Επιθέσεις βίας αντιεξουσιαστών: Η απειλή και οι προκλήσεις αντιμετώπισής της

Επιθέσεις βίας αντιεξουσιαστών: Η απειλή και οι προκλήσεις αντιμετώπισής της

Της Δρ. Μαρίας Χρ. Αλβανού*

Στις 9 Δεκεμβρίου 1893 ο Auguste Vaillant επιτέθηκε με εκρηκτικό μηχανισμό στο γαλλικό κοινοβούλιο διαμαρτυρόμενος για την ψήφιση νόμων κατά της ελευθερίας του Τύπου, σε μια εποχή ταραγμένη. Προς διαμαρτυρία για την εκτέλεση του παραπάνω γάλλου αναρχικού, ο ομοϊδεάτης του Emile Henry προχώρησε σε βομβιστική επίθεση στο παριζιάνικo cafe Terminus, για την οποία εκτελέστηκε και ο ίδιος. Η γνωστή ρήση «ουδείς αστός είναι αθώος», με την οποία ο Emile Henry δικαιολόγησε τη θανάτωση και τον τραυματισμό των θυμάτων του, χρησιμοποιείται χρόνια τώρα με διάφορες παραλλαγές για να δικαιολογήσει τη βία του εξτρεμισμού απέναντι σε αθώους ανθρώπους (για να δικαιολογήσει δηλαδή τα αδικαιολόγητα).

Στην Ελλάδα του 2018, στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις, πραγματοποιούνται επεισόδια και επιθέσεις βίας από αντιεξουσιαστές, ενέργειες έτσι και αλλιώς έκνομες (και καταδικαστέες), αλλά επιπλέον και εναντίον στόχων που καμία σχέση δεν έχουν με την εξουσία και την άσκησή της. Προφανώς υπό την ίδια σημαία και λογική ότι ουδείς είναι αθώος, άρα “νομιμοποιείται” η στοχοποίηση όλων και ο βίαιος αγώνας διεξάγεται εναντίον όλων.

Οι αντιεξουσιαστές εμφανίζουν την καμπάνια βίας τους να σχετίζεται με αιτιάσεις που αφορούν το δικαιοδοτικό και σωφρονιστικό σύστημα και κατηγορούμενο για τρομοκρατικό αδίκημα που βρίσκεται σε δικονομική φάση προσωρινής κράτησης. Η δικονομική θέση των κατηγορουμένων και τα ανθρώπινα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει ο νόμος πρέπει να είναι δεδομένα σε μια δημοκρατία (δεν εξαρτώνται μάλιστα από το αν αυτοί αναγνωρίζουν ή όχι το δικαιοδοτικό σύστημα), και η ενοχή τους ή όχι αποφασίζεται μόνο απο το δικαστήριο στα πλαίσια δίκαιης δίκης. Γι''αυτό και ο παρόν σχολιασμός ξεχωρίζει τα ανωτέρω από τα οποιαδήποτε επεισόδια που τελούνται και άσχετα από το τί επικαλούνται όσοι τα τελούν.

Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί πάντως είναι ότι αν υπάρχουν αιτιάσεις ή αιτήματα που αφορούν ζητήματα και καταστάσεις στα σωφρονιστικά καταστήματα και στον τρόπο συμπεριφοράς των αρχών απέναντι σε κατηγορουμένους -κρατουμένους, το οικείο δίκαιο ορίζει τους τρόπους νόμιμης αντίδρασης και διεκδίκησης. Η παράνομη βία ως επιλογή αλληλεγγύης, συμπαράστασης και διεκδικήσεων δεν μπορεί να είναι ανεκτή και παραδεκτή σε μια πολιτεία που πρέπει να λειτουργεί με κανόνες δικαίου και όχι υπό την απειλή και την ισχύ της δυνατότητας κάποιων να προβούν σε βίαιες ενέργειες.

Προφανώς τα σχετικά με νομιμότητα και θεσμούς δικαίου μάλλον λίγη σημασία έχουν ως ανάλυση και επιχείρημα για όσους απορρίπτουν συλλήβδην το σύστημα ως εχθρικό, ως νοσηρό και θεωρούν ότι όλοι είναι υπεύθυνοι για αυτό (αφού δεν αντιστέκονται), επιπλέον, δε, κάθε ενέργεια είναι δικαιολογημένη για να επιτευχθεί ο σκοπός ανατροπής ή ισοπέδωσης του συστήματος. Όμως εδώ θα πρέπει να γίνει η υπενθύμιση σε όσους δηλώνουν εχθροί του συστήματος, ότι ταυτόχρονα δεν μπορεί να είναι φίλοι και θιασώτες της βίας, ή της θεωρίας «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Διότι η βία είναι το πιο άσχημο πρόσωπο και έκφανση εξουσίας και διεφθαρμένου συστήματος. Με την επιλογή της βίας, οι αυτοαποκαλούμενοι αγωνιστές δεν απορρίπτουν το σύστημα, αλλά χάνονται στην πιο μαύρη εκδοχή του, που απλά αναπαράγουν μέσα από στερεότυπα επαναστατικά λόγια. Επίσης, αν ο σκοπός τους αγιάζει τα μέσα, τότε το ίδιο επιχείρημα ισχύει για κάθε βίαιη καταστολή, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας του συστήματος και της πολιτειακής εξουσίας (που υποτίθεται ότι αντιστρατεύονται), αφού πάντα ο σκοπός εμφανίζεται (από όλες τις ομάδες, αλλά και από όλες τις εξουσίες και όλα τα συστήματα) ως καλός και θεμιτός. Δεν χωρούν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ακόμη και το δίκαιο (όπως έστω κάποιοι το αντιλαμβάνονται ως τέτοιο) καταντά άδικο, όταν μεταχειρίζεται άδικους τρόπους «επιβολής» και επικράτησης.

Υπάρχουν δυστυχώς ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία άνθρωποι που λίγο ασχολούνται και ενδιαφέρονται όταν ένα δημόσιο πρόσωπο με ισχύ, πολιτικό ρόλο και εξουσία στοχοποιείται από ομάδες εξτρεμιστικής βίας. Μερικοί μάλιστα μπορεί και να αποδέχονται (χωρίς να αντιλαμβάνονται τις ολέθριες συνέπειες και ενδεχόμενα) αυτές τις ενέργειες, εφόσον στρέφονται ενάντια προσώπων, την πολιτική πορεία των οποίων στηλιτεύουν ή θεωρούν υπεύθυνα για τα κακώς κείμενα της χώρας.

Όταν όμως η βία βγαίνει στους δρόμους αδιάκριτα, όταν ο καθένας ενδέχεται να θυματοποιηθεί, τότε η κατάσταση αλλάζει.

Τότε και η απάθεια, και η αδιαφορία και η όποια δικαιολόγηση υποχωρούν και λειτουργεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η κοινωνία που πρώτη βρίσκεται απέναντι σε ομάδες εξτρεμιστικής δράσης και η αντίθεση της αυτή είναι καταλυτική για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου.

Η ελληνική πολιτεία καλείται να διαχειριστεί το πρόβλημα της αντιεξουσιαστικής βίας, έτσι όπως αυτό έχει διαμορφωθεί και εκφράζεται τα τελευταία χρόνια, με μια δυναμική που προβληματίζει. Υπάρχουν διάφορες σχολές αντιμετώπισης τέτοιων επεισοδίων βίας, με βασικές κατευθύνσεις είτε τη μηδενική ανοχή είτε την προσπάθεια αποκλιμάκωσης. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά και δεν προσφέρουν μαγικές και εύκολες λύσεις. Αυτό που χρειάζεται πάντως είναι να υιοθετηθεί μια γραμμή με συνέπεια, αλλά και ευελιξία, εμφανής στους πολίτες και ικανή να τους προσφέρει αίσθημα και πραγματικότητα ασφάλειας.

Η επιτυχία των όποιων μέτρων θα αξιολογηθεί με βάση την αποτελεσματικότητα τους. Αυτή η αποτελεσματικότητα μεταφράζεται πρακτικά σε μείωση συχνότητας και έντασης των επιθέσεων βίας. Δεν είναι όμως μόνο οι επιθέσεις, αλλά και η ρητορική προπαγάνδα που κρύβεται πίσω και πριν από αυτές, εδώ και χρόνια, με όσα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής πραγματικότητας εκμεταλλεύεται για να στρατολογήσει και να συσπειρώσει μέλη, ειδικά νεαρής ηλικίας. Πέρα από τα μέτρα αποτροπής επιθέσεων και τις συλλήψεις των ενόχων, απαιτείται να σταματήσει ο χώρος αυτός να δέχεται «νέο αίμα», να αντιμετωπιστεί δηλαδή η ριζοσπαστικοποίηση στη βία. Σαφώς οι εξτρεμιστικές και βίαιες εκδοχές πολιτικών ιδεολογιών δεν αποδομούνται εύκολα, αλλά σημασία έχει η μείωση της δυναμικής τους μέσα στην κοινωνία.

Όσο κι αν η διεθνής ατζέντα περί ασφάλειας προκρίνει σήμερα τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό ως τον υπ''αριθμόν ένα κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι αρχές των διάφορων χωρών, υπάρχουν και άλλες απειλές που χρήζουν προσοχής. Για την Ελλάδα, ιστορικά, αλλά και λόγω παρούσας δράσης τους, ακροαριστερές και αντιεξουσιαστικές οργανώσεις έχουν μεγάλη σημασία και δεν αποτελούν έναν μελλοντικό κίνδυνο (όπως αποτελεί το ισλαμιστικό τρομοκρατικό δίκτυο, για την οποιαδήποτε δράση του φυσικά επίσης η χώρα πρέπει να είναι έτοιμη), αλλά μια πραγματικότητα που απειλεί σοβαρότατα την κοινωνική ειρήνη.

*H Δρ. Μαρία Αλβανού είναι εγκληματολόγος, ειδική σε θέματα τρομοκρατίας, μέλος ερευνητικής ομάδας ITSTIME