Του Άρη Καλαφάτη*
Η κυβέρνηση θεσμοθετεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ένα στενό τηλεοπτικό ολιγοπώλιο. Νομιμοποιεί δηλαδή αυτό, το οποίο αποτέλεσε το βασικό «όχημα» στη δημόσια ρητορική της, τη σκανδαλώδη επιρροή των τηλεοπτικών παρόχων στα δημόσια πράγματα, με προφανείς επιπτώσεις στη δημοκρατική λειτουργία και όχι μόνο. Ακόμη και αν γίνει δεκτό λοιπόν, σε ένδειξη καλής θέλησης, ότι η στόχευσή της ήταν αντίθετη, περιφρονεί επιδεικτικά τις συνθήκες λειτουργίας μίας στενής ολιγοπωλιακής αγοράς, διαμορφώνοντας, έστω και ..άθελά της, μία νέα, ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση.
Εγκαθιδρύει μία κλειστή αγορά τεσσάρων μόλις παικτών. Αυτό αρχικά σημαίνει ότι ο βαθμός εξάρτησης του ενός παίκτη κατά τη διαμόρφωση της δικής του πολιτικής από την πολιτική που ακολουθεί ή εφαρμόζει ο άλλος, είναι υψηλός. Ο ανταγωνισμός, παρά τα όσα υποστηρίζονται ευρέως, είναι αρχικά έντονος. Στην συνέχεια ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την πίεση που ασκεί ο ένας παίκτης στον άλλο, συνειδητοποιεί κανείς ότι η υιοθέτηση μίας ενιαίας πολιτικής σε μία σειρά από τομείς, είτε κατόπιν συνεννόησης και χάραξης από κοινού δράσης, είτε σιωπηρά μέσω της εναρμόνισης της πρακτικής καθενός με αυτή του άλλου, μπορεί να αποδειχθεί επικερδής για όλους τους εμπλεκόμενους. Δίχως να παραγνωρίζεται ο κρίσιμος ρόλος παραγόντων, οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, ενισχύοντας την επιθετική διάθεση κάποιου παίκτη έναντι των υπολοίπων, όπως λ.χ. το οικονομικό βάθος, ενδεχόμενο τεχνολογικό προβάδισμα ή η καλύτερη πρόσβαση που μπορεί να έχει σε προηγούμενες βαθμίδες της αγοράς, το συμφέρον ή τα οφέλη από μία κατά διαστήματα κοινή πορεία δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα.
Πρακτικά, με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να επηρεαστεί προς τα κάτω το ύψος της μισθολογικής κατάστασης των εργαζομένων στα κανάλια, να περιοριστεί από κοινού το ύψος των επενδύσεων στον τομέα της ενημέρωσης, να ακολουθηθεί ομοιόμορφη οικονομική πολιτική απέναντι σε όσους επιθυμούν να διαφημιστούν, αυξάνοντας το κόστος του τηλεοπτικού χρόνου, να χαραχθεί κοινή οικονομική πολιτική προς τις εταιρείες παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων και όχι μόνο. Αντίστοιχα, εξίσου κρίσιμες είναι και οι προεκτάσεις σε πολιτικό επίπεδο. Η δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων σε καίρια ζητήματα, μέσω της υιοθέτησης μίας κοινής «γραμμής» είναι ευχερέστερη. Η συγκρότηση ενός ενιαίου «μετώπου» έναντι πολιτικών φορέων και πολύ περισσότερο έναντι της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, όταν πλήττονται κοινά, κατά την κρίση τους, συμφέροντά, μπορεί να προσλάβει σημαντικές διαστάσεις. Ομοίως, και ο βαθμός εξάρτησης του πολιτικού προσωπικού από τους τέσσερις μόλις ιδιοκτήτες καναλιών γίνεται πλέον πιο ισχυρός, αποτελώντας ένα ακόμη σπουδαίο κίνδυνο για τη δημοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό, η έλλειψη δυνατότητας εισόδου νέου παίκτη στην τηλεοπτική αγορά, ο οποίος θα «τάραζε τα νερά», όπως θα μπορούσε λόγου χάρη να συμβεί σε μία ελεύθερη και πάντως όχι ρυθμιζόμενη αγορά, λειτουργεί στεγανοποιητικά, ενισχύοντας την προβληματική αυτή. Παρέχει δηλαδή την αναγκαία στις περιπτώσεις αυτές «κάλυψη» στο κλειστό club.
Αυτό το οποίο ωστόσο προκαλεί ακόμη περισσότερο, είναι ότι η συλλογιστική αυτή, όχι μόνο δεν προβληματίζει, αλλά φαίνεται και να ενυπάρχει, με επικίνδυνη αφέλεια, στο σκεπτικό που καθόρισε την πολιτική της κυβέρνησης. Προκειμένου να αιτιολογήσει την επιλογή του «μαγικού» αριθμού «4», εκκινεί από τη θέση ότι η διαφημιστική πίτα αυτή τη στιγμή είναι 200 εκατ. Ευρώ και επομένως με την ισομερή κατανομή της, μπορούν να καταστούν βιώσιμοι μόλις τέσσερις (4) ! (και πάντως όχι παραπάνω) πάροχοι. Πέραν της παιδαριώδους προσέγγισης σχετικά με το πώς μπορούν να διαμορφωθούν μελλοντικά οι ισορροπίες στην τηλεοπτική αγορά, η θέση αυτή εκκινεί από μία ομοιομορφία στην κατανομή των διαφημιστικών μεριδίων, η οποία ωστόσο στην πράξη, προκειμένου να επιτευχθεί και πολύ περισσότερο να διατηρηθεί, προϋποθέτει με βάση την εμπειρία ένα “minimum” συνεργασίας, συνεννόησης ή έστω εναρμόνισης των πρακτικών των ανταγωνιστών, με τον τρόπο και τους κινδύνους που λίγο πολύ σκιαγραφούνται πιο πάνω.
Επομένως, η κυβέρνηση δεν προκαταλαμβάνει μόνο, με το δικό της ξεχωριστό τρόπο, το πόσοι «χωράνε» στην τηλεοπτική αγορά, αλλά προχωράει και ένα βήμα παραπέρα, επιχειρώντας να προδικάσει και πώς θα κατανεμηθούν ή θα πρέπει να κατανεμηθούν τα διαφημιστικά μερίδια.
Εσφαλμένα επιμένει, τέλος, να συγχέει την προσπάθεια να «ρυθμιστεί το καθεστώς ανομίας», όπως διακηρύττει, με την πολιτική, την οποία επέλεξε να εφαρμόσει. Η ανάγκη αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί άλλοθι για την εδραίωση ενός κλειστού τηλεοπτικού ολιγοπωλίου. Ομοίως, ούτε και το συνολικά υψηλό τίμημα, το οποίο συγκεντρώθηκε και για το οποίο πανηγυρίζει. Η αποκατάσταση του άναρχου τηλεοπτικού πεδίου θα μπορούσε να επιτευχθεί εξίσου, με το να διασφαλίζεται η ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά κάθε ενδιαφερομένου μέσω της καταβολής αφενός ενός ενιαίου, ικανοποιητικού τιμήματος, της οριοθέτησης αφετέρου αυστηρών ποιοτικών κριτηρίων, της διενέργειας τακτικών, περιοδικών ελέγχων και της ανάκλησης, σε περίπτωση παραβάσεων, της άδειας που έχει χορηγηθεί. Αντιθέτως, η απαράδεκτη λογική της πλειοδοσίας, η οποία υιοθετήθηκε, ενισχύει τον προβληματισμό που εκφράζεται εδώ ότι τα υψηλά τιμήματα, τα οποία δαπανήθηκαν για την απόκτηση των αδειών, θα πρέπει να αντισταθμιστούν σύντομα στο μέλλον, ακόμη και με λιγότερο θεμιτά μέσα.
* Ο κ. Άρης Καλαφάτης είναι δικηγόρος, τέως πρόεδρος της Παγκόσμιας Ένωσης Κεντροδεξιών Νεολαιών (IYDU)