Των Κωνσταντίνου Μαύρου και Βαγγέλη Παπακωνσταντίνου*
Μόνιμη επωδός στα χείλη αρμοδίων και μη, είναι ότι η Ελλάδα δεν κάνει αρκετά για την έρευνα: ότι οι εθνικές μας επιδόσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (Research & Development) είναι εξαιρετικά χαμηλές. Το πρόβλημα δεν είναι νέο. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει έρθει στο προσκήνιο για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, επειδή εν μέσω οικονομικής κρίσης η βελτίωση των εθνικών μας δεικτών σε έρευνα και ανάπτυξη οδηγεί αυτομάτως σε αύξηση των θέσεων εργασίας και βελτίωση των οικονομικών μεγεθών. Και δεύτερον, επειδή στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όποιοι μένουν πίσω δεν μπορούν πια να κρυφτούν ούτε από τους πολίτες τους αλλά ούτε και από τα υπόλοιπα κράτη που συναλλάσσονται μαζί τους.
Στην Ελλάδα για χρόνια μιλούμε για χαμηλές δαπάνες στην έρευνα, διαχρονικά λιγότερες από το 1% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό σήμερα, λόγω κρίσης, έχει κατέβει ακόμα παρακάτω και βρίσκεται πολύ χαμηλά, τόσο αντικειμενικά, όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ. Το μέλλον δεν προβλέπεται καλύτερο, αφού ο εθνικός μας στόχος είναι να φτάσει στο 1,2% του ΑΕΠ, όταν η ΕΕ προτείνει το 3% δηλαδή, εξ' ορισμού, θα παραμείνουμε και στο μέλλον στους ουραγούς της Ευρώπης.
Αν, επομένως, πάρουμε ως δεδομένο ότι τα διαθέσιμα χρήματα είναι ελάχιστα, δε μένει παρά να αναρωτηθεί κανείς αν γίνεται η καλύτερη δυνατή χρήση τους στην Ελλάδα σήμερα. Άλλη λύση από αυτήν δεν έχουμε.
Κατά τη γνώμη μας, η έρευνα στην Ελλάδα σήμερα εμφανίζει δύο όψεις, διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους. Στο ένα άκρο βρίσκεται η πολιτική ηγεσία, οι οργανωτικές της επιλογές και λύσεις. Αυτές, προκαλούν απελπισία. Στο άλλο άκρο, στο επίπεδο της έρευνας που πράγματι εκπονείται από ελληνικούς ερευνητικούς οργανισμούς, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και εκεί δεν υπάρχει περιθώριο βελτίωσης.
Σε σχέση με την πολιτική ηγεσία, αρμόδιο για την έρευνα είναι το Υπουργείο Παιδείας. Το 2015 το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων μετονομάστηκε σε «Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων» και ορίστηκε, για πρώτη φορά, αναπληρωτής υπουργός, αρμόδιος για θέματα έρευνας και καινοτομίας. Αξιόλογες και οι δύο κινήσεις, θεωρητικά προς την σωστή κατεύθυνση.
Τι συνέβη όμως στην συνέχεια; Απολύτως τίποτα. Η κατάσταση του ιστότοπου του υπουργείου είναι ενδεικτική. Στην ενότητα «Έρευνα και Καινοτομία», αντί για παρουσίαση ερευνητικού έργου, συναντούμε φωτογραφίες από εκδηλώσεις του υπουργείου, δελτία τύπου για την βασιλόπιττα της ΓΓΕΤ, και συνεντεύξεις των Υπουργών.
Η αντιμετώπιση της έρευνας από το αρμόδιο υπουργείο, έστω και σε επίπεδο εμφάνισης, είναι πρόχειρη και εξυπηρετεί μικροπολιτικούς σκοπούς. Ίσως όμως η εμφάνιση να μην έχει και τόση σημασία, αν υπάρχει ουσία. Τελικά υπάρχει στρατηγική για την έρευνα στην Ελλάδα σήμερα;
Η σύντομη απάντηση είναι όχι. Έγιναν κάποιες προσπάθειες τόσο με τον ορισμό υπευθύνου στο γραφείο πρωθυπουργού το 2013, όσο και με την δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Καινοτομίας. Το Συμβούλιο ουδέποτε λειτούργησε. Άλλωστε, ανήκε στο Υπουργείο Ανάπτυξης, και σχεδόν ταυτόχρονα το Υπουργείο Παιδείας ίδρυσε το δικό του, Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας, το 2014. Μέχρι το 2016 το καθένα είχε συνεδριάσει λιγότερες από δέκα φορές, με μοναδικό σχεδόν αντικείμενο, αντί για τη χάραξη στρατηγικής, τη δημιουργία νέου σχεδίου νόμου για την έρευνα.
Η κυβέρνηση πράγματι εισήγαγε νέο νόμο για την έρευνα το 2016. Όμως, αντί να εντοπίσει και να επιλύσει τα προβλήματα του παρελθόντος, απλά και μόνο αντικατέστησε το παλαιό Συμβούλιο με νέο, το «Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας». Τούτο, συγκροτήθηκε τον Δεκέμβρη του 2016, και ένα χρόνο μετά δε φαίνεται να έχει συνεδριάσει ούτε μια φορά.
Κατά τη γνώμη μας, το Συμβούλιο δεν θα καταφέρει ποτέ να λειτουργήσει. Το πρόβλημά του είναι δομικό. Σχεδιάστηκε πρόχειρα, αποτελούμενο συνολικά από περισσότερους από εκατό υψηλού κύρους επιστήμονες. Ο συντονισμός τόσων πολυάσχολων ατόμων είναι πρακτικά αδύνατος.
Η λύση θα ήταν, αφενός να μειωθούν δραστικά τα μέλη του Συμβουλίου, και αφετέρου να υποστηριχθούν στο έργο τους από γραμματεία στελεχωμένη με νέους επιστήμονες. Αντιθέτως, η κυβέρνηση αποφάσισε να συγκεντρώσει περίπου εκατό από τα καλύτερα ελληνικά επιστημονικά βιογραφικά, και να τους προσφέρει, για τη χάραξη της εθνικής στρατηγικής, μια μόνο γραμματέα!
Τέλος, η εμπλοκή της πολιτικής στην έρευνα που εκπονείται στην Ελλάδα σήμερα ολοκληρώνεται σε επίπεδο γενικής γραμματείας με την ΓΓΕΤ. Ο Απολογισμός Δραστηριοτήτων της Γραμματείας για την περίοδο «28 Απριλίου 2015 έως 14 Δεκεμβρίου 2016» αποτελείται από 18 μόλις σελίδες, προχειρογραμμένες, ασύντακτες, χωρίς εσωτερική οργάνωση και ροή, χωρίς πίνακα περιεχομένων, με έκδηλη την διεκπεραιωτική αγωνία. Αντί για μια ουσιαστική μελέτη-καταγραφή για την έρευνα που εκπονείται σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, η ΓΓΕΤ αποτυγχάνει να συντάξει και να παρουσιάσει σωστά ακόμα κι ένα ολιγοσέλιδο κείμενο.
H κυβερνητική πολιτική για την έρευνα στην Ελλάδα σήμερα χαρακτηρίζεται από έλλειψη σοβαρότητας. Δεν ισχύει το ίδιο και για την έρευνα που πράγματι εκπονούν ελληνικοί ερευνητικοί οργανισμοί. Σήμερα, στην Ελλάδα γίνεται έρευνα. Εξαιρετικής ποιότητας και αξιόλογου όγκου. Μεγάλοι ελληνικοί ερευνητικοί οργανισμοί και τα πανεπιστημιακά εργαστήρια έχουν άριστες επιδόσεις στα Κοινοτικά ερευνητικά προγράμματα, φέρνοντας την Ελλάδα σταθερά στην πρώτη δεκάδα μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Γύρω από αυτά τα προγράμματα έχει φτιαχτεί ολόκληρο οικοσύστημα ελληνικών εταιρειών τεχνολογίας που τα υποστηρίζουν. Η σύνδεση έρευνας με την παραγωγή στην Ελλάδα σήμερα γίνεται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο.
Όλες αυτές οι προσπάθειες χρειάζονται ενίσχυση και υποστήριξη από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Αντιθέτως σήμερα, το αρμόδιο υπουργείο εμφανίζει εικόνα διάλυσης, το Εθνικό Συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει ούτε μια φορά ένα χρόνο μετά την ίδρυσή του, και η ΓΓΕΤ καταθέτει απολογισμό πεπραγμένων ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου. Λείπουν, τελικά, από την πολιτική ηγεσία σήμερα η εθνική στρατηγική και το όραμα, η σοβαρή αντιμετώπιση, και η διάθεση να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Περισσεύουν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, η επίλυση συντεχνιακών αιτημάτων, η προχειρότητα, ο ερασιτεχνισμός, και τελικά η ανικανότητα να αντιληφθούμε μια πραγματικότητα που γρήγορα κινείται μακριά μας.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Μαύρος είναι Οικονομολόγος, εταίρος σε κεφάλαιο επιχειρηματικών συμμετοχών (Venture Capital) για νέες επιχειρήσεις ψηφιακής τεχνολογίας. Ο κ. Βαγγέλης Παπακωνσταντίνου είναι δικηγόρος.