Έργα και ημέρες νομοθετικής παρακμής: Πως φτάσαμε από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στον Πάνο Σκουρλέτη

Έργα και ημέρες νομοθετικής παρακμής: Πως φτάσαμε από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στον Πάνο Σκουρλέτη

Του Παναγιώτη Καρκατσούλη*

O κ. υπουργός Εσωτερικών παρουσίασε στη Βουλή ένα νομοθετικό έκτρωμα, όμοιο του οποίου είχα καιρό να δω. Ανήκει στην κατηγορία των «νόμων-κουρελούδων», όπως προσφυώς απέδωσε στα ελληνικά το αγγλικό «patchwork legislation», ήδη από το 1965, ο Αλ. Βαμβέτσος.  

Πέραν του λογικού παραδόξου, ετερόκλητα ρυθμιστικά αντικείμενα να συναποτελούν «έναν» νόμο, εκείνο το οποίο φαίνεται πια να μην συγκινεί τους κυβερνητικούς εταίρους που εισηγούνται και ψηφίζουν αυτούς τους νόμους, είναι η κατ' εξακολούθηση παραβίαση του Συντάγματος.

Μην βιαστείτε να κρίνετε ως υπερβολική αυτή την κρίση. Το Σύνταγμα παραβιάζεται, κάθε φορά, που υποβάλλονται και γίνονται αποδεκτές από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία τροπολογίες εκπρόθεσμες και άσχετες με το κύριο αντικείμενο των νομοσχεδίων.

Έχουμε αναφερθεί, κατ' επανάληψη, σ' αυτή την πρακτική ευτελισμού του Συντάγματος η οποία, ωστόσο, συνεχίζεται ασμένως (και) από την παρούσα κυβέρνηση. Κατά παράβαση του Συντάγματος (αρ. 74 παρ. 5 εδ. γ'' και δ'') και του Κανονισμού της Βουλής (αρ. 87 παρ. 2 και 88 παρ. 3), οι συμπολιτευόμενοι  βουλευτές, διαιωνίζοντας και εμπλουτίζοντας την πρακτική των προηγουμένων, γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους την αρχή που πρέπει να διέπει κάθε σύγχρονο κράτος δικαίου, δηλαδή, την ασφάλεια δικαίου.

Μάλιστα, εν προκειμένω, δεν ισχύει καν το ιδιότυπο άλλοθι της κυβέρνησης ότι «και οι προηγούμενοι τα ίδια έκαναν», αφού αυτοί τα κάνουν πολύ χειρότερα από τους προηγούμενους. Αλλά και οι προηγούμενοι δεν τα έκαναν καλά -κι έτσι, νομίζω ότι πρέπει να πούμε την ιστορία των «ασχέτων διατάξεων», κατά τη μεταπολίτευση, εν συντομία.

Κατά την πρώτη τριετία της μεταπολίτευσης (1975-1977) όπου η Βουλή έκανε μια εργώδη προσπάθεια ανασυγκρότησης του μετα-χουντικού κράτους, το ποσοστό των «μη συναφών» διατάξεων (όπως λέγονταν, τότε, οι άσχετες) κυμαινόταν μεταξύ 33 και 40%. Σημειωτέον, ότι ο νομοθέτης της μεταπολίτευσης έδειχνε να έχει μια κάποια «τσίπα»: Όταν πρόσθετε κάτι στο νόμο, πέρα από το κύριο αντικείμενό του, το υποδείκνυε στον τίτλο του με τις λέξεις «και άλλες συναφείς διατάξεις». Προσπαθούσε, μ' άλλα λόγια, να τηρήσει, κατά το δυνατόν, την απαγόρευση του Συντάγματος. Σημειωτέον, ότι και από άποψη της ποιότητας των «μη συναφών» ρυθμίσεων εκείνης της εποχής, αυτές ήταν καλύτερες από τις σημερινές, αφού ρύθμιζαν, ιδίως, κανονιστικής φύσεως ζητήματα κι όχι μόνο προσωπικές ή στενά κομματικές απαιτήσεις, όπως συμβαίνει κατά την διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Κατά την περίοδο που ακολούθησε, ο νομοθέτης ένοιωσε περισσότερο απελευθερωμένος, αφού, πλέον, δεν υπήρχε ούτε Κωνσταντίνος Καραμανλής ούτε Κωνσταντίνος Τσάτσος. Έτσι, το επίθετο «συναφείς» άρχισε να αποσύρεται, σταδιακά, από τους τίτλους των νόμων που περιείχαν άσχετες διατάξεις και να εμφανίζεται το «και άλλες τινες διατάξεις». Κατά την περίοδο της πασοκικής διακυβέρνησης αρχίζουν να εμφανίζονται οι λεγόμενοι «ετερογενείς» νόμοι, δηλαδή, νόμοι που δεν περιέχουν, πλέον, άσχετες διατάξεις αλλά ολόκληρα άσχετα αντικείμενα. /Πως έγινε αυτό; Μα, με μια ακόμη πράξη ευτελισμού του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Οι προπομποί των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έπαυσαν να οργανώνουν τους νόμους κατά θεματικό αντικείμενο αλλά κατά Υπουργείο (!). Για παράδειγμα, ένας νόμος του οποίου ο τίτλος ήταν «Νόμος για θέματα του υπουργείου Μεταφορών» και περιελάμβανε από προμήθειες μέχρι θέματα ελέγχου καυσαερίων δεν θεωρήθηκε, τότε, από την εθνική αντιπροσωπεία ότι παραβίαζε τη ρητή συνταγματική απαγόρευση. Η γενίκευση της κακής αυτής πρακτικής οδήγησε σε πλειάδα ετερογενών νόμων δημιουργώντας μια ακόμη ελληνική πατέντα (διασυρμού του κανόνα και του κράτους δικαίου). Την κακή αυτή πρακτική ακολούθησαν ασμένως και οι κυβερνήσεις της ΝΔ, αφού συνέχισαν να παράγουν ετερογενείς νόμους.

Αλλά ακόμη κι από εκείνο το σημείο, μέχρι τη σημερινή συριζαϊκή πρακτική του «βάλε ό,τι να'' ναι όπου να'' ναι», πάλι υπάρχει απόσταση. Σήμερα προστίθενται άσχετες διατάξεις παντού -ακόμη και σε ενσωμάτωση κοινοτικών οδηγιών και κύρωση διεθνών συμβάσεων. Για παράδειγμα, στο ν. 4364/16 που αφορά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2009/138/ΕΚ για την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης, προστέθηκε το άρθρο 279 με το οποίο ρυθμίζεται ο τρόπος καθορισμού του αριθμού των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής. Λίγο μετά, στο ν. 4370/16 που διαλαμβάνει την ενσωμάτωση της οδηγίας για το σύστημα εγγύησης καταθέσεων προστέθηκε το άρθρο 70 που αναφέρεται στη στελέχωση και την χρηματοδότηση των hot spots. Και στον αμέσως επόμενο νόμο, τον 4371, που περιλαμβάνει την κύρωση του μνημονίου κατανόησης μεταξύ Ελλάδας και Ιορδανίας, προστέθηκε δεύτερο άρθρο που αναφέρεται στα ζητήματα των μη εξυπηρετούμενων δανείων! Σκεφθείτε τον ταλαίπωρο που θα ενδιαφέρεται να δει τι ισχύει για το «κόκκινο» δάνειό του –που να φανταστεί ότι υπάρχει μια ρύθμιση γι αυτό και στο μνημόνιο συνεργασίας με την Ιορδανία;

Και για να αντιληφθείτε ότι πρόκειται περί ενδημικής και εμπρόθετης στάσης καταρράκωσης της ασφάλειας δικαίου, ας αναφέρουμε έναν ακόμη νόμο, τον 4373 που το κύριο περιεχόμενό του είναι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τον νέο κώδικα αντιντόπινγκ. Σ' αυτόν προστέθηκε διάταξη για την απόδοση του ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης!

Η σταδιακή αλλά σταθερή εξαχρείωση του νομοθέτη συμπαρασύρει προς τα κάτω όχι μόνο την ποιότητα των νόμων, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της διοικήσεως και της δικαιοσύνης που γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες και αργές.

Το πρόβλημα των νομοθετικών αρρυθμιών αποτελεί συνειδητή επιλογή των κυβερνήσεων και δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Εξακολουθεί να αποτελεί ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα, αφού η κακοποίηση των κανόνων δικαίου αποτελεί συστατικό όρο αναπαραγωγής του πελατειακού κράτους.

Στην πράξη όλες, σχεδόν, οι υπουργικές τροπολογίες γίνονται κατά πλειοψηφία δεκτές προς συζήτηση και ψήφιση, ανεξαρτήτως αν υποβάλλονται προδήλως εκπρόθεσμα, δηλαδή, ακόμη και λίγα λεπτά πριν το πέρας της συζήτησης του νομοσχεδίου, και ομοίως ανεξαρτήτως του ότι δεν σχετίζονται ούτε ακροθιγώς με το κύριο αντικείμενο. Και μάλιστα δεν γίνονται αποδεκτές κατ'' εξαίρεση, αλλά ως δήθεν εμπρόθεσμες και σχετικές. Κατ'' αυτό τον τρόπο, στρουθοκαμηλίζοντας, η κυβερνητική πλειοψηφία ευτελίζει το Σύνταγμα.

Για την άμεση συγκράτηση του νομοθέτη προτείνουμε την  τροποποίηση της παραγράφου 6 του άρθρου 101 ΚτΒ, σύμφωνα με την οποία η απόφαση να εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου πρέπει να λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 των παρόντων βουλευτών.

Συγχρόνως, προτείνουμε να προστεθεί η ρητή δυνατότητα του ενός δεκάτου του συνολικού αριθμού των βουλευτών να αμφισβητούν τη δυνατότητα εισαγωγής προς συζήτηση και ψήφιση εκπρόθεσμων τροπολογιών.

Οι τροποποιήσεις αυτές υπηρετούν απολύτως το πνεύμα του άρθρου 74 του Συντάγματος, χωρίς να παραβιάζουν το γράμμα του (καθόσον το εδ. δ'' της παρ. 5 του αρ. 74 εμπεριέχει “εξουσιοδότηση” νόμου για την περίπτωση των εκπρόθεσμων τροπολογιών) και μπορούν να συμβάλουν στη δραστική αντιμετώπιση του φαινομένου των άσχετων και εκπρόθεσμων τροπολογιών. Συγχρόνως αφήνουν τη δυνατότητα στο Σώμα να κάνει αποδεκτές, με αυξημένη πλειοψηφία, εκείνες τις τροπολογίες, οι οποίες καίτοι εκπρόθεσμες ή/και άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου, υποβάλλονται για συγγνωστούς λόγους κατεπείγοντος.

Γνωρίζω ότι πολλοί θα διερωτηθείτε εάν αυτή την ώρα πρέπει και μπορεί να συζητάμε τέτοιες προτάσεις. Εάν το είχαμε κάνει μερικά χρόνια πριν, ακόμη και με το πρώτο Μνημόνιο, να είστε βέβαιοι ότι, σήμερα, δεν θα συζητούσαμε ούτε για τη μείωση του αφορολόγητου ούτε για την περικοπή των συντάξεων.

* Ο κ. Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας «Το Ποτάμι»