Της Μαρίας Καλπουζάνη*
Τα τελευταία πενήντα χρόνια, Ελλάδα και Τουρκία έχουν βρεθεί σε περιόδους σοβαρής κρίσης ή/και στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης. Υπάρχει έντονος και κλιμακούμενος ανταγωνισμός στρατιωτικών εξοπλισμών και low intensity conflict ανάμεσα στις δύο χώρες με μικρά διαλείμματα ύφεσης. Τo τελευταίο εξάμηνο οι σχέσεις των δυο χωρών θυμίζουν πολύ εκείνες του εξαμήνου που προηγήθηκε της κρίσης των Ιμίων.
Η κλιμακούμενη ένταση ξεκίνησε μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο. Και συνεχίστηκε το Φεβρουάριο με το θερμό επεισόδιο με τον εμβολισμό του ελληνικού πλοίου «Γαύδος». Αποκορύφωμα υπήρξε το περιστατικό των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις αρχές Μαρτίου. Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και τις υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από κατοικημένες περιοχές της χώρας. Και, φυσικά, η στρατηγική αυτή δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ευρύτερη ένταση που αναπτύσσει η Τουρκία στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου τόσο εντός της κυπριακής ΑΟΖ όσο και σε σχέση με το Ισραήλ και την Συρία.
Αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την συμπεριφορά της Τουρκίας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο εσωτερικό της και να καταλάβουμε την πόλωση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που τις υποχρεώνει σε καθημερινές μάχες εντυπώσεων αλλά και ουσίας. Η άσκηση πίεσης, από τους εθνικιστές στον Ερντογάν τον αποπροσανατολίζει και τον κάνει να λειτουργεί προβληματικά και να παρασύρεται σε παράτολμες ενέργειες. Οι εκλογές του 2019, οι οποίες πιθανολογείται πως θα διεξαχθούν νωρίτερα, ακόμη και τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, αποτελούν προσωπικό στοίχημα για τον Πρόεδρο της Τουρκίας, καθώς αποτελούν την πρώτη κάλπη νομιμοποίησης του καθεστώτος του μετά την προσπάθεια πραξικοπήματος και τις μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων που ακολούθησαν αυτού.
Από την άλλη, η αποτυχία του να διαχειριστεί το θέμα των Κούρδων και η απρόβλεπτη στρατιωτική εμπλοκή του στη Συρία όπως, και το θέμα των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο από όπου διεκδικεί μερίδιο, τον κάνουν να εξαντλεί όλη του την ένταση στο Αιγαίο, την Ελλάδα και την Κύπρο και παράλληλα να επιτίθεται και άλλους περιφερειακούς ηγέτες, όπως το Ισραήλ. Προσπαθώντας να μεταμορφώσει την Τουρκία σε μια σύγχρονη Οθωμανική Αυτοκρατορία-προστάτη των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Μέση Ανατολή, δεν διστάζει να μιλήσει για κατάληψη εδαφών, διπλασιασμό επικράτειας, αλύτρωτους αδελφούς και εδάφη σκλαβωμένα από ξένους λαούς που μέχρι χθες υπήρξαν υπόδουλοι στον τουρκικό ζυγό.
Πάνω και πέρα απο όλα αυτά, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας, την πραγματικότητα που μας έχει διδάξει η Ιστορία έως και σήμερα: Βασική ιδεολογία της γείτονος χώρας είναι η κυριαρχία. Κυριαρχία σε όλους τους τομείς. Είναι αυτοσκοπός, σε βάρος των πάντων. Ακόμη και του εαυτού τους. Κυριαρχία που μεταφράζεται σε επεκτατισμό, εδαφικό και πολιτικό. Επεκτατισμό που είναι πολύ πιθανό να εξελιχθεί σε κατάληψη ξένων εδαφών αδύναμων κρατών, όπως της Συρίας και του Βόρειου Ιράκ. Η απειλή, όμως, αφορά και την Ελλάδα.
Είναι επιτακτικής σημασίας να αλλάξουμε την στραγηγική μας και να αποκτήσουμε ενιαία εθνική πολιτική γραμμή εστιάζοντας σε στρατηγικές ειρήνης, συνεργασίας και φιλικής γειτνίασης, σε πρώτο χρόνο. Σε δεύτερο χρόνο, η χώρα μας θα πρέπει να επαναφέρει τη στρατιωτική ισορροπία στο Αιγαίο και να προβάλλει την ισχύ της στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα πρέπει να κάνουμε συμμαχίες με χώρες που αντιλαμβάνονται την επιθετικότητα της Τουρκίας γιατί πολύ απλά μόνοι μας δεν μπορούμε, δεδομένων των οικονομικών συνθηκών των τελευταίων ετών. Περιφερειακοί παίκτες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Γαλλία μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμοι σύμμαχοι της χώρας μας στην προσπάθεια διασφάλισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων τόσο στο Αιγαίο όσο και στην ΝΑ Μεσόγειο. Η κάθε μορφής στρατιωτική και διπλωματική συνεργασία με αυτές τις χώρες διευκολύνεται άλλωστε από τις κάκιστες σχέσεις του Ερντογάν τόσο με την Γαλλία όσο και με το Ισραήλ, σχέσεις που δηλητηριάζονται ακόμη περισσότερο κάθε φορά που ο Τούρκος πρόεδρος αποφασίζει ενώπιον των οπαδών του να επιτίθεται στον δυτικό κόσμο και όσα αυτός πρεσβεύει.
Η χώρα μας πρέπει να γίνει ο σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος της Δύσης που θα είναι το αντίβαρο στις τουρκικές επιδιώξεις. Δεν βρισκόμαστε σίγουρα στο σημείο μηδέν. Απαιτούνται ωστόσο περισσότερες προσπάθειες και κυρίως διπλωματικές και γεωστρατηγικές πρωτοβουλίες για να κατοχυρώσουμε σταθερές και ισχυρές συμμαχίες με δυνατούς παίκτες του διεθνούς συστήματος ισχύος.
Προϋπόθεση όλων αυτών είναι η ενιαία εθνική πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Η χάραξη ενός νέους στρατιωτικού δόγματος που να συμπεριλαμβάνει τις παραπάνω προτεραιότητες και η δημιουργία ενός σύγχρονου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που θα χαράσσει στρατηγική και θα λειτουργεί ως επιτελικό όργανο της Κυβέρνησης και στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των κομμάτων. Ο κίνδυνος είναι προ των πυλών. Τουλάχιστον έχουμε το περιθώριο του χρόνου για να δράσουμε αναλόγως.
*Η Μαρία Καλπουζάνη ανήκει στο Μητρώο Πολιτικών Στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
Φωτογραφία: APImages