Του Νικόλαου Ι. Πέντσα
Είναι αποδεδειγμένο ότι όταν η επιχείρηση αφοσιώνεται στη βελτίωση της ευημερίας του ευρύτερου περιβάλλοντός της, η «αόρατη χείρα» του Adam Smith αλλάζει ταχύτατα όχι μόνο την κοινωνία, αλλά τη λειτουργία της επιχειρηματικότητας και την οικονομία γενικότερα. Πλέον, με τον μετασχηματισμό της οικονομίας στην 4η βιομηχανική επανάσταση, αυτό το οποίο ονομάζουμε «Εταιρική Υπευθυνότητα», ενσωματώνει αλλαγές, πρακτικές και εργαλεία, που βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης στην καθημερινή της λειτουργία.
Υπευθυνότητα Εταιρική: αυτή είναι η σωστή σειρά του ζεύγους και όχι η αντίστροφη. Η Υπευθυνότητα προηγείται της Εταιρείας. Η εταιρεία δημιουργείται για να ακολουθήσει την υπευθυνότητα και την ευημερία που υπηρετεί (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική, ηθική ή άλλη). Επιβάλλεται να τη σέβεται και να εμπνέεται από αυτήν. Ακόμη και στα πεδία όπου η εταιρεία έχει τον πρώτο λόγο, καλύπτοντας αγαθά, τα εργαλεία της υπευθυνότητας συνιστούν μία πολύτιμη βοήθεια. Υπευθυνότητα εταιρική λοιπόν, όμως ο πιο δόκιμος όρος θα ήταν Υπευθυνότητα Επιχειρηματική. Η Υπευθυνότητα επιβεβαιώνει τα χαρίσματα της επιχειρηματικότητας. Συνδράμει στο επιχειρηματικό «καλό», με την ικανοποίηση των προσδοκιών των εμπλεκομένων μερών δια μέσου της τεκμηρίωσης του κόστους και του οφέλους της. Υπευθυνότητα Επιχειρηματική λοιπόν αλλά στο υπόλοιπο κείμενο θα την αναφέρουμε όπως έχει καθιερωθεί στην επιχειρηματική καθομιλουμένη.
Διάκριση Εταιρικής Υπευθυνότητας (ΕΥ) και Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ)
Η διάκριση της ΕΥ με την ΕΚΕ που εφαρμόζεται ευρέως στο ελληνικό περιβάλλον, έχει κεφαλαιώδη σημασία εξ' αρχής, καθώς στον επιχειρηματικό κλάδο οι δύο έννοιες είναι συγκεχυμένες. Οι επιχειρηματικές σχέσεις περιλαμβάνουν ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων και συναλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΥ υπερβαίνει το στενό κοινωνικό πεδίο της ΕΚΕ, η οποία ουσιαστικά αποτελεί μία φιλανθρωπική πρακτική, με προέκταση στην κοινωνία και στο φυσικό περιβάλλον.
Η ΕΥ συναρτάται με τη χάραξη στρατηγικών σε ευρύτερο πλαίσιο, δηλαδή σε εκείνο το οποίο διαμορφώνουν οι πάσης φύσεως οικονομικοί, επιχειρηματικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, νομοθετικοί και άλλοι θεσμοί. Περιστρέφεται γύρω από την εποπτεία μίας οικονομικής δραστηριότητας και αποφασίζει ορθολογικά, διορθώνοντας αστοχίες ή αρνητικές εξωτερικότητες της επιχειρηματικής δράσης. Συνεργάζεται αποτελεσματικά και όχι οπορτουνιστικά (αυτό το κάνει η ΕΚΕ).
Κοντολογίς, η ΕΥ είναι μία ολιστική επιχειρηματική στρατηγική, η φιλοσοφία της οποίας αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και μας θυμίζει τη θεώρηση του Ludwig Von Mises για την αγορά και τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, με το κλασικό απόφθεγμα «that economic harmony is product of human action and not of human design».
Ως επιχειρηματική στρατηγική, λειτουργεί με γνώμονα την υπεροχή της ορθολογικής επιλογής και της ελεύθερης αγοράς, με στόχο τη μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού πλούτου. Στον αντίποδα, η ΕΚΕ λειτουργεί σύμφωνα με ένα μηχανισμό παραγωγής μεμονωμένων δράσεων και μέσω κανόνων - πυλώνων που επιβάλλονται. Ο επιχειρηματικός παρεμβατισμός της στρεβλώνει την επιχειρηματική λειτουργία, καθώς απονέμει τις δράσεις της με λιγότερα αποτελεσματικά κριτήρια και όχι με γνώμονα την οικονομική τους αποδοτικότητα. Η ΕΚΕ αδυνατεί να διαμορφώσει ένα σύστημα βέλτιστων επιχειρηματικών πρακτικών, καθώς κινείται στο πλαίσιο όσων επιτάσσει ο στενός ορισμός της. Προωθεί κυρίως τα συντεχνιακά συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων πίεσης (ΜΜΕ, ΜΚΟ, τοπικές κοινωνίες, πολιτικούς φορείς κ.α.), περιορίζοντας την ελευθερία της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Αυτή η εμμονή της σε διακρίσεις τομέων δράσεως αναλόγως της πίεσης που υφίσταται, εξυπηρετεί άλλους πλην των επιχειρηματικών σκοπών και την καταστά παραπλανητική ως προς την αποτελεσματικότητά της. Στο τέλος, ένας εξωτερικός από την επιχείρηση «δημόσιος ρυθμιστής», αντί να το υπηρετεί το κοινό καλό, στην προσπάθειά του να το «προασπίσει», καταλήγει να προάγει περισσότερο κάποια ιδιωτικά συμφέροντα.
Εν κατακλείδι, η ΕΚΕ στοχεύει στην επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας με την παροχή μεμονωμένων παροχών. Η δημόσια ή επιχειρηματική της παρέμβαση, εξαντλείται από το «αν» έως το «έως εκεί που» είναι συμφέρουσα σε μία δεδομένη χρονική ή επιχειρηματική συγκυρία. Αυτή η αντιπαράθεση, βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης όσων ασχολούνται ακαδημαϊκά ή πρακτικά με την ΕΥ και την ΕΚΕ. Οι μεν εστιάζουν στις αποτυχίες της αγοράς και της ιδιωτικής δράσης, οι δε σε εκείνες του «δημοσίου ρυθμιστή». Παρόλο που η ΕΥ ψάχνει τα βήματά της, ο βηματισμός της ωχριά μπροστά σε ότι προέρχεται από την αναποτελεσματική επιχειρηματικά εφαρμογή της ΕΚΕ στην Ελλάδα, η οποία πλέον αποτελεί έρμαιο ομάδων πίεσης και διαφόρων φορέων. Το ελληνικό παράδειγμα είναι τόσο χαρακτηριστικό όσο και θλιβερό.
Ιστορική διαδρομή και εξέλιξη της Εταιρικής Υπευθυνότητας (ΕΥ)
Η «διαμάχη» για το τι είναι ΕΥ και ποιος ο ρόλος της, διατρέχει όλο το μήκος της ιστορικής της διαδρομής. Υπήρξαν περίοδοι όπου διάφοροι ερευνητές έθεσαν την κοινωνία στον σκληρό πυρήνα των θεωριών τους. Με την πάροδο του χρόνου, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο θεωρίες οι οποίες μέσα από την οργάνωση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών τους συσχετίσεων, εκφράζουν την σχέση της επιχειρηματικότητας με την ΕΥ αποτελεσματικότερα. Τέλος, τα τελευταία έτη, υπήρξαν διανοητές μίας άλλης κατεύθυνσης, οι οποίοι διείδαν την ΕΥ ως προέκταση της βιωσιμότητας και της λογοδοσίας.
Η μελέτη της στην πάροδο του χρόνου, μας δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία μηχανική συσχέτιση της θεωρίας και των πρακτικών με τις οποίες εφαρμόζεται. Η εξωτερίκευσή της εξαρτάται από τις ποικίλες και μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές και άλλες επιλογές, με βάση διαφορετικές και μεταβαλλόμενες προτεραιότητες. Το να καταγράψει και να κατατάξει κανείς τις θεωρίες και ορισμούς της ΕΥ είναι ένα δύσκολο - και εν μέρει παραπλανητικό - εγχείρημα: αφενός, τα σύνορά τους είναι ασαφή, αφετέρου, στο πλαίσιο αποκρυπτογράφησής τους συνυπάρχουν περισσότερες υποκατηγορίες, όπου αποτυπώνονται διαφορετικές μεταξύ τους θέσεις.
Τι είναι η Εταιρική Υπευθυνότητα (ΕΥ)
Όσο απλά ακούγεται η έννοια της «Εταιρικής Υπευθυνότητας», τόσο σπαζοκεφαλιά αποδεικνύεται η εφαρμογή της στην πράξη. Εταιρική Υπευθυνότητα είναι ο διακριτός τρόπος με τον οποίο κάθε οικονομικός ή μη οργανισμός, απευθύνεται στα εμπλεκόμενα μέρη του, οργανώνει τις δραστηριότητές του, αφήνει το επιχειρηματικό του αποτύπωμα και κινητοποιεί όλες τις δραστηριότητές του για να πετύχει σαφώς εκπεφρασμένους στρατηγικούς στόχους. Στο περιεχόμενό της, συγκαταλέγονται οι θεμελιώδεις δεξιότητες που απαιτούνται για την υλοποίηση των μακροπρόθεσμων στόχων κάθε οικονομικού οργανισμού, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τις ενδεχόμενες μεταβολές του ανταγωνισμού, τις αλλαγές του μεταβαλλόμενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και κυρίως τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων μερών (stakeholders).
Αυτή η ιδιαίτερα stakeholder-ική της βάση, δυσκολεύει όσους ασχολούνται με αυτό το επιστημονικό πεδίο, των οποίων η αναζήτηση για σταθερές συσχετίσεις μεταξύ θεωριών και των χαρακτηριστικών της, είναι κατά την άποψή μας εξ ορισμού μάταιη. Η δυσκολία έγκειται στη στρατηγική και στα εργαλεία με τα οποία εφαρμόζεται. Ο λόγος είναι το γεγονός, ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι επιχειρήσεις είναι πλέον τόσο ευμετάβλητο, ώστε η αστάθεια του επιχειρηματικού πεδίου αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Σε ένα τέτοιο πεδίο απρόβλεπτων αλλαγών, οι επιχειρήσεις σήμερα λειτουργούν με διαφορετικούς όρους ως προς τις συμμαχίες και τις συνεργασίες με τα ενδιαφερόμενα μέρη τους.
Τούτο, αποτελεί και την αφετηρία για τη διερεύνηση των σχέσεων κάθε οικονομικού οργανισμού με αυτούς και της επίδρασης των σχέσεων αυτών στην στρατηγική Εταιρικής Υπευθυνότητας που εφαρμόζει. Με τη σκέψη αυτή, όσοι ασχολούμαστε με την ΕΥ, ασπαζόμαστε την πεποίθηση ότι αποτελεί μία πηγή πραγματικά βιώσιμου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Κοντολογίς, η ΕΥ αποτελεί την εξωτερίκευση της επιχειρηματικής στρατηγικής και εκφράζεται με στρατηγικές επινοημένες δράσεις, οι οποίες καθοδηγούν την αλληλεπίδραση με τα ενδιαφερόμενα μέρη της επιχείρησης.
Κατά συνέπεια διαμορφώνει κίνητρα για τις επιχειρηματικές αλλά και τις ανθρώπινες συναλλαγές, οι οποίες εκφράζονται με κάθε μορφής συνεργασίες ή αλληλεπιδράσεις. Οι συναλλαγές αυτές θα καθορίσουν, το πως και υπέρ ποιων θα σχεδιαστούν τα αντίστοιχα μεθοδολογικά εργαλεία, αντίτιμο των οποίων θα είναι η οικονομική ευημερία. Η επιχειρηματική αυτή πρακτική, διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις εξελίσσονται μέσα στον χρόνο και αποτελεί το κλειδί της προσαρμοστικότητάς της στα νέα δεδομένα: στα δεδομένα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η οποία αλλάζει με ταχύτητα όχι μόνο την τεχνολογία αλλά και την οικονομία, την κοινωνία και τις επιχειρηματικές ισορροπίες.
Η ΕΥ ως επιχειρηματική πρακτική, κατέχει διακριτό ρόλο σε αυτές τις ισορροπίες, δίνοντας βάση στις έννοιες της επιλογής / δράσης και όχι στον στείρο επιχειρηματικό σχεδιασμό και στηριζόμενη σε προφανή αξιώματα (βλ. ΕΚΕ). Στο πλαίσιο αυτό, η ενσωμάτωσή της ως επιχειρησιακή στρατηγική, προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων αλλά και στον τρόπο που παράγουν και λειτουργούν. |
Ο Ronald Coase
Σύμφωνα με τον νομπελίστα νομικό Ronald Coase, τον θεμελιωτή της θεωρίας των περιουσιακών δικαιωμάτων, μιας θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται όλη η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη σκέψη, οι επιχειρήσεις υπάρχουν επειδή δημιουργούνται κόστη στις συναλλαγές τους, τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό των τιμών πώλησης των προϊόντων / υπηρεσιών και κατά συνέπεια στη λειτουργία της αγοράς. Πολύ αργότερα ο Kotler (για άλλους λόγους), είχε διατυπώσει ότι «η αγορά είναι μία παλαίστρα εν δυνάμει ανταλλαγών». Μέσα στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής ή συνεργασίας, απαιτείται η δημιουργία συμβολαίων για κάθε δραστηριότητα των επιχειρήσεων.
Όταν το κόστος των συναλλαγών αυτών είναι αυξημένο, νοθεύεται η αποτελεσματικότητά τους και η ικανοποίηση των αναγκών πραγματοποιείται με μεγάλη θυσία πόρων. Η κάθε μία επιχείρηση ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει πολλά από αυτά τα βραχυχρόνια και δαπανηρά συμβόλαια ως προς την παρακολούθηση τους, με μακροχρόνια συμφωνητικά που στηρίζονται στην καλή συνεργασία και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσόμενων. Όταν λοιπόν δύο μέρη συναινούν στον παραπάνω τρόπο ενεργείας, διότι θεωρούν ότι ωφελούνται οικονομικά, ο μηχανισμός της συναίνεσης εξασφαλίζει όχι μόνο την αποτελεσματική κατανομή των πόρων αλλά και την προστασία των πραγματικών συμφερόντων των δύο μερών. Φυσικά η ανάλυση του Coase περιέχει πολύ περισσότερες προεκτάσεις. Εν τέλει ο Coase κατάφερε να συνδέσει την οικονομική επιστήμη με την ανάλυση του δικαίου και τόνισε, ότι, ο κρατικός πατερναλισμός δεν είναι απαραίτητος. Αντίθετα, το αποτέλεσμα είναι πολύ προτιμότερο, όταν το δίκαιο εμπιστεύεται τις ιδιωτικές συναλλαγές και βασίζεται σε φιλελεύθερες οικονομικές αρχές.
Αναζητώντας το Ρόλο της ΕΥ
Ακολουθώντας τη συλλογιστική του Coase, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την ΕΥ με οικονομολογική προσέγγιση. Η αρετή της αγοράς είναι ότι κατανέμει τους πόρους της κατά τον πιο επιθυμητό τρόπο, εκεί που τους επιζητούν οι οικονομικές δραστηριότητες. Η αγορά είναι η καθημερινή δημοκρατία στην οικονομία, όπου οι οικονομικά δρώντες προκρίνουν με τις αγορές τους τι θα παραχθεί και τι όχι. Η ΕΥ επηρεάζεται από τη λειτουργία της αγοράς και το ευρύτερο περιβάλλον της επιχείρησης, το οποίο προκρίνει που θα κατευθυνθεί και που όχι. Η στροφή της προς τα ενδιαφερόμενα μέρη και η επιδίωξη συνεργασίας μεταξύ των συναλλασσόμενων, όπως πηγάζει μέσα από τη σκέψη του Coase, δύναται να δημιουργήσει περισσότερα οφέλη για την επιχείρηση. Οι παρενέργειες της επιχείρησης, δεν εξαντλούνται μόνο στην κοινωνία αλλά δοκιμάζουν οικονομικές σχέσεις και επεκτείνονται μέχρι την παραγωγή και τη βιομηχανία.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως οι καταναλωτές, οι προμηθευτές, οι παραγωγοί, τα ΜΜΕ, οι μέτοχοι, σχηματίζουν κοινωνίες και επιδιώκουν μέσα από αυτές τη συνεργασία, διότι προσβλέπουν αλλά και καρπώνονται ιδιωτικά οφέλη. Οι κοινωνίες αυτές λειτουργούν σύμφωνα με τη βέλτιστη ικανοποίηση των αναγκών τους και οι ορθολογικές επιλογές τους αποτυπώνονται σε συναλλαγές, σε αποφάσεις δηλαδή με τις οποίες πραγματώνουν το συμφέρον τους. Αυτή η πραγματικότητα, οδηγεί την ΕΥ σε νέες προεκτάσεις, που εξετάζονται πλέον υπό άλλο πρίσμα. Ως επιχειρηματική στρατηγική, δεν εξαντλείται μόνο στην ανάδειξη διλημμάτων κοινωνικής αλληλεγγύης ή οικολογικής βιωσιμότητας, αλλά υπεισέρχεται με μετρήσιμο τρόπο στην επιχειρηματική βιωσιμότητα. Με βάση λοιπόν τη θετική ανάλυση για τον σχηματισμό και μεταβολή των προσδοκιών των ενδιαφερόμενων μερών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ΕΥ παράγεται από την αγορά και την οικονομική διαδικασία. Σύμφωνα με την παραπάνω επιχειρηματολογία και με αφετηρία τη συλλογιστική του Cοase, προβάλουμε τη μεθοδολογική μας στάση για την EY στη βελτίωση της οικονομικής ευημερίας κάθε οικονομικού οργανισμού.
Η ΕΥ λοιπόν θα πρέπει να έχει σαν στόχο τη μείωση του κόστους συναλλαγών, σταθμίζοντας τα διαφορετικά συμφέροντα, με σκοπό να προστατεύσουν εκείνα, η προστασία των οποίων αυξάνει την επιχειρηματική ευημερία. Καθίσταται επομένως καίρια η διαμόρφωση ενός πλαισίου ΕΥ, που δεν θα επιλύει απλώς ad hoc αποτυχίες της αγοράς και εξωτερικότητες, αλλά θα είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη. Ένα μοντέλο που θα προτάσσει τις ορθολογικές επιλογές ως μηχανισμό λήψης αποφάσεων και θα αντιλαμβάνεται στενά την υπευθυνότητα ως οικονομική αποδοτικότητα (economic efficiency). Ένα μοντέλο που θα ανασχεδιάσει την «υπεύθυνη» επιχειρηματική στρατηγική κατά τρόπο, ώστε οι δράσεις της να συνδυάζουν σκοπούς αποδοτικότητας, εκεί που δεν τους επιτυγχάνει η αγορά. Ο εντοπισμός δράσεων εταιρικής υπευθυνότητας, με προσανατολισμό προς τις ανάγκες των επιχειρήσεων και τις προσδοκίες της αγοράς και στη συνέχεια η διατύπωση και o σχεδιασμός τους μέσα σε μία δομημένη στρατηγική, αποτελεί την πεμπτουσία της επιχειρηματικής επιτυχίας.
Το Ελληνικό Περιβάλλον
Για όσους ασχολούμαστε με την Εταιρική Υπευθυνότητα, οι εξωτερικότητες και οι αναποτελεσματικότητες κάθε οικονομικού οργανισμού, είναι ειδικές καταστάσεις που πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση. Αυτό είναι και το αδύνατο σημείο της πλειοψηφίας όσων είναι υπεύθυνοι για την εκπόνηση της στρατηγικής Εταιρικής Υπευθυνότητας στην Ελλάδα. Οι μελέτες περιπτώσεων δείχνουν ότι οι υπεύθυνοι, εκπονούν περίτεχνες εξισώσεις για να εξηγήσουν παρενέργειες των δραστηριοτήτων των οργανισμών τους. Για να δικαιολογήσουν τις προτεινόμενες δράσεις τους, στηρίζονται στις οικονομικές δυνατότητες της εταιρείας τους, στις προτιμήσεις της διοίκησης, ή στη μόδα της κοινωνίας και αφαιρούν τόσο πολλά στοιχεία της οικονομικής πραγματικότητας, που στο τέλος δεν υπάρχει πραγματικότητα! Δημιουργούν ένα δικό τους μικρόκοσμο, που τα αποτελέσματα δείχνουν ότι δεν είναι βιώσιμος, αποτελεσματικός ή εφικτός.
Το βλέπουμε για παράδειγμα στην προσέγγιση ορισμένων επιχειρήσεων, να σταματήσουν επιβλαβείς ενέργειές τους εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Ερμηνεύοντας εσφαλμένα το νόημα και τις πρακτικές της Εταιρικής Υπευθυνότητας, ανακαλύπτουν τη λύση που δίνει μία χορηγία υπό μορφή εξαγοράς της κοινής γνώμης, για να αντιμετωπίσουν αρνητικές εξωτερικότητες και να οδηγήσουν τη κοινή γνώμη στο επιθυμητό για αυτές επίπεδο εκτίμησης. Με άλλα λόγια, με τη χορηγία προς το Χ κοινωνικό σύνολο, προσβλέπουν να ισοσκελίσουν την παραβατικότητα της επιχείρησης με την εξαγορά τους με το Ψ οικονομικό ποσό, ώστε να εμβληθούν οι αντιδράσεις. Σας θυμίζει όλο αυτό το ελληνικό περιβάλλον (βλ. ΕΚΕ);
Διά ταύτα
Κατά τη γνώμη μας, η Εταιρική Υπευθυνότητα, ως επιστήμη και επιχειρηματική πρακτική, αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου για την επιχειρηματικότητα, καθώς έχει τα χαρακτηριστικά της σταθερής και βιώσιμης ανάπτυξης, με μεγάλο χρονικό ορίζοντα και συνέργειες με τα ενδιαφερόμενα μέρη της επιχείρησης. Είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις μεταρρυθμίσεις και την οργανωμένη σταδιακή προσαρμογή της επιχείρησης στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στην παγκόσμια οικονομία. Η προσεκτικότερη ενασχόληση με όλες τις παρενέργειες των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων διά μέσου της Εταιρικής Υπευθυνότητας, οδηγεί σε πολλαπλά οφέλη σε επιχειρηματικό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο ολόκληρης της οικονομίας. Καθώς προχωράμε στον 21αι., απαιτείται να αναδειχθεί η σημασία μίας πιο οικονομικής προσέγγισης της ΕΥ και οι επιχειρήσεις να βρουν τρόπους να αντιμετωπίσουν αυτήν τη νέα πραγματικότητα.
Η στροφή της ΕΥ προς την αγορά με την εμπορευσιμότητα που πηγάζει από τη σκέψη του Coase, παρουσιάζει περισσότερα οφέλη για την επιχείρηση. Η ΕΥ θέτει την ελευθερία της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας στον πυρήνα της ανάλυσης καθώς καθίσταται αποδοτική, όταν η επιχείρηση κατευθύνει τις δράσεις της εκεί που μπορούν να προσκομίσουν την μεγαλύτερη αξία. Η στροφή προς την αγορά απελευθερώνει την επιχειρηματική πρωτοβουλία και δημιουργικότητα, αποκαλύπτοντας οφέλη από κατευθύνσεις που αποτελούν έκπληξη. Μέσα από την οικονομική θεώρηση, η ΕΥ αποτελεί ένα προϊόν στρατηγικών επιλογών. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο είναι η σχεδίαση ενός λειτουργικού μοντέλου ΕΥ το οποίο δεν θα αγνοεί τα πορίσματα της οικονομικής θεωρίας και παράλληλα θα συνδυάζει σκοπούς αποδοτικότητας.
Τούτο θα χρησιμοποιεί συμμετοχικές διαδικασίες καθώς και εργαλεία κόστους/οφέλους. Έτσι, η επιχειρηματική στρατηγική θα προσεγγίζει καλύτερα και αποτελεσματικότερα ζητήματα κοινωνικά, περιβαλλοντικά ή άλλα, των οποίων η αποτελεσματικότητα προϋποθέτει τη χρήση διαδικασιών και μεθόδων οικονομικής έμπνευσης και προέλευσης. Να τι είναι λοιπόν η ΕΥ στην οικονομολογική της προσέγγιση: το σύστημα για να οργανωθεί καλύτερα η επιχείρηση και να ληφθεί η βέλτιστη επιχειρηματική απόφαση, εκείνη που υπηρετεί με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την επιχειρηματική ευημερία.
Όραμα, στρατηγική, ανάλυση επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθορισμός στόχων, ανάλυση ρίσκου, κόστος/όφελος, μηχανισμοί ελέγχου, όλα τα επί μέρους συστατικά.
*Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου-Τμήμα Οικονομικών Επιστημών