Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Αν υπάρχει ένα πεδίο, στο οποίο διαπιστώνονται δια γυμνού οφθαλμού οι χαοτικές διαφορές της κυβέρνησης Μητσοτάκη από την κυβέρνηση Τσίπρα, αυτό εντοπίζεται στον τραπεζικό τομέα, όπου η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ παλινδρομούσε ανάμεσα στις καταστροφικές επιλογές και στην ασυγχώρητη αδράνεια, ενώ η σημερινή κυβέρνηση αποδεικνύει ότι με τις σωστές κινήσεις μπορούν γρήγορα να δοθούν λύσεις ακόμη και σε πολυσύνθετα προβλήματα.
Θα ήταν άσκοπο να επαναλάβουμε πόσο μεγάλη καταστροφή προκάλεσε στο τραπεζικό μας σύστημα ο ΣΥΡΙΖΑ με την «υπερήφανη» διαπραγμάτευση του α' εξαμήνου 2015, την επιβολή capital controls και την ανακεφαλαιοποίηση με έκδοση νέων μετοχών για λίγα σεντς, που, εκτός των άλλων, εξαφάνισε και την αξία των τραπεζικών μετοχών που είχε στο χαρτοφυλάκιό του το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή το Δημόσιο.
Έχει, όμως, νόημα να αναφερθούμε σε όσα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ της «ώριμης» περιόδου, όταν δηλαδή δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη παλαβά σχέδια, όπως η εκτύπωση χαρτονομισμάτων δραχμής στην Ρωσία (!).
Όταν η χώρα είχε βγει τυπικά από το μνημόνιο, το φθινόπωρο του 2018, όλοι θυμόμαστε ότι ξέσπασε, με διάφορες αφορμές, διεθνείς και εσωτερικές, μια αρκετά σοβαρή χρηματιστηριακή αναταραχή, με βίαιη πτώση κυρίως των τραπεζικών μετοχών, εν μέσω «δηλητηριωδών» σεναρίων για πιθανή ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, αλλά και με «βρώμικα» χτυπήματα από ξένους κερδοσκόπους (λονδρέζικο fund είχε κυκλοφορήσει τότε μια έκθεση που προεξοφλούσε ταυτόχρονη κατάρρευση ΔΕΗ και τραπεζών).
Πιεζόμενη από τις ακραίες συνθήκες στην αγορά, η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι υπάρχει σχέδιο για τα «κόκκινα» δάνεια. Ποιο ήταν το σχέδιο; Ένα σχέδιο που είχε τύχει επεξεργασίας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τα τέλη του 2017 και ήταν «ώριμο» από τις αρχές του 2018, αλλά παρέμενε ξεχασμένο σε κάποια συρτάρια. Ένα σχέδιο – αντιγραφή αντίστοιχου ιταλικού, για τιτλοποιήσεις προβληματικών δανείων με κρατικές εγγυήσεις στα καλύτερα από αυτά, ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν να τα απομακρύνουν από τους ισολογισμούς τους χωρίς μεγάλη πίεση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Στην Ιταλία το σχέδιο αυτό άρχισε να εφαρμόζεται το 2016 και να παρουσιάζει σημαντικά αποτελέσματα, αλλά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το κρατούσε να κοσμεί κάποια συρτάρια και το εμφάνισε μόνο όταν η αγορά αμφισβήτησε το success story της επιτυχούς εξόδου από το μνημόνιο και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος, εάν συνεχιζόταν η χρηματιστηριακή αναταραχή, να επηρεαζόταν η συμπεριφορά των καταθετών.
Η πολιτική του «ποτέ μην κάνεις σήμερα αυτό που μπορείς να αφήσεις για αργότερα» εφαρμόσθηκε και σε ένα άλλο σοβαρό, για τις τράπεζες και τους δανειολήπτες, θέμα. Όλοι θυμόμαστε ότι, ενώ είχε συμφωνηθεί με τους δανειστές να λήξει στο τέλος του 2018 ο νόμος Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας, η κυβέρνηση άφησε τη διαπραγμάτευση με την Κομισιόν για μια νέα ρύθμιση να γίνει την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα να πάμε σε παράταση του παλαιού νόμου ως το τέλος Φεβρουαρίου 2019.
Εξοργιστικό είναι ότι ακόμη και ο νόμος συμφωνήθηκε με την Κομισιόν και ψηφίσθηκε, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν εδέησε να τον στείλει στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού για να εγκριθεί, δεδομένου ότι περιλάμβανε επιδότηση στις δόσεις δανείων, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση. Ούτε και δημιούργησε μια λειτουργική πλατφόρμα για να υποβάλλουν οι δανειολήπτες τις αιτήσεις τους, παρότι ήταν γνωστό ότι και αυτός ο νόμος θα είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια, ως τα τέλη του 2019.
Δυστυχώς, αυτή ήταν η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στα κρίσιμα τραπεζικά θέματα: προχειρότητα, αναβλητικότητα, καθυστερήσεις, αναποτελεσματικότητα, που αντικρίζονταν με φιλόδοξες θεωρίες περί εναλλακτικού τραπεζικού συστήματος, αναπτυξιακής τράπεζας και άλλα σχέδια που έμειναν στα χαρτιά.
Ας δούμε τώρα τι έκανε η νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο μικρό χρονικό διάστημα που έχει αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Το πρώτο στίγμα της αποφασιστικότητας να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα, ώστε να αρχίσει και πάλι να χρηματοδοτεί την οικονομία, δόθηκε με το σχηματισμό της κυβέρνησης, όπου τοποθετήθηκε στο υπ. Οικονομικών υφυπουργός με αρμοδιότητα τις τράπεζες, ο Γιώργος Ζαββός, ένας νομικός με μεγάλη εμπειρία στις Βρυξέλλες.
Με πολύ γρήγορες κινήσεις, η νέα κυβέρνηση προώθησε στην Κομισιόν το σχέδιο για την πρώτη κατοικία και εξασφάλισε έγκριση. Παράλληλα έγινε μια προσπάθεια που συνεχίζεται, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία υποβολής και επεξεργασίας των αιτήσεων από τους δανειολήπτες, γιατί δεν αρκεί να έχεις στα χαρτιά ένα θεσμικό πλαίσιο που έχει τυπικά εγκριθεί, αλλά χρειάζεται και να εφαρμόζεται στην πράξη -κάτι που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολευόταν να αντιληφθεί…
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι με αστραπιαίες διαδικασίες υποβλήθηκε στην Κομισιόν και το σχέδιο για τις τιτλοποιήσεις με κρατικές εγγυήσεις, το σχέδιο «Ηρακλής», όπως ονομάσθηκε. Το Δημόσιο θα προσφέρει εγγυήσεις έως 9 δισ. ευρώ για να μπορέσουν οι τράπεζες να τιτλοποιήσουν «κόκκινα» δάνεια 30 δισ. ευρώ και να έχουμε μια ελπίδα να δούμε σύντομα το δείκτη των προβληματικών δανείων να μειώνεται σε μονοψήφιο ποσοστό, όπως απαιτεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Γι' αυτό το σχέδιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ήδη ότι δίνει την έγκρισή της και πλέον αρχίζει η εφαρμογή του. Εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς άφηνε να χάνεται πολύτιμος χρόνος, η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει άμεσα αποτελέσματα, γιατί ξέρει τι πρέπει να κάνει και, το σπουδαιότερο, θέλει να το κάνει, χωρίς να επηρεάζεται από αντιτραπεζικές ιδεοληψίες.
Έχουμε φθάσει, λοιπόν, στο τέλος του δρόμου; Θα ήταν πρόωρο να δώσει κανείς καταφατική απάντηση. Η εξυγίανση των τραπεζών ύστερα από μια τόσο σοβαρή κρίση και τόσο εσφαλμένους χειρισμούς από την κυβέρνηση Τσίπρα είναι μια δύσκολη διαδικασία που θα πάρει χρόνο. Και δεν θα είναι αρκετό το σχέδιο «Ηρακλής» για να λύσει όλα τα προβλήματα.
Όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, από την Τράπεζα της Ελλάδος ως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι τράπεζές μας δεν πάσχουν μόνο στο ενεργητικό τους, όπου συγκεντρώνονται τα προβληματικά δάνεια, αλλά και στο παθητικό τους, καθώς είναι πολύ χαμηλής ποιότητας τα κεφάλαια που συνθέτουν την κεφαλαιακή τους βάση. Σε ποσοστό που ξεπερνά το 60%, δεν είναι «κανονικά» κεφάλαια, αλλά αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις, δηλαδή οι επιστροφές φόρων που θα πάρουν από το κράτος οι τράπεζες τα επόμενα χρόνια και, ως προσωρινό μέτρο, επιτρέπεται να λογίζονται σαν κεφάλαιο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει παρουσιάσει ένα σχέδιο που θα μείωνε γρήγορα αυτά τα κεφάλαια και θα βελτίωνε την ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων. Η κυβέρνηση δεν το έχει υιοθετήσει, επειδή δεν μπορεί να εγκριθεί από την Κομισιόν, αφού στην παρούσα μορφή του έχει θεωρηθεί ότι παρέχει κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, ίσως να έφερνε σε δύσκολη θέση ορισμένες τράπεζες, λόγω της απότομης μείωσης των κεφαλαίων τους.
Αν αυτό το σχέδιο απορριφθεί οριστικά, όμως, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογίας θα πρέπει να αφεθεί ανεπίλυτο, με την ελπίδα ότι με την πάροδο του χρόνου και την αύξηση των τραπεζικών κερδών θα λυθεί από μόνο του. Οι επενδυτές βλέπουν σήμερα ότι, σε περίπτωση που οι τράπεζες δεν έχουν αρκετά κέρδη για να πάρουν τις προβλεπόμενες επιστροφές φόρου, θα είναι υποχρεωμένες να εκδώσουν μετοχές υπέρ του Δημοσίου και αυτό θα θίξει τους ιδιώτες μετόχους. Πρόκειται για μια απειλή θεωρητική μεν, που όμως υπονομεύει την επενδυτική εμπιστοσύνη και δυσκολεύει την προσπάθεια των τραπεζών να προσελκύσουν αγοραστές των μετοχών τους.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, είναι φανερό ότι κινείται με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα που δεν είχαμε συνηθίσει, για την αντιμετώπιση των μεγάλων θεμάτων του τραπεζικού τομέα. Σήμερα, όμως, όταν έχουν τεθεί εξαιρετικά φιλόδοξοι στόχοι για την αύξηση των αναπτυξιακών ρυθμών, το να είναι μια κυβέρνηση απείρως καλύτερη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να αντιμετωπίσει με τόλμη και αποφασιστικότητα όλα τα εκκρεμή προβλήματα ταυτόχρονα. Όσο πιο γρήγορα τεθούν σε λειτουργία οι μηχανές των τραπεζών, τόσο ισχυρότερη θα είναι και η οικονομική ανάκαμψη!
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, στέλεχος τραπεζών