Του Αντώνη Νικολή*
Το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου σχεδόν το έφερε ο δρόμος, το πρότεινε και ο συνταξιδιώτης, ήταν επίσης ο καλός καιρός και η ώρα με τις ιώδεις αποχρώσεις στον δυτικό ορίζοντα, από την τοποθεσία κιόλας, ύψωμα, θα αγναντεύαμε την πόλη των Χανίων, συναίνεσα. Έχω ταξιδέψει πολλές φορές στην Κρήτη, ειδικά στα Χανιά και με μόνο σκοπό το σπίτι των Βενιζέλων στη Χαλέπα, όμως από κάποια αδιευκρίνιστη εντός μου διστακτικότητα τους τάφους τους τους απέφευγα.
Αράξαμε στο χώρο στάθμευσης απέναντι απ' την είσοδο, περπατήσαμε τον καλαίσθητο και υποβλητικό διάδρομο μετά την πύλη έως το πλατύ άνδηρο με τα σκόρπια λίγα πεύκα και το τοιχίο περιμετρικά, και ως την άκρη του πλατώματος με τα πλακόστρωτα βαθμιδωτά βάθρα όπου οι δύο λιτοί τάφοι, του Σοφοκλή παραμέσα, του Ελευθέριου μπροστά. Αλλά μαζί με τα βήματά μας που ζύγωναν, πύκνωναν στον νου πολλά.
Τα τελευταία χρόνια -κοντά πια μια δεκαετία- κατανοήσαμε ή είδαμε με εξαιρετική ενάργεια πράγματα τα οποία στις πρώτες τρεις δεκαετίες της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας μάλλον πολύ δύσκολα και σίγουρα πολύ λίγοι εννοούσαμε. Τι σημαίνει φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος, τι διάκριση των εξουσιών, τι καταστατικός χάρτης – σύνταγμα. Περιεργαστήκαμε σε όλο της το φάσμα την καταστροφική για τη χώρα σύζευξη του λαϊκισμού με τη μικροπολιτική. Εμβαθύναμε σε ζητήματα που άπτονται της ιδρυτικής συνθήκης του ίδιου του νεοελληνικού κράτους, μερικές φορές με αξιοσημείωτη αυτογνωσία. Άλλωστε εδώ και τρία χρόνια, πρωτοστάτες αλλά όχι και κατάμονοι στη Δύση, βρεθήκαμε να τσαλαβουτάμε στα ρηχά βουρκόνερα του εθνολαϊκισμού.
Τα μικροαστικά στρώματα παντού στον πάλαι ποτέ αναπτυγμένο και αναπτυσσόμενο κόσμο αντιδρούν φοβικά στις ανακατατάξεις που συνεπάγεται η συναρπαστική για την ανθρώπινη περιπέτεια τελευταία μεγάλη παγκοσμιοποίηση. Επιστρατεύονται οι κοινοί φοβικοί τόποι: οι αισθηματολογίες, οι ηθικολογίες, οι ιδεοληψίες, που με τη σειρά τους ανασύρουν αλλού το μίσος των φονταμενταλιστών, αλλού το ακροδεξιό μίσος προς τον ξένο, αλλού έναν μεταμοντέρνο όσο και πρωτόγονο αριστερίστικο φθόνο, παράλληλα κι απ' άκρου σ' άκρο την περιβόητη πια «αντισυστημική» αμφισβήτηση των «ελίτ», αυτό που μοιάζει να συνιστά και την εσχάτη μικροαστική ουτοπία: παρά και συχνά κόντρα στην αξιοκρατία, αδαείς και το χειρότερο ημιμαθείς, ολιγόνοες, όμως κατά τα τηλεοπτικά και τα ήθη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «άνθρωποι της διπλανής πόρτας» να δοκιμάζονται και αυτοί σε καίριες θέσεις ηγετικής ευθύνης, στα ύπατα αξιώματα.
Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου οι κοινωνίες μας θυμίζουν σε πολλά τις αντίστοιχες προ μιας εκατονταετίας. Με τη διαφορά πως τώρα ξέρουμε, το βιώσαμε, δεν υπάρχει δρόμος συντομότερος για την ανθρώπινη ευημερία άλλος από τα συνταγματικά πολιτεύματα, τη θεσμικά κατοχυρωμένη πολιτική και οικονομική ελευθερία.
Θυμάμαι στο πανεπιστήμιο με πόση ευκολία οι αριστεροί ιστορικοί αποτιμούσαν τον Βενιζέλο και την ηγετική ομάδα γύρω του, προφανώς για να τους μειώσουν, ως εκσυγχρονιστές αστούς πολιτικούς. Ξέρουμε πια καλά πως, αν υπάρχει κάποια γνήσια πολιτική διαμάχη κατά τους δύο αιώνες του εθνικού βίου, αυτή είναι η σύγκρουση ανάμεσα στους θιασώτες του εξευρωπαϊσμού ή εκσυγχρονισμού ή των μεταρρυθμίσεων όπως λέμε σήμερα, κι από την άλλη, όσους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ιδεοληπτικά υπερασπίζονται προνεωτερικούς θύλακες στην οικονομία και την κοινωνία, τις δυνάμεις αδράνειας στην πορεία της χώρας.
Παρόλο που συχνά και αυτή η διαπάλη διαπερνάει εγκάρσια τις πολιτικές παρατάξεις, οι ιδεολογικές συγκρούσεις των οποίων, κατά τη σοφή ρήση του Ροΐδη, είναι μόνο προσχηματικές: «Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουσιν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν? αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία, μεθ' ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου». [Εμ. Ροΐδης, άπαντα, Ερμής 1978, τόμος Β' σελ. 138] Να προσθέσω πάντως πως το «δαπάνη του δημοσίου» για τους ευνοημένους σημαίνει πια τη δημευτική υπερφορολόγηση των υπολοίπων, κι έναν ήδη βουβό –αλλά για πόσο ακόμη;- κοινωνικό εμφύλιο που μέχρι στιγμής ανιχνεύεται στη διάχυτη επιθετικότητα ή τοξικότητα στις λογής καθημερινές συναναστροφές.
Ο εύλογος αντίλογος στα παραπάνω είναι πως αυτά τα συνειδητοποιεί μικρό μόνο ποσοστό του πληθυσμού, ίσως ούτε ο ένας στους πέντε, αλλά εδώ ας μου επιτραπεί μία ένσταση. Δε στοιχηματίζω βέβαια, δεν είμαι ειδικός ούτε μου διαφεύγει ο κατακερματισμός και η σύγχυση, και τα δυο αυτά δίχως προηγούμενο, μιλάω ιδιοσυγκρασιακά, η εντύπωσή μου είναι πως σε συνθήκες έστω και περιορισμένης ομαλότητας, φτάνει και ένας στους δέκα να μπορεί να αιτιολογήσει ή και απλώς να κατονομάσει τα προβλήματα, είναι οι πολίτες που γίνονται οι καταλύτες, τα υποδείγματα, και που διαμορφώνουν τις συγχρονισμένες με τους καιρούς τους πλειοψηφίες. Έχω, λοιπόν, την αισιόδοξη αίσθηση ότι η εν λόγω «μαγιά» είναι πια ενεργή και επαρκής. Διαισθάνομαι επίσης πως εκείνη η επαύριον της μέρας που θα προκηρυχθούν οι επόμενες εκλογές θα μας εκπλήξει σε βαθμό που καμιά δημοσκόπηση δεν μπορεί να καταγράψει σήμερα.
Δεν ξέρω πόσα απ' τα παραπάνω, σκέψεις των τελευταίων μηνών, ανάδευα μέσα μου, μαζί με το ρίγος, όσο πλησίαζα, πριν ανεβώ τα δυο σκαλιά για το κρηπίδωμα με το μνημείο. Όταν έφτασα κοντά στο μνήμα, τόσο κοντά στα λείψανα του μεγάλου ηγέτη, μου 'ρθαν λυγμοί. Ο φίλος το αντιλήφθηκε, κρατήθηκε σε απόσταση διακριτικά. Δε θα ήθελα να είχα δημοσιοποιήσει άλλους λυγμούς στη ζωή μου. Ήταν από περηφάνια. Απ' την πληγωμένη περηφάνια των τελευταίων χρόνων.
Σήκωσα το κεφάλι, έστειλα το βλέμμα στην όμορφη πόλη, αναλογίστηκα με ανακούφιση πως τύχη καλή έφερε απ' τη γενιά του μεγάλου Κρητικού αυτόν στον οποίο προσβλέπουμε πια όλο και περισσότεροι: τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
* Ο κ. Αντώνης Νικολής είναι συγγραφέας, μυθιστοριογράφος.