Του Γιάννη Στεφανίδη*
Οι μεγάλες επαναστάσεις που οδήγησαν στην καθιέρωση της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως του πιο επιτυχημένου και φιλάνθρωπου συστήματος διακυβέρνησης εκδηλώθηκαν στον αγγλοσαξονικό κόσμο και τα αίτιά τους ήταν προεχόντως… φορολογικά!
Οι βαρώνοι-γαιοκτήμονες της Αγγλίας που, κατά τον αρχόμενο 13ο αιώνα, εξεγέρθηκαν για να θέσουν τέρμα στη βασιλική αθαιρεσία, είχαν απαυδίσει από τις έκτακτες εισφορές που επέβαλλε ο Ιωάννης Ακτήμων προκειμένου να χρηματοδοτεί την αποτυχημένη εξωτερική πολιτική του. Κατόρθωσαν, τότε, να ζητείται η γνώμη και, κατά περίπτωση, η συναίνεσή τους πριν από κάθε νέο φόρο.
Αρκετούς αιώνες αργότερα, στα 1688-89, η Ένδοξη Επανάσταση έθεσε εκτός νόμου κάθε απόπειρα του άγγλου βασιλιά να επιβάλει φόρους χωρίς τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου.
Επικαλούμενοι αυτοί την κατάκτηση, οι, κατά μέγα μέρος βρετανικής καταγωγής, άποικοι που ίδρυσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εξεγέρθηκαν εναντίον της επιβολής φόρων, δασμών και ελέγχων στο (λαθρ)εμπόριο από την κεντρική εξουσία γενικώς. Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι οι ίδιοι ουδέποτε είχαν δώσει τέτοια εξουσιοδότηση στο κοινοβούλιο της μητρόπολης, στο οποίο δεν διέθεταν επαρκή εκπροσώπηση.
Αλλά και η Γαλλική Επανάσταση του 1789 εκδηλώθηκε όταν οι ευγενείς, που αντιδρούσαν στην έκτακτη φορολόγησή τους, προσεταιρίστηκαν την αστική τάξη, που αντιδρούσε στην τακτική φορολόγησή της, απέναντι σε μια πτωχευμένη βασιλική εξουσία που εναγωνίως αναζητούσε πρόσθετα έσοδα.
Όλα αυτά, στην προβιομηχανική εποχή που γέννησε τα πρώιμα συνταγματικά, κοινοβουλευτικά συστήματα στον δυτικό κόσμο. Αντίθετα, η μεθεπόμενη Γαλλική Επανάσταση, του 1848, ανέδειξε τα διλήμματα της νέας βιομηχανικής εποχής, όταν, πλάι στο κλασικό αίτημα για μείωση των φορολογικών βαρών ήχησαν συνθήματα για παροχές κοινωνικών επιδομάτων, κάτι που, βεβαίως, σήμαινε αυξημένη φορολόγηση.
Η χώρα μας παρακολουθούσε από απόσταση αυτές τις εξελίξεις. Η μικρή ομάδα των εξωστρεφών διανοούμενων που οραματιζόταν τη δημιουργία κράτους κατά το δυτικό συνταγματικό πρότυπο επιχείρησε να μπολιάσει με τις ιδέες της μια κοινωνία προβιομηχανική, αγροτική, η οποία δειλά πρόβαλλε από το οθωμανικό της παρελθόν.
Δεν είναι απορίας άξιο ότι το κράτος που στήθηκε όπως-όπως μέσα στις φλόγες της Ελληνικής Επανάστασης από νωρίς προσέφυγε σε εξωτερικό δανεισμό και δύο φορές πτώχευσε μέσα σε 15 μόλις χρόνια. Η δεύτερη πτώχευση πυροδότησε την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 με βασικό αίτημα τη συνταγματική διακυβέρνηση της χώρας.
Οι πρωταγωνιστές του εγχειρήματος εκείνου – πολιτικοί, στρατιωτικοί, διανοούμενοι, πρώην καπεταναίοι του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και άλλοι παρεπιδημούντες στας Αθήνας – δεν είχαν βασικό κίνητρο τη μείωση και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των φόρων? άλλωστε, η φορολογία βάρυνε κυρίως τους αγρότες, που η απόσταση και η βιοπάλη τούς κρατούσαν μακριά από τη μικροσκοπική πρωτεύουσα.
Οι επαναστατημένοι αντιδρούσαν κυρίως στη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών που είχαν επιβάλει οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου η χώρα, την ύπαρξη της οποίας είχαν εγγυηθεί, να καταστεί ικανή να αποπληρώσει το χρέος της.
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο συνταγματικός βίος του ελληνικού κράτους. Οι μετέπειτα κυβερνήσεις, συνταγματικές και μη, διακρίθηκαν, με ορισμένες λαμπρές εξαιρέσεις, στη «ζογκλερική» της άντλησης πόρων από εξωτερικό δανεισμό και εσωτερική φορολόγηση.
Επί εκατόν εβδομήντα τόσα χρόνια, ουδέποτε οι Έλληνες εξεγέρθηκαν με αίτημα τη μείωση των φόρων και τον αυστηρότερο έλεγχο της σκοπιμότητάς τους. Εικασία: Όχι μόνο σημαντική μερίδα του πληθυσμού ζούσε από τις δαπάνες του κράτους με τη μορφή μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και προμηθειών, αλλά μια εξίσου σημαντική μερίδα προσδοκούσε να συμμετάσχει στο προσοδοφόρο αυτό σύστημα.
Ενίοτε, όταν οι κοινωνίες δεν επαναστατούν μπροστά σε (επαναλαμβανόμενες, όπως στην περίπτωσή μας) κρίσεις, εμφανίζονται ηγεσίες διατεθειμένες να επιβάλουν αλλαγές εκ των άνω. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υφίσταται, αφενός, μια «κρίσιμη μάζα» υπέρ των αλλαγών και, αφετέρου, να διαθέτουν οι κυβερνήσεις στοιχειώδη μηχανισμό για την υλοποίησή τους απέναντι σε βέβαιες αντιδράσεις.
Η σημερινή κυβέρνηση ξεκίνησε με «λελογισμένες» μειώσεις στη φορολογία. Και η ίδια, όμως, αντιλαμβάνεται ότι βασική αιτία της δημοσιοικονομικής κακοδαιμονίας του κράτους είναι η αναντιστοιχία των δαπανών προς τα έσοδα. Και δεν χρειάζεται κανείς να ρέπει επικίνδυνα προς τον φιλελευθερισμό για να αντιληφθεί ότι η επίμονη αναζήτηση εσόδων μέσω φορολόγησης μαραίνει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Τι μένει; Αφενός, η περικοπή των δαπανών, την οποία, προφανώς, δεν υπηρετεί η διατήρηση μη παραγωγικών και υπερχρεωμένων εταιριών και φορέων του ευρύτερου δημόσιου, η επιδότηση ασφαλιστικών ταμείων, ή η πολιτική των μηδενικών απολύσεων από το Δημόσιο. Αφετέρου, η προσέλκυση επενδύσεων, για την οποία τα πληκτρολόγια έχουν πάρει φωτιά εσχάτως, ώστε η περαιτέρω ανάλυση παρέλκει? αρκεί να μη μας διαφεύγει ένα στοιχείο: Σε τι μοιάζουν οι επενδυτές με τους βαρώνους-γαιοκτήμονες του αγγλικού μεσαίωνα; Στην απέχθειά τους για την αυθαιρεσία της εξουσίας που εκδηλώνεται μέσω της πολυνομίας, της αρνησιδικίας, και, βεβαίως, της φορολογικής αβεβαιότητας.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Α.Π.Θ.