Σήμερα οι εργοδοτικές εισφορές είναι τόσο υψηλές, ώστε είναι απαγορευτικό για έναν εργοδότη να ανταμείψει ικανοποιητικά έναν εργαζόμενο, δηλώνει στο liberal.gr ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, προσθέτοντας ότι ένας συνδυασμός μείωσης των φόρων και του μη μισθολογικού κόστους είναι μονόδρομος για να έρθει πραγματική ανάπτυξη.
Σχολιάζοντας τη δέσμη μέτρων για την στήριξη της βιομηχανίας που παρουσίασε χθες το ΙΟΒΕ, ο γενικός του διευθυντής στέκεται στα βαρίδια που την κρατούν ακόμη δέσμια, όπως η υπέρμετρη επιβάρυνση της εργασίας από το φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές, λέγοντας ότι λειτουργούν αποτρεπτικά, ότι οι αλλαγές στο φορολογικό δεν μειώνουν αυτό το βάρος, για το οποίο ελπίζει να συμβεί με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. "Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε πραγματική ανάπτυξη, που να τη νιώσουν στην τσέπη τους τα νοικοκυριά, θα πρέπει καθώς δημιουργούνται εισοδήματα να μην παρακρατείται ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος τους υπέρ του δημόσιου ταμείου, είτε ως φορολογία, είτε ως ασφαλιστικές εισφορές", τονίζει χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τα μέτρα για να γίνει ανταγωνιστική η βιομηχανία, επισημαίνει ότι το κόστος τους, δεν είναι απαγορευτικό, και μη διαχειρίσιμο, δεδομένων των δημοσιονομικών πλέον περιθωρίων της χώρας, προσθέτοντας ότι αυτά δεν πρέπει να έχουν το χαρακτήρα επιδοματικών παρεμβάσεων, παρά μόνιμων πολιτικών, όπως πιο ευνοϊκό καθεστώς φορολογικών αποσβέσεων, μείωση του ενεργειακού κόστους, το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, μείωση της φορολογίας, και αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στους πόρους του ΕΣΠΑ.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
-Σε μια στιγμή που η οικονομία πηγαίνει καλά, το κλίμα καταναλωτικής εμπιστοσύνης βελτιώνεται και τα κόστη δανεισμού μειώνονται, ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να απογειωθούν οι επενδύσεις στην Ελλάδα;
Μετά από δέκα χρόνια κρίσης και προγραμμάτων προσαρμογής, πράγματι καταγράφεται επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος, που μετράμε στο ΙΟΒΕ, είναι σε υψηλό δεκαετίας, αντίστοιχα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη σε υψηλό 19 ετών και, ίσως το σημαντικότερο από όλα, είναι ότι στο κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου τομέα, αλλά σταδιακά και της ιδιωτικής οικονομίας, έχει καταγραφεί έντονη αποκλιμάκωση.
Παρ'' όλα αυτά, η οικονομία μας παραμένει αδύναμη και ο δρόμος που πρέπει να καλύψουμε μπροστά μας είναι μακρύς και απαιτητικός για να επιτευχθεί συστηματικά ισχυρή μεγέθυνση και υψηλή ευημερία. Το επίπεδο επενδύσεων στη χώρα συνολικά και ως απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι περίπου στο μισό από αυτό που μας χρειάζεται για να συγκλίνουμε με την Ευρώπη. Η πιστωτική επέκταση εξακολουθεί να είναι αρνητική όπως και η αποταμίευση του μέσου νοικοκυριού. Γενικά η παραγωγική βάση είναι ακόμη ασθενής, τόσο όσον αφορά στο κεφάλαιο, όσο και στην εργασία και στην παραγωγικότητα. Είμαστε στην αρχή μιας περιόδου που είναι θετική, ενδεχομένως και υπό όρους έντονα θετική, ωστόσο χρειάζονται παρεμβάσεις για να τονώσουν την παραγωγική βάση ώστε να δημιουργούνται αξιόλογα εισοδήματα τα επόμενα χρόνια.
- Στη λογική αυτή, κουμπώνουν και οι παρεμβάσεις που ανακοινώσατε για την ενίσχυση της βιομηχανίας;
Οι παρεμβάσεις κυρίως μπορεί και πρέπει να είναι οριζόντιες, και κατά κύριο λόγο μέσα από το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα, επηρεάζοντας δηλαδή την παραγωγική βάση στο σύνολο της οικονομίας ανεξάρτητα από τομείς ή κλάδους.
Ειδική έμφαση ωστόσο πρέπει να δοθεί στη βιομηχανία, όπου παραμένουμε ουσιαστικά ουραγοί στην Ευρώπη, και η ενίσχυσή της αποτελεί προϋπόθεση για να πετύχουμε συνολικά ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το μερίδιο της βιομηχανίας στην Ελλάδα παραμένει κοντά στο 9% του ΑΕΠ, έναντι ενός μέσου ευρωπαϊκού όρου, κοντά στο 14%, όταν μάλιστα η ίδια η Ευρώπη έχει αναγάγει την ενίσχυση της μεταποίησης σε έναν από τους κεντρικούς στρατηγικούς της στόχους. Ταχύτερες φορολογικές αποσβέσεις για νέες επενδύσεις, μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, περιορισμό του κόστους της ενέργειας, μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και ενδεχομένως αύξηση της ενίσχυσης των επενδύσεων στη μεταποίηση από Κοινοτικούς πόρους, είναι πρόσφορες λύσεις για να γίνει ένα άλμα προς τα μπροστά.
Στη λογική αυτή, ένας εξορθολογισμός του συστήματος φορολογικών αποσβέσεων, ειδικότερα σε μηχανολογικό εξοπλισμό, που θα πλησιάσει την πρακτική σε άλλες χώρες, ώστε να γίνονται ταχύτερα, μπορεί να στηρίξει σημαντικά αυτές τις επενδύσεις. Η επίδραση του μέτρου είναι ευεργετική στην παραγωγή, χωρίς να υπάρχει σε βάθος δεκαετίας δημοσιονομική ζημιά, αντίθετα μπορεί να αναμένεται και όφελος.
- Τι απαντάτε στο ερώτημα, ως προς το αν υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο στην ελληνική οικονομία, να στηρίξει τέτοιες γενναίες παρεμβάσεις;
Στη μελέτη μας αναδεικνύεται πως το άμεσο κόστος για το δημόσιο ταμείο ώστε για να γίνει πιο ανταγωνιστική η ελληνική βιομηχανία δεν είναι απαγορευτικό, αντίθετα είναι απόλυτα διαχειρίσιμο, δεδομένων των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιθωρίων της χώρας. Το μεγαλύτερο σχετικό κόστος είναι αυτό της μείωσης στη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων, η οποία όμως πλέον είναι έτσι κι αλλιώς δρομολογημένη.
Σημασία έχει να γίνει κατανοητό, ότι τα μέτρα που χρειάζεται η βιομηχανία για να ενισχυθεί, δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχουν το χαρακτήρα επιδοματικών παρεμβάσεων, αλλά μόνιμων πολιτικών για τις επιχειρήσεις που πραγματικά επενδύουν σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Θα τόνιζα την θετική επίδραση που μπορεί να αναμένεται από ένα πιο ευνοϊκό καθεστώς φορολογικών αποσβέσεων, από τη μείωση του ενεργειακού κόστους, το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, όπως και των υψηλών εργοδοτικών εισφορών.
Σήμερα οι εργοδοτικές εισφορές είναι τόσο υψηλές, ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν εργοδότη να ανταμείψει ικανοποιητικά έναν εργαζόμενο. Η αύξηση των μισθολογικών απολαβών πάνω από ένα αρχικό χαμηλό ποσό είναι ουσιαστικά απαγορευτική. Αυτές οι υψηλές εισφορές, που μάλιστα κατευθύνονται σε ένα πλήρως διανεμητικό σύστημα, αντιστρατεύονται τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Στην πράξη, η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει μια γενιά χαμηλά αμειβομένων εργαζόμενων, πολλοί από τους οποίους λογικά αναζητούν απασχόληση στο εξωτερικό ή στρέφονται σε παράτυπες μορφές εργασίας. Το γεγονός αποτυπώνεται ισχυρά στη βιομηχανία, όπου η απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού είναι κεντρικό χαρακτηριστικό. Η μείωση αυτού του μη μισθολογικού κόστους, θα είναι καθοριστικό βήμα για την ανάπτυξη. Κατά αναλογία, τα παραπάνω αφορούν το σύνολο της οικονομίας, όχι μόνο την βιομηχανία.
- Τι μας διαβεβαιώνει ότι ακόμη και αν μειωθούν τα παραπάνω κόστη, αντί για νέες θέσεις εργασίας και επενδύσεις, τα επιπλέον αυτά κέρδη δεν θα καταλήξουν στα ταμεία κάποιων επιχειρήσεων;
Η φιλοσοφία των μέτρων τα οποία έχουμε ποσοτικοποιήσει στη μελέτη, ασφαλώς δεν είναι να υπάρξει επιδότηση των επιχειρήσεων δηλαδή μόνο και μόνο για τη λειτουργία τους. Τέτοιες πολιτικές θεωρώ πως δεν έχουν σοβαρή οικονομική λογική. Η λογική μας είναι να μειωθεί η υπερβολική επιβάρυνση που υπάρχει σήμερα σε όσες επιχειρήσεις προσφέρουν θέσεις εργασίας και προχωρούν σε επενδύσεις. Εάν δεν επενδύουν και δεν προσφέρουν εργασία, δεν θα απολαμβάνουν τα παραπάνω σχετικά οφέλη.
Εντέλει, βέβαια, η ισχυρή ανάπτυξη μιας οικονομίας στηρίζεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Στη βιομηχανία, πολλές επιχειρήσεις υστερούν έναντι του ανταγωνισμού των χωρών της ΕΕ και της ευρύτερης γειτονιάς μας. Ουσιαστικά, αυτό το οποίο κυρίως προτείνουμε είναι να υπάρξουν μέτρα, ώστε να μην επιβαρύνεται υπερβολικά η λειτουργία των επιχειρήσεων.
- Στο πλαίσιο του προϋπολογισμού, όσο και στο πλαίσιο του φορολογικού νομοσχεδίου, η κυβέρνηση έχει παραθέσει μια σειρά μέτρων, μέσω των οποίων επιδιώκει να δημιουργήσει ένα ενθαρρυντικό κλίμα υπέρ της επιχειρηματικότητας. Εκτιμάτε ότι ότι χρειάζονται και άλλα;
H ελληνική βιομηχανία, όπως δείχνει και η μελέτη μας, βαρύνεται με κόστος δυσανάλογο έναντι των ανταγωνιστών της. Ας μην ξεχνάμε πως, ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία συστηματικά έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, όσον αφορά τα παραγόμενα αγαθά, και ειδικά αυτά τα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η εικόνα συμπληρώνεται από ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά έρευνας και ανάπτυξης στον ιδιωτικό τομέα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και βέβαια αυτός είναι ο λόγος που έχουμε λιγοστές καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Θα πρέπει επομένως να υπάρξει ένας συνδυασμός. Να επιλυθούν προβλήματα, τα οποία κρατούν δέσμιες τις επενδύσεις στη μεταποίηση, αλλά ταυτόχρονα να υπάρξει και μια οικονομική πολιτική, που να στηρίζει συνολικά την επιχειρηματικότητα και την εργασία στην οικονομία. Η γενική κατεύθυνση των πρόσφατων πρωτοβουλιών της κυβέρνησης είναι θετική, ωστόσο τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία, μετά από την πολύ χαμηλή πρώτη κλίμακα, εξακολουθούν να επιβαρύνονται υπέρμετρα συνδυαστικά από φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές.
Η φορολογική μεταρρύθμιση που δρομολογείται δε μειώνει αυτό το βάρος και ελπίζω πως η επικείμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα ανταποκριθεί. Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε πραγματική ανάπτυξη, που να τη νιώσουν πραγματικά στην τσέπη τους τα νοικοκυριά, θα πρέπει καθώς δημιουργούνται εισοδήματα να μην παρακρατείται ένα υπερβολικά μεγάλο μέρος τους, είτε ως φορολογία, είτε ως ασφαλιστικές εισφορές. Αν και είναι γνωστό, ας τονίσω πως ως αποτέλεσμα το φορολογικό βάρος στη χώρα μας το επιμερίζονται μόνο πολύ λίγα νοικοκυριά, με αποτέλεσμα αυτό να γίνεται δυσβάσταχτο.
- Κάντε μας ένα σχόλιο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, και για τη νέα αυτή αντίληψη που δίνει δυνατότητα στον επαγγελματία την δυνατότητα να πάψει να είναι 100% εξαρτημένος από το Δημόσιο και να μπορεί να επιλέξει για το σχηματισμό της σύνταξής του, κάποια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία. Κινείται στη σωστή κατεύθυνση;
Πρέπει πρώτα να δούμε τις λεπτομέρειες. Πρώτον, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα πρέπει να μειώσει το βάρος όχι μόνο για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά ανάλογα και για τους μισθωτούς. Δεύτερον, θα πρέπει πραγματικά να δούμε εάν θα δημιουργείται ουσιαστικά χώρος και για τα νοικοκυριά να προβούν σε πρόσθετη αποταμίευση και σε κεφαλαιοποίηση. Αυτό έχει να κάνει με την τελική επιλογή των παραμέτρων του συστήματος.
Έχουμε δείξει σε πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ για το ασφαλιστικό, πως απαιτείται να απελευθερωθούν οι αποφάσεις των νοικοκυριών, προκειμένου αυτά πράγματι να επιλέγουν το επίπεδο ασφάλισής τους ως ένα βαθμό, μέτρο που θα βελτιώσει την ανταποδοτικότητα του συστήματος και θα τονώσει τις επενδύσεις. Σήμερα η νέα γενιά που εργάζεται κατά μέσο όρο με πολύ χαμηλούς μισθούς, έχει την αίσθηση και όχι άδικα, ότι οι εισφορές τις οποίες πληρώνει κατευθύνονται για την πληρωμή των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, που πολλές φορές είναι πολύ υψηλότερες και από τους ίδιους τους μισθούς των εργαζομένων που τις χρηματοδοτούν με τις εισφορές τους. Το σύστημα χρειάζεται κατάλληλες προσαρμογές άμεσα.