οποία πάσχει από επενδυτική δυσπραγία.
Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δεν επιβαρύνει τους εκδότες εταιρικών ομολόγων και τους επενδυτές με τέλη ή εισφορές που καθιστούν την περαιτέρω διάδοση τους μη ανταγωνιστική. Η παρακράτηση όμως φόρου 15% επί των τοκομεριδίων για τα νομικά πρόσωπα, που αποτελούν και την μεγάλη πλειοψηφία των επενδυτών, κατά την μεταβίβαση καθιστά την επιλογή των εταιρικών ομολόγων λιγότερο ελκυστική κάτι που αντιτίθεται στα επενδυτικά πλάνα των επιχειρήσεων και τελικώς την ανάπτυξη της οικονομίας.
* Ο κ. Π. Λώλος είναι στέλεχος επιχειρήσεων και οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές.