Ένα σημείωμα για τον ελληνο-αμερικανικό Στρατηγικό Διάλογο

Ένα σημείωμα για τον ελληνο-αμερικανικό Στρατηγικό Διάλογο

Του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη*

sarigiannidisΟ διάλογος αποτελεί μια συνηθισμένη μορφή διμερούς επικοινωνίας μεταξύ δύο κρατών στην οποία δεν εμπλέκονται υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι, δεν υπάρχει δεσμευτική ατζέντα και συνήθως προετοιμάζεται το επίσημο πλαίσιο για την επίλυση διαφορών υπό τη μορφή διαπραγματεύσεων. Αντίθετα, ο Στρατηγικός Διάλογος είναι το αποτέλεσμα της επιλογής δύο χωρών να αναβαθμίσουν τις σχέσεις τους και να διαμορφώσουν ένα ευέλικτο θεσμικό σχήμα σε υψηλό επίπεδο αντιπροσώπευσης για την εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής τους και την αποτελεσματική συνεργασία πάνω σε σημαντικά ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.

Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν εδώ και αρκετά χρόνια αυτό το διπλωματικό εργαλείο, ενισχύοντας τις διμερείς σχέσεις τους με χώρες που αποτελούν κρίσιμους εταίρους σε περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος για τις ίδιες. Έτσι λοιπόν, έχουν αναβαθμίσει τις διμερείς σχέσεις τους προωθώντας τον Στρατηγικό Διάλογο με αρκετές χώρες, ενώ συμμετέχουν και σε τριμερείς Στρατηγικούς Διάλογους, γεγονός που υποδηλώνει την επιτυχία των σχετικών διπλωματικών πρωτοβουλιών.

Μέχρι πρόσφατα, η Ελλάδα βρισκόταν έξω από το πλέγμα του Στρατηγικού Διαλόγου, καθώς για αρκετά χρόνια οι ΗΠΑ είχαν επιλέξει να αναβαθμίσουν τις σχέσεις τους στην περιοχή με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Τουρκία. Ωστόσο, η διπλωματική διελκυστίνδα που έχει επιλέξει να στήσει το καθεστώς Ερντογάν με την πολιτική προσέγγισης της Ρωσίας, αναγκάζει τις ΗΠΑ να ενεργήσουν με τρόπο, ώστε να υποβαθμίσουν τη σχέση τους με την Τουρκία, χωρίς όμως να την διαρρήξουν. Με άλλα λόγια, η αναβάθμιση των σχέσεων με την Ελλάδα με την εκκίνηση του Στρατηγικού Διαλόγου αποσκοπεί, ανάμεσα σε άλλα, και στην ελεγχόμενη άσκηση πίεσης στην Τουρκία προκειμένου να μειωθούν τα περιθώρια των διπλωματικών ελιγμών της που πλήττουν τα αμερικανικά συμφέροντα και κοστίζουν στην σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.

Φυσικά, ο Στρατηγικός Διάλογος Ελλάδας-ΗΠΑ δεν περιορίζεται στην προσπάθεια αντιστάθμισης των τουρκικών διπλωματικών πρωτοβουλιών, αλλά υπηρετεί τη συνολική στρατηγική αντίληψη των ΗΠΑ στην περιοχή. Άλλωστε, ήδη στην κοινή συνέντευξη τύπου κατά την επίσημη επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον τον Οκτώβριο του 2017 φάνηκε η προθυμία και των δύο πλευρών, με επισπεύδουσες τις ΗΠΑ, για την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων και της συνεργασίας στο επίπεδο του Στρατηγικού Διαλόγου. Για τις ΗΠΑ η ασφάλεια, η ενέργεια και η περιφερειακή συνεργασία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν προτεραιότητες και επιλογές υψηλής πολιτικής. Η Ελλάδα προσφέρει το θεμέλιο για να δημιουργηθεί μια βαλκανική ζώνη ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής και παράλληλα αποτελεί γεωγραφική και πολιτισμική γέφυρα στη Μέση Ανατολή.

Στην πρώτη περίπτωση, η οικονομική διείσδυση ρωσικών επενδυτικών σχημάτων ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα ενεργοποίησε με αρκετή καθυστέρηση τα αμερικανικά αντανακλαστικά, ενώ η πολιτική επιρροή της Ρωσίας σε περιοχές των Δυτικών Βαλκανίων και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της στην εσωτερική πολιτική σκηνή χωρών, όπως η πΓΔΜ, ανάγκασε τις ΗΠΑ να αναζητήσουν και να ενισχύσουν τον σταθεροποιητικό ρόλο της Ελλάδας. Μέσα σε αυτό το σχήμα θα πρέπει να ιδωθεί και η ασυνήθιστη κίνηση του ελληνικού ΥΠΕΞ με την κλιμάκωση της διπλωματικής κρίσης με τη Ρωσία το περασμένο καλοκαίρι και την απέλαση ρώσων διπλωματών.

Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα διαθέτει τις επιχειρησιακές δυνατότητες για την εμπέδωση της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ την τελευταία δεκαετία εξελίσσεται σε σημαντικό ενεργειακό κόμβο που μπορεί να συμβάλει στην ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο με τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν και την Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, η Ελλάδα διατηρεί παραδοσιακά πολύ καλές σχέσεις με τα αραβικά κράτη, γεγονός που αποτελεί ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για το οποίο εύλογα ενδιαφέρεται η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα έχει αναπτύξει μέσα από την εντατική διεξαγωγή πολυμερούς διπλωματίας ένα δίκτυο με χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, ορισμένες από τις οποίες δεν συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Είτε πρόκειται για μια αμιγώς ελληνική πολιτική επιλογή, είτε οφείλεται στην ενθάρρυνση και την ενίσχυση των ΗΠΑ, η ουσία είναι πως η έναρξη του Στρατηγικού Διαλόγου ανάμεσα σε Ελλάδα και ΗΠΑ αναμένεται να κεφαλαιοποιήσει τη σχέση μας με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία, και από την άλλη με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Κύπρο.

Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να μονοπωλήσουν την ασφάλεια και την ενέργεια στην περιοχή και προφανώς είναι πρόθυμες να ενισχύσουν ακόμη και περιφερειακά πολυμερή σχήματα, ώστε να μην ανατραπούν οι υφιστάμενες ισορροπίες. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν εντοπίζεται μόνο στην ανάσχεση της ρωσικής επιρροής, αλλά και στην ναρκοθέτηση του λεγόμενου Δρόμου του Μεταξιού. Οι ΗΠΑ επιθυμούν να κρατήσουν μακριά από την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια την Κίνα, και η θεσμική συνεργασία με κυβερνήσεις σε αυτές τις περιοχές είναι μια σημαντική γεωπολιτική προτεραιότητα. Μάλιστα, αν στη συνολική εικόνα προσθέσουμε και το γεγονός ότι η Κίνα και η Ρωσία διαμορφώνουν μια κοινή ατζέντα για την ασφάλεια και την ενέργεια μέσα από τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάη, στον εταιρικό διάλογο της οποίας συμμετέχει και η Τουρκία, γίνεται κατανοητό ότι ο Στρατηγικός Διάλογος των ΗΠΑ με την Ελλάδα, αλλά και την Αίγυπτο και το Ισραήλ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα μονιμότερο φόρουμ για να αντιμετωπιστούν οι σινορωσικές διπλωματικές και θεσμικές πρωτοβουλίες.

Στην παρούσα φάση, η Ελλάδα προσέρχεται στο τραπέζι του πρώτου Στρατηγικού Διαλόγου με αναβαθμισμένο ρόλο, κυρίως εξαιτίας του τουρκικού αναθεωρητισμού και της κρίσης που έχει προκαλέσει ο τούρκος Πρόεδρος στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Είναι λοιπόν σημαντικό να καταφέρει να αποσπάσει δεσμεύσεις που αφορούν σε αμερικανικές επενδύσεις και εξοπλιστικά προγράμματα που λαμβάνουν υπόψη τις παρούσες οικονομικές συνθήκες και τις επιχειρησιακές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων. Το αποτέλεσμα θα φανεί στο Μνημόνιο Συνεννόησης (MoU) που θα λογικά θα υπογραφεί από τις δύο πλευρές και θα εγκαινιάζει τη συνεργασία σε κρίσιμους τομείς όπως η ασφάλεια, η ενέργεια, και οι οικονομικές σχέσεις και το εμπόριο. Και φυσικά η συνεργασία θα κριθεί σε ένα χρόνο από τώρα, στην επόμενη συνάντηση σε επίπεδο Στρατηγικού Διαλόγου, στην Αθήνα.

 

* Ο κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ.