Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μία με δύο φορές εβδομαδιαίως, με πιάνει ένας πολιτικός γλυκασμός, κλείνω λίγο τα μάτια και λέω από μέσα μου, «Μα, δεν είναι δυνατόν να είμαι έτσι διχαστικός, τόσο απόλυτος, με τέτοιο κατηγορηματικό τρόπο αντίθετος, σχεδόν εχθρικός, απέναντι στη συγκυβέρνηση των αμόρφωτων εθνικολαϊκιστών της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Ακροδεξιάς που μας κάθισαν στο σβέρκο υποσχόμενοι σε ανθρώπους με μηδενική κοινωνική συγκρότηση τον ουρανό με τ' άστρα, ή τέλος πάντων το πιστόλιασμα του δανείου τους και εκατό ευρώ ΕΝΦΙΑ λιγότερο ανά κεφάλι, με αποτέλεσμα την καταστροφή της πατρίδας, τον ξενιτεμό μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας σε οργανισμούς εκτός Ελλάδος, την κατεδάφιση των πανεπιστημίων, την αποψίλωση της δημόσιας Υγείας, τον ευτελισμό των θεσμών, την απίσχναση της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα, τη διασπορά του μίσους, τον εκφυλισμό των πάντων, για να πιάσουμε μερικά μόνο από όσες πληγές επιδαψίλευσαν για τον τόπο αυτοί οι άνθρωποι - ναι, δεν είναι δυνατόν, ας το ξαναδώ, ας αναθεωρήσω, ποτέ δεν είναι αργά για να δει κανείς τον άλλο με μια στάλα θετικό τρόπο, να τον καταλάβει καλύτερα, να συναισθανθεί και τις δικές του αγωνίες, τον δικό του τρόπο θέασης του κόσμου, και να πάψει να επενδύει στην πόλωση».
Κι έπειτα ανοίγω τα μάτια, αντικρίζω την πραγματικότητα, νιώθω πως έχω ιδρώσει ολόκληρος και χαστουκίζομαι, για να πάψει η κρίση. Διότι περί κρίσεως πρόκειται. Δικής μου. Όποιος νιώθει στα σοβαρά πως μπορεί κάπως να συνεννοηθεί με δαύτους, πως κάπως, ίσως, μπορεί να τους καταλάβει και να τους βρει ελαφρυντικά, πόσο δε μάλλον να αφήσει περιθώρια συνεργασίας μαζί τους, ή είναι ηλίθιος χωρίς γυρισμό, ή πιθανότατα νοιάζεται (με έναν τρόπο γκρανκινιολικά άστοχο) για την προσωπική του επιβίωση και μόνον. Πιθανοί συνδυασμοί αυτών των δύο επιτρέπονται. Κάτι τρίτο όμως, μία άλλη, εναλλακτική απάντηση, δεν υπάρχει, είτε τους δεις σαν ένα σώμα («με δύο κεφαλαί», που θα έλεγε και ο Καμμένος), είτε έναν-έναν τους ξεχωριστά. Δεν υπάρχει, και δεν θα υπάρξει. Δεν μπορεί να υπάρξει.
(Παρένθεση: βέβαια, συγχωρούνται εδώ κάποιοι τακτικισμοί — είναι θεμιτό για τα κόμματα της Κεντροαριστεράς να αφήνουν να αιωρούνται νύξεις, ψήγματα υποθετικού λόγου περί μιας πιθανής μελλοντικής συνεργασίας, καθώς οφείλουν να συγκρατούν το ακροατήριό τους. Που τα θέλει κάτι τέτοια, λόγω κυρίως αντιδεξιού συνδρόμου. Ασχέτως τού τι πρόκειται να γίνει μετεκλογικά: όλοι τους το ξέρουν, απλώς τώρα δεν θέλουν να το ακούν. Καλά κάνουν, ξαναλέμε).
Από την άλλη, και εγώ - επιτρέψτε μου να προσθέσω: πολύ πάνω από τον μέσο όρο, δυστυχώς για μένα - και όλοι μας είμαστε κουρασμένοι από την αντιπαράθεση, τη μάχη αυτή που κλείνει πια μια ολόκληρη οκταετία. Βαρεθήκαμε να είμαστε στα κάγκελα, έχουμε χάσει πολλά (ώρες, μέρες, χρόνια, ανθρώπους, μεροκάματα, μισθούς, βιβλία) με το να ασχολούμαστε μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει με ανθρώπους που ούτε πουρμπουάρ δεν θα τους χαλαλίζαμε υπό ΚΣ, έχει διαστραφεί ο ψυχισμός μας, αλλάξαμε και αλλάζουμε κι άλλο καθημερινώς, ξυπνάμε το πρωί και ορμάμε στα νέα όπως τα σαββατόβραδα, τριάντα χρόνια πίσω, τρέχαμε στην Ομόνοια να πάρουμε τις εφημερίδες: δεν ήμασταν έτσι πριν οσμιστούμε την αργή, μεθοδευμένη, παμπόνηρη και ύπουλη ανάρρησή τους στην εξουσία, πριν εθιστούμε στους διαπληκτισμούς με τους κλακαδόρους τους, πριν νιώσουμε πως δεν γίνεται παρά να εμπλακούμε δημόσια και με παρρησία σε μία μάχη που -φευ - φαινόταν εκ των προτέρων χαμένη. Όλοι έχουμε κουραστεί, και έχουμε χάσει πολλά.
Ως εκ τούτου, είναι πολύ φυσιολογικό να θέλει κανείς να πειστεί πως ίσως και κάτι καλό μπορεί να βγει από όλα αυτά, πως μπορεί και να είναι πρέπον να ρίξουμε κάπως τους τόνους, πως ενδεχομένως δεν θα 'ταν απολύτως άστοχο να μη ρίχνουμε κι άλλο λάδι στη φωτιά της πόλωσης. Αν μη τι άλλο, μια ομάδα είμαστε - όχι; Και αύριο, τάχα, όλοι μαζί πάλι δεν θα ριχτούμε στη μάχη για την ανόρθωση της θνήσκουσας οικονομίας της χώρας, όλοι μαζί πάλι δεν θα σκαρφαλώσουμε στις σκαλωσιές για να χτίσουμε από την αρχή την πληγωμένη μας πατρίδα, όλοι μαζί, συμφιλιωμένοι και γελαστοί, δεν θα πορευόμαστε σε ένα κοινό αύριο;
Και άλλες τέτοιες μπούρδες;
Όχι.
Ασχέτως τού τι θα γίνει όταν όλοι αυτοί πάνε σπίτια τους (εκτός αν για κάποιους αποφασίσει άλλα η Δικαιοσύνη, όπως όλοι προσευχόμαστε και ελπίζουμε), όχι, δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε σαν όμηροι. Μακριά από εμάς το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Δεν επιλέξαμε ποτέ καμία πόλωση και καμιά κόντρα. Απλώς σηκώσαμε το γάντι από κάτω. Δεν θα το αφήσουμε: θα το πάμε μέχρι τέλους. Η ουρά μάς έμεινε.
Γι' αυτό, προσοχή: όταν αισθάνεστε κατιτί χριστιανικό να σας καταβάλλει (αγάπη προς τον συριζανέλ πλησίον, έντονη τάση να γυρίσετε και το άλλο μάγουλο για να φάτε ακόμη ένα φούσκο, μια έλξη προς τη σταύρωσή σας ή προς τον λάκκο με τα λιοντάρια κ.ο.κ.), να ξέρετε ότι είστε άρρωστοι. Αντισταθείτε. Και πάρτε ένα φάρμακο για την περίπτωσή σας. Αυτό:
Επιλέξτε στην τύχη έναν από την κυβέρνηση. Οποιονδήποτε. Ψάξτε στο Google την τελευταία δήλωσή του. Κι αν δεν νιώσετε ότι προσβάλλεστε έντονα μόλις τη διαβάσετε, αν δεν νιώσετε ότι σας δουλεύουν και σας φτύνουν στα μούτρα, να μου το πείτε.
ΥΓ. Λένε πολλοί πως, αντιγράφοντας τις μεθόδους του τέρατος που πολεμάς, γίνεσαι εσύ ο ίδιος το τέρας. Δίκιο έχουν. Αλλά μόνο έτσι πολεμιέται το τέρας, λυπάμαι πολύ. Ας πολεμιότανε με φυσοκάλαμα. (Μη φοβούνται: μετά θα ξαναγυρίσουμε στη δουλειά μας. Που ακόμη την κρατάμε, και την υπηρετούμε, με τα χίλια ζόρια και με τα ψέματα).