Αυτή η κυβέρνηση δεν σήκωσε κεφάλι. Δεν προλαβαίνει να αντιμετωπίζει προβλήματα. Δεν είχε την πολυτέλεια για μια περίοδο ομαλών εξελίξεων ώστε, απερίσπαστη, να αφοσιωθεί στο πρόγραμμα της. Η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά σε ένα παρατεταμένο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.
Αίφνης, μάς προέκυψε το πρόβλημα των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά, αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Της μειωμένης παραγωγής λόγω Covid και της συνακόλουθης δυσκολίας εκτέλεσης των συσσωρευμένων παραγγελιών, ευθύς ως η παραγωγή αποκαταστάθηκε. Αυτή η οικονομική αλυσίδα είχε ως συνέπεια των αύξηση των ναύλων και τις ελλείψεις στην αγορά που έφεραν τις ανατιμήσεις.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η συγκυριακή άνοδος των τιμών πρώτων υλών, που θα αποτυπωθεί στη διαμόρφωση της τελικής τιμής που θα πληρώσει ο καταναλωτής σε μια σειρά από είδη πρώτης ανάγκης.
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ -γιατί το πρόβλημα είναι παγκόσμιο- θα κληθεί να αντιμετωπίσει την δυσπραγία πολλών νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν στις ανατιμήσεις. Το ζητούμενο πλέον είναι πόσο αντέχει ο προϋπολογισμός για νέες παροχές σε αυτά τα νοικοκυριά, με ταυτόχρονη μείωση των φόρων.
Οι ανατιμήσεις φέρνουν και την αύξηση του πληθωρισμού, παγκοσμίως, κάτι που αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία για τις ηγεσίες των «ενάρετων» χωρών του Βορρά να ψιθυρίζουν την ιδέα για να τερματιστεί η περίοδος της ρευστότητας και να επανέλθει το καθεστώς της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σε αυτήν την απευκταία περίπτωση οι κυβερνήσεις των χωρών του «άτακτου» Νότου θα κληθούν να λάβουν δημοσιονομικά μέτρα για να περιορίσουν το έλλειμμα που προκλήθηκε λόγω της αντιμετώπισης της πανδημίας. Εννοείται, πως οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών θα καταβάλουν και το ανάλογο πολιτικό κόστος, που δεν θα είναι ασήμαντο.
Έτσι στα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή η κυβέρνηση προστέθηκε και αυτό των ανατιμήσεων. Στη ΔΕΘ θα μάθουμε τα μέτρα που θα λάβει και κατά πόσον αυτά θα είναι επαρκώς ανακουφιστικά για τα νοικοκυριά που, μετά δυσκολίας, τα βγάζουν πέρα. Γιατί πιστεύω πως ουδείς στο κυβερνητικό επιτελείο συζητά για την επαναφορά του αναχρονιστικού μέτρου των διατιμήσεων, το οποίο τόσες στρεβλώσεις προκάλεσε, επί πολλές δεκαετίες, στην αγορά.
Στο μεταξύ ο χρόνος τρέχει και, αν λάβουμε υπόψη, πως το πρώτο εξάμηνο του 2023 θα είναι μια προεκλογική περίοδος, τότε τα περιθώρια για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και, κυρίως των ιδιωτικοποιήσεων, στενεύουν σημαντικά. Μάλιστα, στις ιδιωτικοποιήσεις παρατηρούνται ήδη σημαντικές καθυστερήσεις που έχουν επιπτώσεις και στον ρυθμό των επενδύσεων.
Η κυβέρνηση έχει ουσιαστικά μπροστά της το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και όλο το 2022 για να παρουσιάσει το πρόγραμμα της. Μέσα σε 15 μήνες καλείται να κάνει υπερβάσεις, ξεπερνώντας εμπόδια και κάμπτοντας αντιστάσεις πολλών δεκαετιών. Πιθανόν το ζήτημα των ανατιμήσεων να το αντιμετωπίσει με επιτυχία, στο βαθμό που θα είναι συγκυριακό, όμως δεν γνωρίζω πώς θα αντιμετωπίσει τις πιέσεις των «ενάρετων», αν τελικά εκδηλωθούν, για περιορισμό του ελλείμματος και μάλιστα σε μια περίοδο με έντονο το προεκλογικό άρωμα.
Για να δούμε, τι άλλο θα δούμε!