Του Παναγιώτη Λιαργκόβα
Ένα από τα θέματα που κυριάρχησαν στη δημόσια συζήτηση την εβδομάδα που πέρασε σχετίζεται με τον κρατικό προϋπολογισμό 2020. Η συζήτηση επικεντρώθηκε κυρίως στο κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά 2,8% το 2020, με δεδομένη την επιβράδυνση της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Προσωπικά θεωρώ ότι ο στόχος αυτός είναι ρεαλιστικός γιατί έχει ενσωματώσει την επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος καθώς επίσης και τις δεσμεύσεις της χώρας (που συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση) για υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων. Θα ήθελα ωστόσο να επικεντρωθώ πέντε ποιοτικά στοιχεία του προσχεδίου κρατικού προϋπολογισμού 2020, που ουσιαστικά το διαφοροποιούν από τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των προηγούμενων ετών.
Το πρώτο στοιχείο σχετίζεται με την φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής. Ο τερματισμός της υπερφορολόγησης και αποεπένδυσης της ελληνικής οικονομίας σηματοδοτεί μια νέα οικονομική πολιτική με λιγότερη λιτότητα και περισσότερη ανάπτυξη. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν έχουν αλλάξει ακόμη. Αλλά η εξάλειψη των υπερβάσεων αυτών είναι το πρώτο βήμα για τη διεκδίκηση της μείωσης των ίδιων των στόχων, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όπως αναγνωρίζει το ίδιο το προσχέδιο.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στο μέγεθος του κράτους. Μετρώντας τις δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρατηρούμε ότι αυτές μειώνονται το 2020. Η εικόνα όμως αλλάζει όταν δούμε τα απόλυτα μεγέθη. Τότε οι συνολικές δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2020 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν σε 57.009 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 707 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση για το 2019. Η παρατηρούμενη μείωση δηλαδή του μεγέθους του κράτους δεν προέρχεται από την συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών αλλά από την αύξηση της παραγωγής, ως αποτέλεσμα της μείωσης της φορολογίας πράγμα που σημαίνει ότι δεν διακυβεύονται οι παροχές δημοσίων αγαθών προς τους πολίτες.
Ένα τρίτο στοιχείο σχετίζεται με τον λόγο έμμεσης και άμεσης φορολογίας. Οι άμεσοι φόροι θεωρούνται δικαιότεροι από τους έμμεσους, καθώς είναι φόροι ανάλογοι του εισοδήματος και όχι φόροι στην κατανάλωση, όπως οι έμμεσοι. Ο λόγος τους αποτελεί ένδειξη της πρόθεσης της δημοσιονομικής πολιτικής να ενισχύσει την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό σημαίνει ότι όσο μικρότερος είναι ο λόγος τόσο πιο κοινωνικά δίκαιη είναι η φορολογία. Βλέποντας την εξέλιξη του λόγου αυτού παρατηρούμε ότι από το 2014 και μετά είχαμε συνεχή αύξηση (από 1,12 το 2014, σε 1,33 2019). Για το 2020, η τάση αρχίζει και αλλάζει και ο λόγος διαμορφώνεται στο 1,31.
Τέλος, η επέκταση της επισκόπησης δαπανών και η μετάβαση σε προϋπολογισμό επιδόσεων είναι δύο χαρακτηριστικά στοιχεία βελτίωσης της ποιότητας των δημοσίων πολιτικών και καλύτερης διαχείρισης των διαθεσίμων πόρων. Ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί μέσω της καλύτερης χρήσης των δημόσιων πόρων θα χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει την εφαρμογή των κυβερνητικών προτεραιοτήτων, με προσανατολισμό στην οικονομική ανάπτυξη, όπως η φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά και στην ενίσχυση των προϋπολογισμών των υπουργείων και των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Ο προϋπολογισμός προγραμμάτων θα ενισχύσει τη διαφάνεια αναφορικά με τη διάθεση των δημόσιων πόρων, την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται και την ενίσχυση της λογοδοσίας των διαχειριστών δημόσιων πόρων.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.