Σε πρόσφατο κείμενο μου στο Liberal είχα αναφερθεί -σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής- στα πρώτα συμπεράσματα της σφοδρής σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα από τις 27 Σεπτεμβρίου στο Nagorno-Karabakh. Μάλιστα, η παράθεση των συμπερασμάτων, σκόπευε να αναδείξει και τις γεωπολιτικές σταθερές που καθορίζουν ή πρέπει να καθορίζουν και τον μακροχρόνιο ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό.
Η πρόωρη όμως διατύπωση συμπερασμάτων επί επιχειρησιακών και τακτικών θεμάτων είναι παρακινδυνευμένη καθώς η ομίχλη του πολέμου, σε συνδυασμό με την σκόπιμη παραπληροφόρηση (μέρος του «πληροφοριακού πολέμου»), δημιουργούν ενίοτε λανθασμένες εικόνες. Ακόμη όμως πιο επικίνδυνη είναι η μεταφορά, ακόμη και των ορθών, συμπερασμάτων, σε ένα διαφορετικό επιχειρησιακό περιβάλλον και η επιτυχής ενσωμάτωση τους στο δόγμα δράσεων ενός άλλου στρατεύματος. Μέχρι σήμερα, οι αντικρουόμενες δημοσιογραφικές πληροφορίες οδηγούν στα παρακάτω συμπεράσματα:
Οι αρμενικές δυνάμεις υπέστησαν έναν επιχειρησιακό αιφνιδιασμό από το μέγεθος και την σφοδρότητα της συνδυασμένης -από ξηρά και αέρα-αζέρικης επίθεσης. Από την αρμενική επικράτηση και την κατάπαυση του πυρός το 1993 συχνά ήταν τα μεθοριακά επεισόδια, μικρής ή μεγάλης έκτασης, τυχαία ή προσχεδιασμένα και με εκατέρωθεν υπευθυνότητα.
Η πρόσφατη όμως ενέργεια φαίνεται ότι αποσκοπεί στη συντριβή των δυνάμεων αμύνης του Nagorno-Karabakh, την ανακατάληψη σημαντικού μέρους του και στην περίπτωση μη ευόδωσης των παραπάνω, φιλόδοξων αλλά όχι ακατόρθωτων στόχων, στην απόκτηση τακτικών πλεονεκτημάτων που σε συνδυασμό με το φόβο ή συνέπειες ενός πολέμου φθοράς (attrition war) θα οδηγήσουν το Ερεβάν να αποδεχθεί σημαντικές εδαφικές υποχωρήσεις.
Πρέπει να επισημανθεί ότι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν διεξάγονται στα σύνορα μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν παρά μόνο στο θύλακα του Nagorno-Karabakh ενώ παρά την γενική κινητοποίηση και την ανταλλαγή κατηγοριών, οι δύο χώρες παραμένουν επισήμως σε μη εμπόλεμη μεταξύ τους κατάσταση. Μια κατάσταση κάπως ανάλογη (από πλευράς και μόνο τρόπου εμπλοκής στις εχθροπραξίες) με αυτήν της Κύπρου το 1974. Αμφότερες οι πλευρές επιδιώκουν να περιορίσουν τις συγκρούσεις στη διαφιλονικούμενη περιοχή.
Διαφαίνεται ότι οι στρατιωτικοί στρατηγικοί στόχοι των Αζέρων δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί. Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό των αντιπάλων τους, οι αζέρικες φιλοδοξίες για έναν «κεραυνοβόλο πόλεμο» έσβησαν. Παρά ταύτα μπορούν να πανηγυρίζουν για την ανακατάληψη ενός τμήματος του Nagorno-Karabakh (περίπου 8-10% των εδαφών του) και τη δημιουργία μιας «αύρας» νικητού. Αντίστοιχα ικανοποιημένοι μπορούν -μέχρι στιγμής- να εμφανίζονται και οι Αρμένιοι, που κατορθώνουν να ελέγχουν σημαντικούς κατοικήσιμους τόπους και εδάφη στρατηγικής σημασίας, παρά την ένταση της εχθρικής επίθεσης. Μέχρι στιγμής οι Αζέροι έχουν μικρά εδαφικά κέρδη στο βόρειο τομέα του θύλακα και σημαντικότερα στα νότια (σύνορα με το Ιράν) όπου και το έδαφος είναι ευνοϊκότερο, πιο αναπεπταμένο, για επιθετικές επιχειρήσεις.
Σήμερα φαίνεται ότι η αζέρικη επίθεση έχει αναχαιτιστεί καθώς οι Αρμένιοι έχουν υποχωρήσει σε ισχυρότερες γραμμές αμύνης (σε πλέον ορεινό έδαφος και με περισσότερη βλάστηση), μια τακτική που εφάρμοσαν και στο παρελθόν, εξαπολύοντας εν συνεχεία αντεπιθέσεις που αποδεκάτισαν τους αντιπάλους τους. Η αρμενική όμως υποχώρηση έχει οδηγήσει τα στρατεύματα των αντιπάλων τους σε απόσταση 20-25 περίπου χιλιομέτρων από τον ζωτικό οδικό άξονα (διάδρομος Lachin) που συνδέει την πρωτεύουσα του Nagorno-Karabakh, Stepanakert, με την Αρμενία. Η εξέλιξη αυτή σίγουρα προβληματίζει τα επιτελεία στο Ερεβάν. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η ζώνη των συγκρούσεων καλύπτει μια έκταση 7500 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλαδή ένα τετράγωνο πλευράς 85 χιλιομέτρων (κάτι περισσότερο από την έκταση της Αττικοβοιωτίας).
Πρέπει να αναγνωρίσουμε όμως ότι οι Αζέροι έχουν πετύχει να εμφανίζονται διεθνώς ως η επικρατούσα δύναμη στην σύγκρουση και μάλιστα με ιδιαίτερες ικανότητες φονικών αεροπορικών κτυπημάτων ακριβείας από ένα σημαντικότατο στόλο Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών (ΜΕΑ) διαφορετικών τύπων και προέλευσης (τουρκικά Bayraktar TB2, ισραηλινά Harop, Skystriker και Orbiter 1K). Αθρόες βιντεοσκοπημένες προσβολές έχουν διοχετευθεί στο διεθνή τύπο στο πλαίσιο του «πληροφοριακού πολέμου» των δύο αντιπάλων.
Ξεκάθαρη είναι η αζέρικη επικράτηση στον αέρα, όπου κυριαρχούν τα ΜΕΑ, με ελάχιστες εμφανίσεις ελικοπτέρων και σχεδόν παντελή απουσία επανδρωμένων αεροσκαφών. Οι Αρμένιοι απέτυχαν να αξιολογήσουν την σημαντική ενίσχυση του αριθμού των μη επανδρωμένων συστημάτων του Μπακού, τους κινδύνους που αυτή είχε για τις δυνάμεις τους και να αναπτύξουν τρόπους αντίδρασης.
Παρέμειναν προσηλωμένοι στα σοβιετικά δόγματα εξαπόλυσης μαζικών πυρών πυροβολικού, στη δημιουργία χώρων καταστροφής αρμάτων από αντιαρματικά συστήματα και στις εν συνεχεία προσχεδιασμένες αρματικές αντεπιθέσεις και σε αυτήν την κατεύθυνση προσανατόλισαν τις αμυντικές τους θέσεις και σχέδια. Η μερική όμως εξάρθρωση της αεράμυνας κατέστησε τα βαρέα οπλικά συστήματα τους, προστατευμένα κυρίως σε τομές εδάφους, ευπρόσβλητα από αέρος και κάθε κίνηση ενίσχυσης των πρόσω υψηλού ρίσκου.
Η ευρεία χρήση των αζέρικων ΜΕΑ σε αποστολές εξουδετέρωσης βαρέων οπλικών συστημάτων κατέστησαν επιτυχείς και από τη σχέση κόστους-οφέλους καθόσον τα πρώτα κοστίζουν υποπολλαπλάσια ποσά από τα κοστοβόρα αεροσκάφη και ελικόπτερα. Τα ΜΕΑ, πλέον των ικανοτήτων προσβολής χερσαίων στόχων παρέχουν στοιχεία για εκτέλεση βολών πυροβολικού και άμεση πληροφόρηση για την τακτική εικόνα στους σταθμούς διοικήσεως με δυνατότητα εστίασης σε οποιαδήποτε σημείο κριθεί σκόπιμο.
Η αζέρικη επίθεση ξεκίνησε με την εφαρμογή του κυρίαρχου δυτικού δόγματος με προτεραιότητα την καταστολή της εχθρικής αεράμυνας. Τα αναπτυγμένα στο Nagorno-Karabakh, σχετικά πεπαλαιωμένα αρμενικά αντιαεροπορικά συστήματα (κυρίως SA-8/9K33 OSA και SA-6/2K12 KUB) δέχτηκαν καίρια πλήγματα από τα ΜΕΑ. Δεν δύναται ακόμη να επιβεβαιωθεί η καταστροφή εκτοξευτών και radars του συστήματος S-300, θεωρείται όμως δυνατή καθώς αυτά αντιμετωπίζουν εγγενείς δυσκολίες στην αντιμετώπιση σύγχρονων τακτικών καταστολής αεράμυνας που επιτείνονται από την έλλειψη ενοποιημένου δικτύου αεραμύνης αλλά και αντίστοιχης εκπαίδευσης.
Εκτιμάται όμως ως απίθανη η μετακίνηση των S-300 σε εδάφη του Nagorno-Karabakh και αντίστοιχα παρακινδυνευμένη η στοχοποίηση τους στο έδαφος της Αρμενίας. Γεγονός όμως είναι ότι η αρμενική αεράμυνα, τουλάχιστον στον θύλακα του Nagorno-Karabakh, υπέστη σοβαρές απώλειες με αποτέλεσμα τις επόμενες ημέρες τα ΜΕΑ να προσβάλουν με σχετική άνεση λοιπούς στόχους.
Αναπόφευκτα ερωτήματα και ανησυχίες προέκυψαν σχετικά με την ικανότητα των σοβιετικών αντιαεροπορικών συστημάτων των δεκαετιών 1970-1980 αλλά και του 1990, να αντιμετωπίσουν τις απειλές των συγχρόνων αεροσκαφών, ΜΕΑ και κυρίως των ειδικών πυρομαχικών και τακτικών καταστολής αεράμυνας (Suppression of Enemy Air Defence/SEAD). Αποδείχτηκε επίσης, για άλλη μια φορά, ότι η πυκνότητα αντιαεροπορικών συστημάτων δεν επαρκεί, αν δεν υπάρχει η απαιτούμενη ενοποίηση των όπλων, αισθητήρων και κέντρων διοικήσεως και η ισορροπημένη και ορθή ανάπτυξη συστημάτων διαφορετικών δυνατοτήτων και χαρακτηριστικών. Φυσικά δεν πρέπει να παραμελούμε και τους θεμελιώδους σημασίας παράγοντες εκπαίδευσης του προσωπικού και εφαρμογής αποτελεσματικού τακτικού δόγματος χρήσης των αντιαεροπορικών μονάδων.
Χωρίς λοιπόν να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο κατάρριψης, από έδαφος ή αέρα, τα αζέρικα ΜΕΑ προχώρησαν σε αποστολές «απομόνωσης του πεδίου τη μάχης», έπληξαν δηλαδή -μετά την καταστολή της αρμενικής αεράμυνας- με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις τεθωρακισμένες μονάδες που κινήθηκαν προς ενίσχυση του μετώπου και τα ανεπτυγμένα στοιχεία του πυροβολικού. Και οι αποστολές αυτές στέφθηκαν με αρκετή επιτυχία καθώς πληθώρα αρμενικών τεθωρακισμένων και οχημάτων κατεστράφησαν ή υπέστησαν ζημιές.
Τα τουρκικής κατασκευής ΜΕΑ, απεδείχθησαν πολύ αποτελεσματικά, καίτοι είναι εξοπλισμένα με κατευθυνόμενα όπλα μικρής σχετικά εκρηκτικής ισχύος (MAM-C ή ΜΑΜ-L Smart Micro Munitions). Οι προσβολές γίνονται συνήθως από ύψη που δεν επιτρέπουν την οπτική ανίχνευση τους, άρα και την εμπλοκή τους με χαμηλού κόστους μέσα όπως πολυβόλα, πυροβόλα ή έστω και Manpads (SA-10/Strella).
Τα ικανότερα όμως αντιαεροπορικά συστήματα μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς, με ενεργό καθοδήγηση radar, διατρέχουν τον κίνδυνο της άμεσης καταστροφής με την στοχοποίηση τους από τα εξειδικευμένα «αυτοκτονικής αποστολής» ΜΕΑ (kamikaze UAVs) καταστροφής radars. Δεν ήταν λοιπόν τα τεθωρακισμένα οχήματα αυτά που κατέστησαν απαρχαιωμένα και καταδικασμένα στον αγώνα εναντίον των ΜΕΑ (παρά ταύτα συνεχίζουν να προσφέρουν μια σχετικά ικανοποιητική προστασία στους επιβαίνοντες) αλλά η αδυναμία των Αρμενίων να προσφέρουν μια ικανοποιητική αντιαεροπορική κάλυψη στις διαχρονικά ευπρόσβλητες τεθωρακισμένες μονάδες, κινήσεις εφεδρειών και συγκεντρώσεις στοιχείων πυροβολικού. Η τρωτότητα αυτή προβληματίζει τις ένοπλες δυνάμεις πολλών κρατών καθώς το διαρκώς μειούμενο κόστος των ΜΕΑ σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες ικανότητες τους καθιστούν ευρεία τη διασπορά και χρήση τους.
Θανατηφόρα όμως πλήγματα δέχθηκαν και τα αζέρικα άρματα μάχης όταν κινηθήκαν σε ακάλυπτες περιοχές χωρίς την κατάλληλη συνοδεία και έγιναν στόχος των καλά κρυμμένων αρμενικών αντιαρματικών όπλων. Η αζέρικη επίθεση έχει μέχρι στιγμής επιδείξει απόλυτα ικανοποιητική χρήση των ΜΕΑ αλλά χαμηλής ποιότητας εκτέλεση τακτικών κινήσεων επί του πεδίου του μάχης. Το τελευταίο είναι αποτέλεσμα χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης και αδυναμίας εκμετάλλευσης των διαθέσιμων οπλικών συστημάτων και αξιοποίησης των αντίστοιχων τακτικών δογμάτων.
Θα μπορούσαμε κατά κάποιο τρόπο να παρομοιάσουμε τις αζέρικες επιτυχίες με αντίστοιχες αρχικές αραβικές στον πόλεμο του Yom Kippur (1973) που όμως δεν μπόρεσαν τελικά να τις αξιοποιήσουν στο επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο. Παρά ταύτα, ο πολιτικός στόχος του πολέμου, για το Κάιρο, επιτεύχθηκε καθώς, Ισραήλ και Αίγυπτος οδηγήθηκαν σε συμφωνία ειρήνης με επιστροφή των κατεχομένων εδαφών του Σινά. Το κατά πόσο θα επιτύχει η αντίστοιχη αζέρικη εξόρμηση θα φανείς το μέλλον.
Επιπρόσθετα και οι δύο αντίπαλοι είναι εξοπλισμένοι με σχετικά περιορισμένο αριθμό βαλλιστικών βλημάτων εδάφους-εδάφους. Τα συστήματα αυτά είναι κατάλληλα για προσβολές στρατηγικών στόχων στα μετόπισθεν του εχθρού (βεληνεκές περί τα 350 χιλιόμετρα) αλλά χρησιμοποιούνται και ως ψυχολογικά όπλα εναντίον αστικών στόχων. Μέχρις στιγμής έχει σημειωθεί εκατέρωθεν περιορισμένη χρήση αυτών των συστημάτων.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι οι δύο αντίπαλοι είναι εξοπλισμένοι με οπλικά συστήματα που ξεπερνούν τις δυνατότητες τους πετυχημένης εκμετάλλευσης στο πλαίσιο μιας διακλαδικής συνδυασμένης χρήσης από προσωπικό υψηλών επαγγελματικών ικανοτήτων. Το τελευταίο δεν σχετίζεται με τις οποιασδήποτε, ατομικές ή μεμονωμένων τμημάτων, πολεμικές ικανότητες και αποφασιστικότητα που διακρίνει τους μαχητές και ιδιαίτερα τους Αρμενίους.
Επί του παρόντος φαίνεται ότι εξαντλείται η δυναμική της αζέρικης επίθεσης χωρίς όμως να διαφαίνεται και δυνατότητα αποφασιστικής επιστροφής των Αρμενίων. Ο πόλεμος θα λάβει τη μορφή ενός αγώνα φθοράς με τους Αζέρους να υπερτερούν από πλευράς εξοπλισμών και τους Αρμένιους να δίνουν αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Αναμφίβολα πρόκειται για μια ασταθή κατάσταση, με πληθώρα εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που ανά πάσα στιγμή μπορούν να δυναμιτίσουν οποιαδήποτε εύθραυστη εκεχειρία συνομολογηθεί.
Παρά τις εκατέρωθεν σημαντικές απώλειες, το δυναμικό των αντιπάλων δεν έχει υποστεί τις καταστροφικές εκείνες απώλειες που θα επιτρέψουν ένα αμοιβαία οδυνηρό συμβιβασμό και παραμένουν ισχυρές οι φωνές που θεωρούν δυνατή την απόλυτη επικράτηση στα πεδία των μαχών.
Πέραν όμως των συμπερασμάτων που ανακύπτουν από την ανάλυση του κάθε είδους πληροφοριών, οι εξωτερικοί παρατηρητές και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι οφείλουν να ενσκήψουν μετά προσοχής στην αντικειμενική αξιολόγηση των συγκρούσεων ακόμη και με τη ριψοκίνδυνη αποστολή παρατηρητών στα πεδία των μαχών.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα), Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου με Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Yποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ).