Της Μαριάννας Σκυλακάκη
Από τα τέλη Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει σπαταλήσει μια σειρά από πυρομαχικά, στην προσπάθειά της να αλλάξει το αφήγημα και να αυξήσει την απήχησή της στο εκλογικό σώμα. Από το «κοινωνικό μέρισμα», στην επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Ουάσινγκτον, σε αυτές του Ερντογάν και του Μακρόν στην Αθήνα, μέχρι τις αναφορές περί «καθαρής εξόδου» και το άνοιγμα του θέματος των Σκοπίων. Εσχάτως και βλέποντας ότι δεν έχει καταφέρει να αλλάξει θεαματικά τα δημοσκοπικά δεδομένα, επιστράτευσε και τη σκανδαλολογία με αφορμή την υπόθεση Novartis, δηλητηριάζοντας το κλίμα της δημόσιας συζήτησης, που έχει πάρει πρωτοφανώς τοξικό χαρακτήρα.
Ποια είναι όμως η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί, αν και κυβέρνηση, αντί να επιλέγει τον δρόμο της «κανονικότητας», προτιμά έναν ακραίο και διχαστικό λόγο και αναδεικνύει θέματα που προκαλούν αποστροφή στο εκλογικό σώμα; Περιμένει ότι έτσι θα επαναπροσεγγίσει τη μεγάλη μάζα των παλιών του ψηφοφόρων, που τον αντιμετωπίζουν πια με άρνηση και ανοιχτή αντιπάθεια; Από τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας της Metron Analysis για το «Βήμα», από τα οποία προκύπτει ότι το άθροισμα αυτών που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν άκυρο/λευκό ή θα απέχουν έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 22,4%, προκύπτει αβίαστα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί μια άλλη πολιτική στρατηγική. Μια στρατηγική που δεν έχει στόχο τόσο τη νίκη όσο την πολιτική του επιβίωση την επομένη των εκλογών, μέσω της εξώθησης του εκλογικού σώματος είτε στην αποχή είτε στα άκρα. Είναι η «στρατηγική της αηδίας».
Το παράδοξο του Ντάουνς
Ας δούμε όμως τα πράγματα από μια απόσταση. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να ψηφίζουμε! Το 1957, στο βιβλίο του «Οικονομική θεωρία της δημοκρατίας», ο Αντονι Ντάουνς περιέγραψε το εξής παράδοξο, το οποίο φέρει το όνομά του: για έναν «ορθολογικό», απόλυτα ιδιοτελή ψηφοφόρο, το κόστος τού να ψηφίσει (π.χ. η βενζίνη που θα ξοδέψει στον δρόμο για το εκλογικό κέντρο), ακόμη κι αν είναι μικρό, υπερβαίνει κανονικά τα αναμενόμενα προσωπικά οφέλη της ψήφου του.
Ο λόγος είναι απλός. Η πιθανότητα η δική του ψήφος να καθορίσει το τελικό αποτέλεσμα, ακόμα και σε μια αμφίρροπη αναμέτρηση, είναι απειροελάχιστη - στην Ελλάδα είναι, παραδείγματος χάριν, η ψήφος εκείνη που θα δώσει στο πρώτο κόμμα τις πολυπόθητες 50 έδρες. Αρα, πάντα το κόστος της ψήφου υπερβαίνει τα όποια προσωπικά οφέλη. Και όμως, ψηφίζουμε. Οι πολιτικοί επιστήμονες δίνουν διάφορες εξηγήσεις γι' αυτό. Είναι η ικανοποίηση που νιώθει κανείς εκφράζοντας την προτίμησή του για ένα κόμμα ή έναν υποψήφιο, ή η αίσθηση της συμμετοχής σε ένα ευρύτερο σύνολο.
Σε πρακτικό τώρα επίπεδο, η χώρα μας, ιστορικά, ήταν μια από τις δημοκρατίες που υπογράμμιζαν το παράδοξο του Ντάουνς, με τεράστια ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Στο περιβάλλον αυτό, «στρατηγική της αηδίας» δεν νοούνταν. Όταν μπήκαμε όμως στην κρίση, η συμμετοχή μειώθηκε δραματικά. Από το 1996 μέχρι το 2007, το ποσοστό αποχής ήταν γύρω στο 25%. Αυξήθηκε όμως εκρηκτικά μετά το 2009, φτάνοντας τον Σεπτέμβριο του 2015 στο ιστορικό υψηλό του 43%, παρά το γεγονός ότι οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι βρίσκονται πάνω-κάτω όλα αυτά τα χρόνια στα ίδια επίπεδα.
Το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας επιλέγουν να απέχουν από τις εκλογές σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς δεν είναι ασφαλώς παράξενο. Η όποια αίσθηση -ή ψευδαίσθηση- ότι η ψήφος μετράει και ότι μπορεί να έχει αντίκτυπο στη ζωή του καθενός ή αυτή των γύρω του καταρρίπτεται, όσο η απογοήτευση από την πρωτοφανή οικονομική συρρίκνωση την οποία έχει υποστεί η χώρα μεγαλώνει. Οσο πιο μάταιη νομίζουμε ότι είναι η συμβολή μας τόσο λιγότερο πιθανό είναι να μπούμε στον κόπο να ψηφίσουμε.
Για ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο έχει μια μικρή βάση ψηφοφόρων η οποία γιγαντώθηκε ως αντίδραση στο κατεστημένο, η μείωση της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος. Σκεφτείτε το μαθηματικά: όταν η πίτα των ψηφοφόρων μικραίνει, η επιρροή ακόμη και μιας μικρής μερίδας πολιτών αυξάνεται. Μια μικρή μαγιά που αβγαταίνει απότομα έχει μεγαλύτερη αξία όταν η πίτα είναι μικρότερη. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ επωφελήθηκε συμπτωματικά απ'' αυτή τη νέα πραγματικότητα. Δεν θα είχε καταφέρει να κάνει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ αν όλοι οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. του Ιανουαρίου είχαν ξανά οδηγηθεί στην κάλπη τον Σεπτέμβριο.
Σήμερα, αντίθετα, η συρρίκνωση της πίτας αποτελεί πλέον κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής του. Μιας στρατηγικής με δύο όψεις: συσπείρωση των ψηφοφόρων που του έχουν απομείνει με παροχές και, ταυτόχρονα, απομάκρυνση της μεγάλης μάζας των απογοητευμένων ψηφοφόρων από το πολιτικό σύστημα, μέσω της συνεχούς έντασης και των σκανδάλων, που τους οδηγεί στα άκρα και προπαντός στην αποχή, το άκυρο και το λευκό.
Δωράκια και σκάνδαλα
Το κύριο εργαλείο για τη δεύτερη αυτή όψη είναι η αηδία, η απέχθεια που νιώθει το εκλογικό σώμα για την πολιτική ζωή του τόπου. Επενδύοντας σε ζητήματα όπως η Novartis, τα δάνεια των (άλλων) κομμάτων, οι πάσης φύσεως λίστες καταθετών κ.λπ., επιδιώκει να εντείνει την αίσθηση ότι ζούμε σε μια ζοφερή, άδικη πραγματικότητα, για την οποία τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Στόχος του είναι να οδηγήσει όσους τον απορρίπτουν εκτός συστήματος, εκτός εκλογικής διαδικασίας ή ακόμα και εκτός χώρας (εξ ου και η παγερή αδιαφορία του για το φαινόμενο της νεομετανάστευσης). Συσπειρώνοντας το περιορισμένο κοινό του – μέσα από προσλήψεις, επιδοματική πολιτική, αυξήσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, μονιμοποιήσεις κ.λπ. – θα μπορεί να επιτύχει με λιγότερους ψηφοφόρους πολύ μεγαλύτερα ποσοστά. Αφού δεν μπορεί να πείσει το εκλογικό σώμα να τον ψηφίσει, του αρκεί να μείνουν στο σπίτι τους όσοι θα μπορούσαν να ψηφίσουν τους αντιπάλους του.
Βέβαια, στον δρόμο για την αποχή, πριν μετατραπεί κάποιος σε απαυδισμένο πολίτη που αρνείται να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία, υπάρχει μία ακόμα στάση: αυτή των άκρων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρόσφατα δημοσκοπικά δεδομένα αποτυπώνουν το φούσκωμα του λαϊκισμού, αλλά κυρίως της Ακροδεξιάς. Δεδομένου ότι η σκανδαλολογία είναι έξω από την πολιτική παράδοση της μαρξιστικής Αριστεράς -σε ιδεολογικό επίπεδο τα βάζει με το κεφάλαιο στο σύνολό του και δεν διαφοροποιεί μεταξύ κακών και χειρότερων- ο βασικότερος επωφελούμενος της «στρατηγικής της αηδίας» του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άλλος από τη Χρυσή Αυγή.
Το ερώτημα βέβαια είναι πώς αντιμετωπίζει η αξιωματική αντιπολίτευση αυτή την αλλαγή στη φύση του εκλογικού αγώνα που επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα επιλέξει την πόλωση – που συσπειρώνει προσωρινά τους εκ των πραγμάτων συρρικνωμένους κομματικούς στρατούς – ή την επιστροφή στην κανονικότητα και στην ελπίδα ως αντίδοτο στη «στρατηγική της αηδίας»; Ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στο να μικρύνει τον παρονομαστή. Θα τον ακολουθήσει η Νέα Δημοκρατία ή θα επενδύσει στη θετική συμμετοχή και στην επάνοδο της εμπιστοσύνης του πολίτη στη χώρα και τη δημοκρατία;
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο», Παρασκευή 2 Μαρτίου, Αρ. φύλλου 70.