«Επιβιώνουμε σε ένα μολυσμένο επικοινωνιακό περιβάλλον»
Πέτρος Τατσόπουλος

«Επιβιώνουμε σε ένα μολυσμένο επικοινωνιακό περιβάλλον»

«Το έχω πάρει απόφαση πως, ό,τι και αν υποστηρίξω, κάποιοι καλόπιστα θα το πάρουν στραβά, κάποιοι κακόπιστα θα το παρεξηγήσουν, όπως και ορισμένοι θα το διαστρεβλώσουν χωρίς να μπουν καν στον κόπο να το διαβάσουν. Δεν πειράζει. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού στον δημόσιο διάλογο –η απουσία κανόνων, για την ακρίβεια- και όσο πάει, με τη ναρκισσιστική/τοξική παρεμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Αναντίρρητα καλούμαστε να επιβιώσουμε σε ένα μολυσμένο επικοινωνιακό περιβάλλον. Ακόμη και αν οικειοθελώς αποσυρθούμε από το παιχνίδι –και αφ΄ης στιγμής μας έχουν «στοχοποιήσει»- κανένας δεν μας εγγυάται ότι θα πάψουν οι άλλοι να χαλκεύουν τις ιδέες μας».

Ο Πέτρος Τατσόπουλος ποτέ δεν μασούσε τα λόγια του. Από είκοσι χρονών, εξάλλου, εκδίδοντας τους «Ανήλικους» έχει μάθει να εκτίθεται. Να μεγαλώνει και να αλλάζει μαζί μας, ανοιχτό βιβλίο η ζωή του, βορά του καθενός. Ακόμα την πιο επικίνδυνη ώρα την έζησε μπροστά στα μάτια μας. Το ανεύρυσμα και την μεγαλύτερη μάχη για την ζωή του, την έδωσε σχεδόν μαζί μας, τηλεοπτικά.

Σε μια συνέντευξη ποταμό όπου θα μιλήσει για όλους και όλα, θα αναφερθεί σε βιβλία, ιδέες, κρίνοντες, συμπεριφορές, αλλαγές. Και θα μας αποκαλύψει τι είναι εκείνο που τον διακατείχε αμέσως μετά: «Περιέργεια. Για το τι θα γίνει μετά», θα μας πει αφοπλιστικά. «Όχι τι θα συμβεί μετά σ’ εμένα –δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή- αλλά τι θα συμβεί μετά στον πλανήτη. Μια νοσηρή περιέργεια για τη “συνέχεια της ιστορίας”».

Εξάλλου, το καινούργιο βιβλίο του «Είσαι και Φαίνεσαι» το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μεταίχμιο, έρχεται για να τον αφήσει και πάλι εκτεθειμένο, βορά στον καθένα, αλλά είπαμε, «αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού, η απουσία κανόνων».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα:

- «Είσαι και Φαίνεσαι», ποιο βιβλίο είπαμε είναι αυτό που μόλις κυκλοφόρησε; Και σε ποια στιγμή στη ζωή σας είπατε είμαι ή θα γίνω συγγραφέας;

Το «Είσαι και Φαίνεσαι» είναι το εικοστό πρώτο βιβλίο μου. Δώδεκα βιβλία μυθοπλασίας, εννέα βιβλία μη-μυθοπλασίας. Δεν μεροληπτώ υπέρ ή κατά κάποιου είδους γραφής… Από έφηβος ακόμη ήθελα να γίνω συγγραφέας γνωρίζοντας την τύφλα μου για τη δουλειά.

- Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτείτε στον τίτλο. Στα περιεχόμενα παίρνετε θέση, έχετε πάρει θέση σε όλα! Υπήρξε στιγμή που αυτολογοκριθήκατε;

Ο τίτλος προέρχεται από την πεισματάρικη παιδική έκφραση «δεν είμαι εγώ, εσύ είσαι και φαίνεσαι» που πάντοτε με έκανε να γελάω. Αφενός διότι υποκρύπτει μια σθεναρή άρνηση –«δεν είμαι αυτό που νομίζεις»- αφετέρου διότι μεταμφιέζει την άμυνά μας σε επιθετικότητα: «εσύ είσαι και φαίνεσαι». Την βρίσκω τόσο ταιριαστή με την εθνική μας ιδιοσυγκρασία, την απεγνωσμένη μας ανάγκη να (απο)δείξουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που είμαστε… Τώρα να αυτολογοκριθώ σε κάποιο ζήτημα, συνειδητά –ειλικρινά, δεν θυμάμαι να το έχω κάνει. Πάντως, έχετε δίκιο. Έχω παρατηρήσει πως με τον καιρό, όλοι μας, αναπτύσσουμε μια μορφή αυτολογοκρισίας –αυτοάμυνας, εάν προτιμάτε- που περνάει συνήθως απαρατήρητη και από εμάς τους ίδιους.

ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

- Στις σελίδες του υπάρχουν και κείμενα για τα οποία παρεξηγηθήκατε; Κατηγορηθήκατε;

Κατά κύριο λόγο, θα έλεγα. Αλλά είναι κάτι με το οποίο πλέον έχω μάθει να ζω. Το έχω πάρει απόφαση πως, ό,τι και αν υποστηρίξω, κάποιοι καλόπιστα θα το πάρουν στραβά, κάποιοι κακόπιστα θα το παρεξηγήσουν, όπως και ορισμένοι θα το διαστρεβλώσουν χωρίς να μπουν καν στον κόπο να το διαβάσουν. Δεν πειράζει. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού στον δημόσιο διάλογο –η απουσία κανόνων, για την ακρίβεια- και όσο πάει, με τη ναρκισσιστική/τοξική παρεμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Αναντίρρητα καλούμαστε να επιβιώσουμε σε ένα μολυσμένο επικοινωνιακό περιβάλλον. Ακόμη και αν οικειοθελώς αποσυρθούμε από το παιχνίδι –και αφ΄ης στιγμής μας έχουν «στοχοποιήσει»- κανένας δεν μας εγγυάται ότι θα πάψουν οι άλλοι να χαλκεύουν τις ιδέες μας. Γνωρίζω αξιοσέβαστους ανθρώπους που ποτέ δεν έλαβαν μέρος στο παιχνίδι και, παρ’ όλα αυτά, οι άλλοι εξακολουθούν να τους συκοφαντούν και να τους λοιδορούν.

- Όταν γράφετε έχετε κάποιον στο νου σας; Τον ιδανικό αναγνώστη για παράδειγμα, τον γιό σας ή την κόρη σας, ή καίγεστε να γράψετε για την αλήθεια που ξέρετε;

Μπορεί να ακουστεί αλαζονικό –και, από μιαν άποψη, σίγουρα είναι- αλλά, όταν γράφω, εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως αναγνώστη. Διαρκώς σκέφτομαι: «Εμένα θα με ενδιέφερε να διαβάσω αυτό που γράφω;». Εάν η απάντηση είναι θετική, συνεχίζω να το γράφω. Βεβαίως, υπάρχουν πάρα πολλά θέματα για τα οποία θέλω να διαβάσω και για τα οποία, ταυτόχρονα, δεν θα είμαι ποτέ ικανός να γράψω –εξ ου και θεωρώ ότι, όχι μονάχα εγώ, όλοι οι συγγραφείς, πάντοτε θα είναι επαρκέστεροι αναγνώστες από συγγραφείς και, εάν κάποτε ξεμείνουν οι ίδιοι από ιδέες, δεν πρόκειται να ξεμείνουν ποτέ από βιβλία για διάβασμα.

- Κύριε Τατσόπουλε, ένας συγγραφέας οφείλει πίστη στον εαυτό του ή στην εικόνα του;

Αυθόρμητα θα σας απαντούσα ότι δεν οφείλει πίστη πουθενά –με την έννοια του «οφείλω»… Από εκεί κι έπειτα, όσο περνούν τα χρόνια και όσο πληθαίνουν οι τίτλοι των βιβλίων σου, συγχέονται τα όρια ανάμεσα στον πραγματικό σου «εαυτό» και στη δημόσια σου «εικόνα» -στο τέλος της ημέρας, ούτε εσύ ο ίδιος δεν είσαι ικανός να ξεχωρίσεις τι είναι «αλήθεια» και τι είναι «κατασκευή». Πολλές φορές –για να το μπερδέψουμε ακόμη περισσότερο- μια «κατασκευή» ή μια «παρεξήγηση», μια «χάλκευση» ή μια «κατηγορία» για εσένα μπορεί να είναι το υπόστρωμα (η ζύμη, ο θεμέλιος λίθος, όπως θέλετε πείτε το) για κάτι που πολλοί άνθρωποι –ενίοτε και οι πιο πολλοί- θα εκλαμβάνουν ως αδήριτη «αλήθεια» δίχως να αμφιβάλλουν στο παραμικρό. Είμαι παθών και σας ομιλώ μετά λόγου γνώσεως.

- Σε μια εποχή κατά την οποία τα διαχωριστικά [θεολογικά, ιδεολογικά, κοινωνικά, μορφωτικά] δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα, ο καθένας μας ό,τι θέλει δηλώνει, πώς μπορεί κάποιος να παραμείνει πιστός και σταθερός στις απόψεις του; Δεδομένου του ότι ακόμα και τα κόμματα, άλλα είναι και άλλα δηλώνουν…

Τώρα ακουμπάτε επί τον τύπον των ήλων. Ποιος θα κρίνει τους κρίνοντες σε μια εποχή που όλοι κρίνουν, όλοι επικρίνουν, όλοι δικάζουν, όλοι καταδικάζουν, χωρίς να νιώθουν καν υποχρεωμένοι να καταθέσουν τα τεκμήριά τους ή έστω τα κριτήριά τους; Βιώνουμε την «εισβολή των ηλιθίων», που έλεγε και ο μακαρίτης ο Ουμπέρτο Έκο, σοκαρισμένος από το γεγονός ότι οι «ηλίθιοι», όχι μονάχα αισθάνονται πλέον «απενοχοποιημένοι» να εκφράσουν την άποψή τους, αλλά απεναντίας αισθάνονται «δικαιωμένοι», πανίσχυροι, ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις… Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον πάτο ακόμη. Δεν έχουμε δει ούτε την κορυφή του πάτου.

- Το «Είσαι και Φαίνεσαι» είναι ο καθρέφτης μας ή ο καθρέφτης σας;

Το «Είσαι και Φαίνεσαι» δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τη γνώμη μου, εκτεθειμένη –όπως πάντα- στην κρίση όλων όσων θα έχουν το χρόνο ή/και τη διάθεση να την πληροφορηθούν. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έχω δημόσιο βήμα για να μοιράζομαι τη γνώμη μου –παρότι, στις ημέρες των social media, κάτι τέτοιο είναι μάλλον τετριμμένο κι επ’ ουδενί ανεκτίμητο.

- Αλήθεια, τι από σας δεν φαίνεται; Γιατί όλοι μας έχουμε την εντύπωση ότι για σας γνωρίζουμε τα πάντα;

Υποθέτω ότι ανάλογη εντύπωση έχουμε πάντοτε για όσους «υπερεκτίθενται» στη δημοσιότητα, είτε για καλό είτε για κακό. Ποτέ όμως δεν θα έλεγα ότι γνωρίζω για κάποιον «τα πάντα», ενώ την ίδια στιγμή θα ήμουν βέβαιος πως ούτε εκείνος γνωρίζει «τα πάντα» για τον εαυτό του. Ξέρετε, πρόσφατα, μετά το βαρύ χειρουργείο που είχα στο «Ιπποκράτειο», με χαιρέτησε στο δρόμο ένας άγνωστός μου νεαρός κύριος. «Με θυμάστε;», με ρώτησε· «ήμουν μαζί με τον Λυμπεριάδη, τον επικεφαλής καρδιοχειρουργό». – «Τι να σου πω, βρε παιδάκι μου», του απάντησα· «με τα βαριά οπιούχα, που μου δώσατε κατά τη νάρκωση, οι τρεις στους τέσσερις από όσους θυμάμαι, εκείνες τις ημέρες, ήταν φανταστικά πρόσωπα»… Δεν είναι κακό λοιπόν να κρατάμε μια επιφύλαξη όταν νομίζουμε ότι για κάποιον γνωρίζουμε «τα πάντα».

- Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «Είσαι και φαίνεσαι» είναι η… δοκιμιακή αυτοβιογραφία σας. Ειλικρινέστερη και από μια καθαρή αυτοβιογραφία. Στις αυτοβιογραφίες, θέλουμε δεν θέλουμε, μπορεί να εξωραϊσουμε γεγονότα ή προθέσεις, εκείνα που πιστεύουμε, όμως, που γνωρίζουμε, που υποστηρίζουμε και οι συνειρμοί πάνω από όλα, που δεν ορίζονται, είναι αποκαλυπτικοί αλλά τόσο ανεξέλεγκτοι, είναι η ακτινογραφία σας. Ξαναδιαβάζοντας το αισθανθήκατε ως και έκπληξη για κάποια κείμενά σας; Το φοβηθήκατε; Άλλο τα κείμενα στην εφημερίδα κι άλλο οι σελίδες ενός βιβλίου.

Αυτοβιογραφικά σπαράγματα υπάρχουν διάσπαρτα και σε άλλα βιβλία μου –όπως το «Ήμουν κι εγώ εκεί» ή το «Γκαγκάριν»- καθώς και μια απόπειρα να γράψω ένα είδος αυτοβιογραφίας, με επίκεντρο την υιοθεσία μου, όπως ήταν η «Καλοσύνη των ξένων»… Δεν έχω πάντως την αίσθηση ότι, σε κάποιο από αυτά τα βιβλία, επιχείρησα συνειδητά να συγκαλύψω, να εξωραϊσω ή να εξιδανικεύσω –αντιθέτως, είναι φανερή η αυτοσαρκαστική πρόθεση παντού… Έχετε δίκιο όταν λέτε πως, άλλη εντύπωση δημιουργούν τα κείμενα στη σελίδα σου στην εφημερίδα και άλλη συγκεντρωμένα σε βιβλίο. Η πιο εμφανής διαφορά είναι ότι στο βιβλίο έχεις τη δυνατότητα να δεις τους αρμούς που συνδέουν τα κείμενα· τις μπετόβεργες της συλλογιστικής.

ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΦΑΙΝΕΣΑΙ

- Μυθοπλαστικά πια, τι πρέπει να έχει ή να είναι ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ο ήρωάς σας ή η ηρωίδα σας;

Να μου κινήσει το ενδιαφέρον και να μου το κρατήσει ζωντανό για δύο, τρία ή και περισσότερα χρόνια ώστε να την/τον αποτυπώσω στο χαρτί –ένα τεράστιο χρονικό διάστημα εάν συνυπολογίσετε ότι τα συντριπτικά πιο πολλά βιβλία «καταδικάζονται» σε ένα θνησιγενές πεπρωμένο.

- Μια ιστορία για να θελήσετε να γίνει ιστορία σας;

Το ίδιο ακριβώς με την ηρωίδα και τον ήρωα: το ενδιαφέρον. Και όσο περισσότερες ιστορίες διαβάζεις με τα χρόνια, τόσο και πιο δύσκολο καθίσταται, όχι μονάχα να σου κινήσει μια ιστορία το ενδιαφέρον, αλλά και να θελήσεις να το μοιραστείς με τους άλλους.

- Το έχω κατ’ επανάληψη γράψει, η αφηγηματική σας ικανότητα είναι σχεδόν παροιμιώδης. Ό,τι θέλετε μπορείτε να γράψετε, αισθάνεστε ότι η ενασχόλησή σας με την πολιτική σας έχει αδικήσει στην αντίληψη του κόσμου σαν συγγραφέα;

Δεν νιώθω αδικημένος. Δεν με έσυρε κανένας δια της βίας στην ενεργό πολιτική. Ήταν δική μου επιλογή –και, μάλιστα, στα 52 μου χρόνια, όταν είχα ήδη δημοσιεύσει 17 βιβλία, τουτέστιν δεν ανέμενα από την ενεργό πολιτική «ετεροφωτισμένη» αναγνώριση. Από εκεί κι έπειτα, όταν είσαι συγγραφέας στην Ελλάδα, έχουν άποψη για σένα –καλή, ψυχρή ή ανάποδη- διακόσιες με τριακόσιες χιλιάδες συμπολίτες σου στην καλύτερη περίπτωση. Όταν εμπλέκεσαι στην ενεργό πολιτική, έχουν άποψη για σένα εκατομμύρια –και συνήθως η άποψή τους ταυτίζεται με την άποψή τους για το κόμμα με το οποίο συνεργάζεσαι. Σε παίρνει και σένα η μπάλα.

- Όταν κυκλοφόρησαν «Οι ανήλικοι» στα 21 σας μόλις ξεκινήσατε με διθυράμβους, γνωρίζοντας σχεδόν όλο το συγγραφικό σας έργο, σήμερα, υπάρχουν φορές που αισθάνεστε αδικημένος;

Μα όχι. Υπάρχουν άλλοι συγγραφείς, που δεν τους φθάνω ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι, εντελώς λησμονημένοι σήμερα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάτη από το να πιστεύουμε ότι ο χρόνος απονέμει πάντοτε δικαιοσύνη.

- Πρόσφατα είχατε μια περιπέτεια, οι συγκυρίες βοήθησαν και σωθήκατε σαν από θαύμα. Άλλαξε κάτι στη ζωή σας μετά από αυτή την περιπέτεια;

Το θαύμα έχει όνομα κι επώνυμο: Δημήτρης Λυμπεριάδης. Ο καρδιοχειρουργός που έσωσε τη ζωή μου. Επικεφαλής μιας ομάδας ανθρώπων που έκαναν το «σωστό», ενώ κανένας δεν θα τους ζητούσε τον λόγο εάν δεν το έκαναν.

-Τι ήταν το τελευταίο και το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε;

Να σας πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι –έτσι, ως πρώτο και ως τελευταίο· η νάρκωση καταργεί τα σύνορα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας: σίγουρα, τη γυναίκα μου, τα δύο παιδιά μου, τους «ανοιχτούς» λογαριασμούς που αφήνω πίσω μου…

- Το θεωρήσατε, καθόλου, σαν δεύτερη ευκαιρία;

Προφανώς. Ως ένα δώρο. Μέρα με τη μέρα.

- Ξεφοβηθήκατε ή φοβηθήκατε τον θάνατο;

Τον ίδιο τον θάνατο, όχι. Είμαι εξήντα χρονών –δεν έχω το παράπονο πως θα φύγω «πριν την ώρα μου». Την πορεία, όμως, προς τον θάνατο –τον πόνο ή/και την ταλαιπωρία-, την φοβήθηκα, ναι, όπως όλοι μας: ιδίως εάν μου χαριζόταν η ζωή, αλλά δεν μου χαριζόταν η εγκεφαλική επάρκεια, ο μόνος τρόπος για να βγάζω το ψωμί μου. Δυστυχώς, εκτός από τον θάνατο, υπήρχε και αυτή η πολύ σοβαρή πιθανότητα.

- Αλήθεια, ποιος παραμένει ο μεγαλύτερός σας φόβος;

Δεν θα τον έλεγα «φόβο». Περιέργεια. Τι θα γίνει μετά. Όχι τι θα συμβεί μετά σ’ εμένα –δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή- αλλά τι θα συμβεί μετά στον πλανήτη. Μια νοσηρή περιέργεια για τη «συνέχεια της ιστορίας».