Του Γιάννη Λοβέρδου
Δεν ξέρω πόσοι Έλληνες αντελήφθησαν τι είπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη. Υποσχέθηκε μεγάλες μειώσεις σε φόρους και μεγάλες αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες, χωρίς να προβλέπει περικοπές ούτε καν στις νομοθετημένες μειώσεις των συντάξεων, τις οποίες η κυβέρνηση ζητεί, παρά τους δύο νόμους, που έχει ψηφίσει, να καταργηθούν. Αυτό αποτελεί παγκόσμια πρώτη. Ποτέ άλλοτε σε καμιά χώρα δεν έχουμε ακούσει επιτυχημένη κι αποτελεσματική οικονομική πολιτική, που να φέρνει και μειώσεις φόρων, και αυξήσεις δαπανών και πρωτογενή υπερπλεονάσματα.
Είναι μια πρωτοφανής οικονομική συνταγή, που θα έπρεπε να την… διδάξει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ παγκοσμίως. Βεβαίως, κάτι παρόμοιο είχε κάνει προ τετραετίας με το περιβόητο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, με το οποίο υποσχόταν τα πάντα στους πάντες και με το οποίο κατόρθωσε να υποκλέψει ο ΣΥΡΙΖΑ την ψήφο των ταλαιπωρημένων Ελλήνων από την κρίση και την χρεοκοπία. Όλοι γνωρίζουμε τι απέγινε «το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων, γιατί φυσικά ήταν ανεφάρμοστο κι ουτοπικό. Όμως εξαιτίας του, η χώρα μας υπέστη την μείζονα καταστροφή του 2015, που κόστισε στην οικονομία μας τουλάχιστον 100 δις ευρώ κι έθεσε φραγμό στην από τότε έξοδο από τα Μνημόνια και την ανάπτυξη, που ποτέ δεν ήρθε ουσιαστικά στην Ελλάδα.
Στην διάρκεια μετά το 2015, ο κ. Τσίπρας κι η κυβέρνηση του ακολούθησαν μια σοσιαλιστική, κρατικιστική πολιτική. Αύξησαν υπερβολικά τους φόρους και τις εισφορές για να μπορέσουν να διατηρήσουν ψηλά κάποιες κρατικές δαπάνες, κυρίως αυτές, που αφορούν την μισθοδοσία στο Δημόσιο. Αυτή είναι μια κακή πολιτική, κατά τη γνώμη μου, αλλά είναι μια πολιτική. Όπως η πολιτική, που υπόσχονται ο Κυριάκος κι η ΝΔ. Της μείωσης των φόρων με παράλληλη περικοπή των δημοσίων δαπανών. Κι αυτή η φιλελεύθερη πολιτική, που κατά τη γνώμη μου είναι κι η πιο αποτελεσματική, είναι μια γνωστή πολιτική, που σήμερα εφαρμόζεται από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Πολιτική όμως που να μειώνει και τους φόρους και να αυξάνει τις δαπάνες και να δημιουργεί θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, δεν έχει εφευρεθεί. Δεν αντέχει ούτε σε πολιτική ούτε σε οικονομική, ούτε καν σε κριτική κοινής λογικής. Κι όμως, ο κ. Τσίπρας την επανέλαβε, ωσάν τίποτα να μην διδάχτηκε από το φιάσκο του 2015. Και μάλλον δεν διδάχτηκε. Γιατί δεν τον ενδιαφέρει. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε να είναι χρήσιμος ούτε αποτελεσματικός κι έντιμος κυβερνήτης για την σκληρά δοκιμαζόμενη πατρίδα μας. Το μόνο, που δείχνει να τον ενδιαφέρει, είναι οι επερχόμενες εκλογές, το αργότερο μέχρι τον Μάιο 2019, κι η (προεκλογική αλλά και μετεκλογική) διαχείριση της βέβαιης ήττας του ιδίου και του κόμματος του.
Το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει πλέον αποδεχτεί την ήττα των εκλογών. Αυτό που σήμερα το ενδιαφέρει είναι το εύρος της ήττας ώστε να είναι διαχειρίσιμη για τον κ. Τσίπρα και τους συντρόφους του, τόσο έναντι της ΝΔ, που είναι η βέβαιη νικήτρια αλλά ακόμα δεν έχει «κλειδώσει» η αυτοδυναμία της, όσο κι εντός του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για να μην αμφισβητηθεί η ηγετική και κυρίαρχη θέση του.
Όμως, η πολιτική αυτή, που επέλεξαν οι κυβερνώντες ενόψει των εκλογών είναι εντελώς ανεύθυνη κι επικίνδυνη για την πορεία της Ελλάδας. Στην προσπάθεια του για μια ακόμα φορά να καταφύγει στην ακατάσχετη παροχολογία, υπονομεύει την βιωσιμότητα της οικονομίας. Πολύ φοβάμαι, ότι ο ανεύθυνος Τσίπρας θα αφήσει στον Κυριάκο και τη ΝΔ κυριολεκτικά «καμμένη γη».