Του Ανδρέα Τσώκου*
Ένας προϋπολογισμός που δε βγαίνει. Μόνο αυτό το συμπέρασμα μπορεί να εξάγει κανείς από τη συζήτηση που γίνεται αυτές τις ημέρες στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό του 2017. Και δε βγαίνει γιατί την ώρα που η Κυβέρνηση εκτιμά ότι θα έχει θετικό ρυθμό ανάπτυξης 2.7%, αναγνωρίζει τη μείωση των εισοδημάτων των πολιτών αλλά παρ'' όλα αυτά αναμένει από αυτούς να πληρώσουν περισσότερους φόρους. Ήδη, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι Έλληνες πλήρωσαν το 2015 περισσότερους φόρους από κάθε άλλη χρονιά τα τελευταία πενήντα χρόνια και δυστυχώς έπεται συνέχεια με το νέο έτος.
Για να καταλάβει κανείς το οικονομικό αδιέξοδο που δημιουργείται, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους στοιχεία. Σύμφωνα με το επιτελείο της Κυβέρνησης, για να πετύχει τόσο υψηλό ρυθμό ανάπτυξης η ελληνική οικονομία, θα πρέπει να αυξηθούν οι Επενδύσεις κατά 9.1%, οι εξαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών κατά 5.3% καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση κατά 1.8%. Πόσο πιθανό είναι όμως κάποιος του οποίου το εισόδημα του μειώνεται λόγω της αύξησης της φορολογίας και των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, να καταφέρει να καταναλώσει περισσότερα; Όπως μάλιστα αναφέρεται στην εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να προέλθει κυρίως από την περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας, την ώρα που από 1/1/2017, έρχονται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις σε καφέ, καπνικά προϊόντα, σταθερή τηλεφωνία, συνδρομητική τηλεόραση, αλλά και αυξήσεις του ΦΠΑ στο φόρο εισοδήματος και τα πετρελαιοειδή. Προφανώς, μια τέτοια θεωρία χαρακτηρίζεται "επιεικώς" μη ρεαλιστική.
Την ίδια στιγμή, η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων μειώθηκε το 2015 κατά 2 δισ. σε σχέση με το 2014. Πως λοιπόν θα καταναλώσει περισσότερο αυτός που έχει λιγότερα χρήματα στην τσέπη του, ενώ θα πρέπει να πληρώσει το 2017 ακόμα περισσότερους φόρους; Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ελπίδες και όχι με δεδομένα. Όμως ο Προϋπολογισμός δε μπορεί να βασίζεται σε προσευχές. Η αγορά βρίσκεται σε κατάσταση στασιμοχρεοκοπίας, οι παραγωγικές δυνάμεις σε χειμερία νάρκη και οι επενδυτές τηρούν αποστάσεις ασφαλείας από οποιοδήποτε project στην Ελλάδα. Η χώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα βάλτο υπερφορολόγησης που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη ύφεση, δίχως καμία αναπτυξιακή προοπτική. Γιατί ακόμα και με ένα θαύμα τα νούμερα του κ. Τσακαλώτου να έβγαιναν, οι θετικοί αυτοί ρυθμοί δε μπορούν να μεταφραστούν σε ανάλογες θέσεις εργασίας. Συνεπώς, η ανάπτυξη αυτή θα βασίζονταν μόνο στους φόρους, θα ήταν πλασματική και σίγουρα μη βιώσιμη.
Παράλληλα, το ελληνικό πρόγραμμα λήγει. Οδηγούμαστε σε ένα 4ο Μνημόνιο, κάτι που υπό τις παρούσες συνθήκες φαντάζει αναπόφευκτο, δίχως να υπάρχει καμία σοβαρή εξέλιξη στο ζήτημα της μείωσης των στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 και μετά. Οι Ευρωπαίοι ενδεχομένως υπό συνθήκες υψηλής πίεσης να το παραχωρήσουν, αλλά δεν πρόκειται να το κάνουν, όσο στην Ελλάδα υπάρχει μια αφερέγγυα πολιτική ηγεσία. Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν, είναι εδώ και τώρα μια σημαντική πολιτική αλλαγή. Και αυτή θα προκύψει μόνο με άμεση προσφυγή στις κάλπες. Ίσως αυτή να ήταν η καλύτερη ένεση για την οικονομία και η μόνη ελπίδα να μην είναι αρνητικός και ο επόμενος Προϋπολογισμός.
* Ο κ. Ανδρέας Τσώκος είναι Γεωλόγος, μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ