Ερευνητικά προγράμματα στα ελληνικά Πανεπιστήμια: εμπόδια και ευκαιρίες

Ερευνητικά προγράμματα στα ελληνικά Πανεπιστήμια: εμπόδια και ευκαιρίες

Του Δρ. Γιώργου Δημητρακόπουλου*

Η έρευνα αποτελεί κατά κοινή πεποίθηση την εφαλτήριο δύναμη για την ανάπτυξη και την καινοτομία, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μιας κοινωνίας. Αυτό γίνεται ευκολα αντιληπτό με μια πρόχειρη ματιά στις αναρίθμητες εφευρέσεις/ανακαλύψεις/καινοτομίες που ξεκίνησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, εντάθηκαν μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και απογειώθηκαν με τις Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στις μέρες μας. Η δε έρευνα προκύπτει ως αποτελεσματικός συνδυασμός της μελέτης του περιβάλλοντος, της ανάλυσης προηγούμενων ερευνών, της αναγνώρισης πιθανών κενών/προβλημάτων σε αυτές και την εξεύρεση καινοτόμων λύσεων διαμέσου της παρατήρησης και του πειράματος.

Τα Πανεπιστήμια διαχρονικά και παγκοσμίως αποτελούν λίκνα της έρευνας, καθώς πολυάριθμες ανακαλύψεις έχουν την προέλευσή τους σε αυτά, είτε ως προϊόντα της εφευρετικότητας Καθηγητών, είτε ως αποτελέσματα της δημιουργικής σκέψης φοιτητών, είτε ως δημιουργήματα συλλογικής προσπάθειας από ομάδες/εργαστήρια.

Στα ελληνικά Πανεπιστήμια, ανεξαρτήτως των χαμηλών αξιολογήσεών τους από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, οφείλει να αναγνωριστεί ότι διαθέτουν άρτιο επιστημονικό δυναμικό (όπως προκύπτει από τις δημοσιεύσεις τους), το οποίο συνεργαζόμενο καταλήγει να τα φέρνει σε υψηλές θέσεις αναφορικά με τη συμμετοχή τους σε ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα (μερικώς ή πλήρως) από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από Τρίτες Χώρες (ούτε λόγος για αποτελεσματική εθνική χρηματοδότηση). Χρηματοδοτήσεις από εγχώριους ιδιωτικούς φορείς σπανίζουν μεν, συμπληρώνουν δε το παζλ της πανεπιστημιακής έρευνας.

Ωστόσο, διαπιστώνονται εκ των έσω τεράστιες δυσκολίες ως προς (α) στο διοικητικό / διαχειριστικό επίπεδο των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) των Πανεπιστημίων και (β) στην εκμετάλλευση και αξιοποίηση των ευρημάτων της έρευνας.

Συγκεκριμένα:

  • δεν υπάρχουν δομές εντός των Πεναπιστημίων που να ανιχνεύουν συστηματικά ευκαιρίες για χρηματοδότηση
  • δεν υπάρχουν κονδύλια για συμμετοχή σε διεθνή fora, συνέδρια και συναντήσεις όπου προάγονται οι ερευνητικές συνεργασίες
  • απαιτείται τεράστιος όγκος διαχειριστικού έργου (συμπλήρωσης εντύπων, συλλογής υπογραφών, κλπ.) και χρονοβόρων αλληλεπιδράσεων μεταξύ μελών ΔΕΠ / συνεργατών – ΕΛΚΕ
  • απαιτείται μεγάλος χρόνος για την έγκριση δαπανών με αποτέλεσμα την απώλεια ευκαιριών
  • δημιουργούνται κάκιστες εντυπώσεις στο εξωτερικό από τα γραφειοκρατικά προβλήματα
  • δεν ενθαρρύνεται (τουναντίον αποκλείεται) η δημιουργία spin offs από ερευνητικά εργαστήρια εντός των Πανεπιστημίων
  • δεν ενθαρρύνεται η συνεργασία με την εγχώρια και τη διεθνή βιομηχανία
  • δεν ενθαρρύνεται η σύνδεση της έρευνας στα Πανεπιστήμια με την ιδιωτική πρωτοβουλία από μέρους μελών ΔΕΠ / φοιτητών, καθώς κάτι τέτοιο θεωρείται «μίασμα» για τη «δημόσια εκπαίδευση»
  • δεν ενθαρρύνεται η εσωτερική ανάπτυξη των Πανεπιστημίων με χρήση των ευρημάτων της έρευνας.

Τα παραπάνω αποτελούν τροχοπέδη στην πρόοδο και ανάπτυξη των Πανεπιστημίων μας, όσο και της έρευνας σε αυτά και εγείρουν την ανάγκη άμεσων πρωτοβουλιών για την «αναχαίτισή» τους.

Αναφέρουμε ενδεικτικά:

  • δημιουργία γραφείου έρευνας εντός κάθε Πανεπιστημίου με στόχο την απλούστευση των ανωτέρω διαδικασιών
  • χρήση web-based προγραμμάτων για την επικοινωνία μελών ΔΕΠ, ερευνητών και ΕΛΚΕ και αποφυγή χρήσης έντυπου υλικού
  • χρήση ηλεκτρονικών υπογραφών
  • προκαθορισμός συγκεκριμένου ποσοστού από τις κρατήσεις υπέρ ΕΛΚΕ για την εσωτερική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου
  • προκαθορισμός κονδυλίων για συμμετοχή σε ερευνητικές συναντήσεις προς εξέρευση συνεργατών
  • δημιουργία διαγωνισμών καινοτομίας εντός των Πανεπιστημίων με χρηματοδότηση από τις κρατήσεις υπέρ ΕΛΚΕ
  • ενθάρρυνση επικοινωνιών και ανάληψη πρωτοβουλιών για τη σύνδεση των Πανεπιστημίων με την εγχώρια και εθνική βιομηχανία
  • δημιουργία διαπανεπιστημιακής ομάδας εργασίας για μεταφορά προβλημάτων στη ΓΓΕΤ με γνώμονα την απλούστευση των διαδικασιών εθνικής χρηματοδότησης
  • μεταφορά εμπειρίας από αντίστοιχες δομές και λειτουργίες στο εξωτερικό

Τα ανωτέρω αναμφίβολα δεν αποτελούν μοναδικές λύσεις, όμως συνιστούν ενδεικτικά παραδείγματα της κατεύθυνσης που πρέπει να λάβουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια, προκειμένου να εκμεταλλευτούν καλύτερα τις δυνατότητες του επιστημονικού δυναμικού τους και να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση στον Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ερευνητικό χάρτη.

* Ο Δρ. Γεώργιος Δημητρακόπουλος (https://gr.linkedin.com/in/george-dimitrakopoulos-b5a1b6116) είναι διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικος Η/Υ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (2002) και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2007). Είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου (2010-), καθώς και σύμβουλος έρευνας και ανάπτυξης της Intrasoft International S.Α. (2015-). Στο παρελθόν έχει εργαστεί ως ερευνητής μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (2002-2009) και στην Intracom S.A. (2001-2002), ενώ παράλληλα, ήταν general manager της JD-Intelligent Construction Machinery Solutions (1998-2010). Εργάζεται ενεργά επί 15 χρόνια σε Ευρωπαϊκά ερευνητικά και αναπτυξιακά προγράμματα στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών και της Πληροφορικής σε συνεργασία με Ευρωπαϊκές βιομηχανίες, ένω έχει αναπτύξει πολλαπλές δραστηριότητες σε startups στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Είναι συγγραφέας ενός βιβλίου και πάνω από 100 επιστημονικών άρθρων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Μιλάει αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά.

Φωτογραφία SOOC