Οι δραματικές εικόνες της 6ης Ιανουαρίου φαίνεται ότι αποτελούν παρελθόν. Στην πραγματικότητα, θα σημαδεύουν την αμερικανική πολιτική για πολλά χρόνια ενώ και το διεθνές κύρος των ΗΠΑ ως της ισχυρότερης και μιας εκ των παλαιότερων δημοκρατιών στον πλανήτη δέχτηκε βαρύ πλήγμα.
Με την ταχεία ολοκλήρωση της προβλεπόμενης διαδικασίας στο Κογκρέσο, ο Μπαϊντεν είναι και επίσημα ο νέος εκλεγμένος πρόεδρος. Ήδη ο ανεκδιήγητος Τραμπ υποσχέθηκε να βοηθήσει για μια ομαλή μετάβαση.
Τι ακριβώς μας δείχνουν οι δραματικές εικόνες της 6ης Ιανουαρίου; Οι ομάδες της ενναλακτικής δεξιάς (AltRight), της επικίνδυνης νεοφασιστικής άκρας δεξιάς (όπως οι Proud Boys) και των αμετανόητων ρατσιστών του Νότου παρέσυραν ένα μάλλον ετερόκλητο πλήθος σε μια αντιθεσμική, αντιδημοκρατική ενέργεια που – πάνω από όλα – αποτυπώνει το τυφλό αντισυστημικό μένος που μοιράζονται νεοφασίστες, ρατσιστές και αρκετοί απελπισμένοι, αφελείς, και απελπιστικά αφελείς. Οι τελευταίοι ήταν άνθρωποι που πίστεψαν τις εμπρηστικές δηλώσεις του απερχόμενου προέδρου για την ανάγκη υπεράσπισης του εκλογικού αποτελέσματος από τα αρπακτικά του κατεστημένου που υποτίθεται ότι του έκλεψαν τη νίκη.
Μαύρη σελίδα, αλλά όχι πραξικόπημα
Δεν επρόκειτο, φυσικά, για «πραξικόπημα». Άκουσα τον όρο να χρησιμοποιείται από αρκετούς δημοσιολογούντες ευρωπαϊκών, κυρίως, ΜΜΕ. Αλλά τίποτε δεν δικαιολογεί – με τα δεδομένα που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα – την χρήση του όρου. Οι καταληψίες δεν είχαν σχέδιο για το τι θα έκαναν αφού πέτυχαν την κατάληψη, έλειπαν απαραίτητες υποδομές στρατηγικής κατεύθυνσης, ο επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία είχε ήδη – πριν ξεκινήσουν οι ταραχές – τοποθετηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη αναγνωρίζοντας επίσημα ότι ο Μπάϊντεν κέρδισε, η υποτυπώδης οργανωτική δομή των καταληψιών φαίνεται να ήταν επαρκής για την έφοδο αλλά όχι για ό,τι ακολούθησε, η στάση της αστυνομίας ενδέχεται να δείχνει εκλεκτικές συμπάθειες αλλά και πάλι όχι οργανωμένη συμπαιγνία (μια καταληψίας σκοτώθηκε από αστυνομικά πυρά), ο δε ανεκδιήγητος Τραμπ αφού διαπίστωσε ότι οι «πατριώτες» πέρασαν την κόκκινη γραμμή έσπευσε τρομαγμένος μπροστά στις συνέπειες να τους καλέσει να πάνε σπίτι τους.
Σε αυτή την μαύρη σελίδα, οι θεσμοί αποδείχθηκαν ανθεκτικοί. Τελικώς λειτούργησαν αποτελεσματικά δια των φορέων τους: ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και προεδρεύων της Γερουσίας Πένς, ο επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία Μακκόνελ, η πρόεδρος της Βουλής Πελόζι, αντέδρασαν στην επείγουσα κατάσταση όπως όφειλαν. Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Τραμπ έφτασε τον προεδρικό θεσμό στα ακρότατα όριά του με τη συνεχή υποδαύλιση της ανορθολογικής διαμαρτυρίας επί εβδομάδες, αλλά τελικώς – μικρός, ασυνάρτητος και φοβισμένος μπροστά στο χάος που παραλίγο να εξαπολύσει – έκανε πίσω.
Το ερώτημα αν θα ζητηθεί από τον Τραμπ να βγει από την εικόνα μέχρι τις 20 Ιανουαρίου (π.χ. δηλώνοντας ότι αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του και αναπληρούμενος από τον αντιπρόεδρο Πενς βάσει της 25ης τροπολογίας του Συντάγματος που υιοθετήθηκε μετά τη δολοφονία του Κένεντυ) εξαρτάται από την συμπεριφορά του τις επόμενες ημέρες. Εάν δεν επιχειρήσει να δυναμιτίσει την μετάβαση, θα είναι λάθος να οξυνθούν τα πνεύματα με μια προσπάθεια αποπομπής σε αυτή τη φάση. Από την άλλη πλευρά, με δεδομένο ότι ο Τραμπ προσπαθεί να διατηρήσει ένα πυρήνα προσωπικών οπαδών που θα εξακολουθήσουν να πιστεύουν ότι ο μεγάλος ηγέτης στερήθηκε τη νίκη λόγω εκλογικής νοθείας, ένα νέο κρεσέντο επικοινωνιακής όξυνσης δεν μπορεί να αποκλειστεί για το δεκαήμερο που μένει μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον Μπάϊντεν, την οποία τίποτε πια δεν μπορεί να σταματήσει.
Είναι η πανθομολογούμενη πολιτική πόλωση βασικός υπαίτιος για την έκρηξη της 6ης Ιανουαρίου; Η έντονη πόλωση που άρχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ήδη επί Κλίντον και αυξήθηκε κατακόρυφα επί Τραμπ συνεισέφερε και στην ενίσχυση της συμμετοχής στις εκλογές του Νοεμβρίου, ενίσχυση απαραίτητη και ζωογόνο για την αμερικανική πολιτική ζωή που πάσχει από σχετικά περιορισμένη εκλογική συμμετοχή στο ομοσπονδιακό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, δεν είναι η πόλωση από μόνη της αλλά τα πολλά, διαφορετικά και αντιφατικά ρεύματα της πολιτικής κουλτούρας στην αμερικανική ομοσπονδία που μας βοηθούν να αντιληφθούμε τις εκρήξεις αλλά και τη θεσμική αντοχή σε συνδυασμό και με τις επιπτώσεις των οικονομικών προβλημάτων και των ανισοτήτων.
Επί αιώνες, η θεσμική αντοχή αποδεικνυόταν νικήτρια, όπως έγινε και χθες. Το πόσο όμως εύθραυστες είναι οι ισορροπίες, φαίνεται και από τα ευρήματα των πρώτων δημοσκοπήσεων, τα οποία φαίνεται να οδηγούν στο προσωρινό συμπέρασμα ότι σε εθνικό επίπεδο, ένας στους πέντε Αμερικανούς ψηφοφόρους επιδοκιμάζει σε κάποιο βαθμό την εισβολή των εξαγριωμένων διαδηλωτών στο Καπιτώλιο. Ζητήματα ταυτοτήτων αλλά και οξύτατες οικονομικές ανισότητες, φυλετικές διακρίσεις αλλά και εντεινόμενη αίσθηση αδιέξοδου για χαμηλής εκπαίδευσης άνεργους λευκούς: ένα δύσκολο μείγμα για τη νέα διοίκηση από τις 20 Ιανουαρίου.
Σε κάθε περίπτωση, μια συνέπεια της 6ης Ιανουαρίου είναι ευδιάκριτη: βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους του Τραμπισμού για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Το εάν ο Τραμπ θα αναζητήσει πολιτικό ρόλο μέσω εναλλακτικών σχημάτων είναι μια διαφορετική συζήτηση. Στις εκλογές του 2016, το ιστορικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε βρει στον Τραμπ μια παροδική και τελικά επώδυνη λύση για την κινητοποίηση εκείνων των ψηφοφόρων που θα βοηθούσαν στην επιστροφή των ρεπουμπλικανών στην εξουσία.
Αναλύοντας τις εκλογές του 2020, είχα γράψει ότι ο Τζο Μπάϊντεν και η Κάμαλα Χάρις πέτυχαν μια καθαρή νίκη. Τόσο στο επίπεδο των ψήφων του εκλεκτορικού κολλεγίου (που εκλέγει τον πρόεδρο) όσο και στο επίπεδο της ψήφου των πολιτών (που ορίζει και τις καταρχήν δεσμευτικές για το εκλεκτορικό κολλέγιο πλειοψηφίες των επιμέρους πολιτειών). Είχα επισημάνει παράλληλα ότι ο Τραμπ ενίσχυσε τις δυνάμεις του στο επίπεδο της ψήφου των πολιτών σε σχέση με το 2016, άρα «ο Τραμπισμός παραμένει ζωντανός και μαχητικός».
Η μαύρη σελίδα της 6ης Ιανουαρίου ενδέχεται να διαφοροποιήσει σε σημαντικό βαθμό τις τύχες του «Τραμπισμού» και – πράγμα κρίσιμο – να απαλλάξει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από το φορτίο που εκπροσωπεί αλλά και από πολλούς ψηφοφόρους του. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον για τους Ρεπουμπλικανούς δεν θα είναι εύκολο. Με τα δυο σώματα του Κογκρέσου να διαθέτουν τώρα πλειοψηφίες των Δημοκρατικών, η νέα διοίκηση θα έχει σε μεγάλο βαθμό να επιλέξει και να εφαρμόσει τις πολιτικές της.
Μια κάποια λύσις
Κατά τη διάρκεια της περιόδου Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, στο εσωτερικό του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κυριάρχησαν η ασυντόνιστη πολυφωνία και η ασάφεια. Οι διαφορετικές αλλά εξίσου επικίνδυνες για τους Ρεπουμπλικανούς προκλήσεις που έθετε αφενός το Tea Party και αφετέρου η ατζέντα του χαρισματικού Ομπάμα, οδήγησαν τελικώς στην παράδοση από την παλιά φρουρά των σκήπτρων σε ένα θυελλώδες – και ισχυρό οικονομικά – outsider, τον Τραμπ, ο οποίος κατόρθωσε να συνομιλήσει εκλογικά με σχεδόν 63 εκατομμύρια ψηφοφόρους το 2016, φτάνοντας τους σχεδόν 75 εκατομμύρια ψηφοφόρους το 2020. Το συντριπτικό ιστορικό ρεκόρ του Μπάϊντεν το 2020 (τον επέλεξαν σχεδόν 82 εκατομμύρια ψηφοφόροι) δεν μειώνει τη σημασία της ισχυρής βάσης του Τραμπ.
Οι εξελίξεις στους Ρεπουμπλικανούς θα σημαδέψουν το μέλλον του ομοσπονδιακού κομματικού συστήματος. Θα διασπαστεί το ιστορικό κόμμα ή θα προχωρήσει προσπερνώντας το προβληματικό φαινόμενο Τραμπ; Στο παρελθόν ο δισεκατομμυριούχος Τραμπ είχε σκεφτεί να διεκδικήσει την προεδρία και ως ανεξάρτητος. Πριν την επιλογή Τραμπ, στις υποψηφιότητες από πλευράς των Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα του προεδρικού υποψήφιου ήταν εμφανείς τόσο η επίδραση της ιδεολογικής διείσδυσης και επιρροής του Tea Party όσο και η προσπάθεια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να διατηρήσει τις ισορροπίες με την παλιά φρουρά. Το βασικό ερώτημα που είχε προκύψει ήταν εάν και σε ποιό βαθμό η ιδεολογία, οι υποστηρικτές και τα πολιτικά δίκτυα του Tea Party αφενός και της θρησκευτικής Δεξιάς αφετέρου είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στο GOP και να επηρεάσουν τις επιλογές και τις πολιτικές του.
Ο Τραμπ υπήρξε «μια κάποια λύσις». Τι θα κάνει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μετά τον Τραμπ; Όπως έγραφα παλιότερα σε βιβλίο μου για την αμερικανική πολιτική, «το μέλλον των Ρεπουμπλικανών, του ιστορικού Grand Old Party, θα αποτελέσει καίριο πεδίο συνάντησης διαφορετικών στρατηγικών που θα επηρεάσουν με τρόπο καταλυτικό την πορεία των ΗΠΑ στις επόμενες δεκαετίες του 21ου αιώνα» (Κ. Λάβδας, Αμερική: Πολιτική Ανάπτυξη, Δημοκρατία και Εξωστρέφεια στις ΗΠΑ, Εκδόσεις Παπαζήση, 2012, σελ. 191).
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.