Του Πάνου Λώλου*
Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας, δυστυχώς, δεν υπήρξε ποτέ έως σήμερα αντικείμενο σοβαρής συζήτησης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από το συγκεκριμένο κομβικό ζήτημα ήταν πάντοτε είτε ιδεολογικός είτε απλώς αντιδραστικός σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία λάμβανε η εκάστοτε κυβέρνηση.
Το πρόβλημα όμως ήταν - και παραμένει - ότι η ιδεολογία δεν υπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες του τόπου. Την υποχρέωση για ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Την αυτάρκεια σε βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως τα αγαθά διατροφής. Την ανάγκη προστιθέμενης αξίας των παραγόμενων προϊόντων και την εν γένει ανταγωνιστικότητα των αγαθών και υπηρεσιών προς εξαγωγή, στο πλαίσιο μιας διεθνοποιημένης σύγχρονης οικονομίας.
Η εποχή κατά την οποία η αντίληψη πως ο παραγόμενος πλούτος μιας χώρας μπορεί να είναι αντικείμενο κρατικής διαχείρισης και μάλιστα εντός μιας κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με την αντίληψη ότι ο πλούτος υφίσταται για να αναδιανέμεται. Ο πλούτος υφίσταται εφόσον υπάρχουν πλουτοπαραγωικές πηγές, είτε αυτές είναι υλικές είτε άυλες, όπως οι καινοτόμες ιδέες, και γίνονται αντικείμενο επιτυχούς διαχείρισης.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο της διαχείρισης των πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά και του επιχειρείν με στόχο τη δημιουργία πλούτου πρέπει εκ προοιμίου να ευνοεί τη βιώσιμη ανάπτυξη και όχι να την περιορίζει.
Η ίδρυση και η λειτουργία βιομηχανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει συζητηθεί δυσανάλογα σε σχέση με το τελικό μέγεθός τους ως συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας. Εδώ και δεκαετίες, επικράτησαν μύθοι που εμφιλοχώρησαν ακόμη και σε τμήματα του πληθυσμού της χώρας, που είχαν ανάγκη τις επενδύσεις και τη μεγέθυνση του δείκτη απασχόλησης.
Η βιομηχανική δραστηριότητα στην Ελλάδα συνοδεύεται από στερεότυπα, που αγνοούν/παρακάμπτουν τα πολλαπλασιαστικά της οφέλη, παρότι η ίδια συμβάλλει αποφασιστικά σε άλλους κλάδους της οικονομίας και μάλιστα σχετιζόμενους με τα δημόσια αγαθά.
Η ανάγκη για μακροπρόθεσμες συνθήκες που προϋποθέτει ως δραστηριότητα δεν τίθεται σε δημόσιο διάλογο, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις που απαιτούνται να μην αναλαμβάνονται εύκολα λόγω «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Αυτή η «ιδιαιτερότητα» είναι εξόχως υποκριτική, αφού συχνά διακρίνεται από τοπικισμούς, οργανωμένα συμφέροντα, προσωπικές επιδιώξεις και ιδεοληψίες, που δεν συνάδουν με τις μακροοικονομικές ανάγκες της χώρας αλλά ούτε και με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Ως αποτέλεσμα, η δημοσιότητα γύρω από τέτοιου είδους επενδύσεις δεν στρέφεται στο τι αλλά στο πώς, κάτι που πρέπει να αφορά αποκλειστικά μια καλά οργανωμένη δημόσια διοίκηση, με ελεγκτικό μηχανισμό βασιζόμενο στις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.
Εάν πραγματικά επιθυμούμε την ανάπτυξη μέσω της δημιουργίας πλούτου και όχι μέσω της αναδιανομής του, θα πρέπει να σταματήσουμε άμεσα να διαιωνίζουμε ένα παραγωγικό μοντέλο στο οποίο έχει θέση ο μαγαζάτορας αλλά όχι ο επιχειρηματίας. Είναι αποκλειστικά θέμα απόφασης. Το πώς θα γίνει αυτό μπορούμε να το ανακαλύψουμε σχετικά εύκολα, παρατηρώντας τις πρακτικές που ακολουθούν άλλες χώρες.
*Ο κ. Π. Λώλος είναι στέλεχος επιχειρήσεων και ανήκει στο Μητρώο Πολιτικών Στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της Δευτέρας 12 Μαρτίου, αρ. φύλλου 76.
Φωτογραφία: intimenews.gr